ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΗΦ. ΚΟΣΣΥΒΑΚΗΣ
ΤΟΥΣΙΑΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
(Ο Αίας των Σουλιωτών)
ΑΘΗΝΑ 2023
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Ο γράφων, ενασχολούμενος από εικοσαετίας με την συγγραφή ιστορικών θεμάτων, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ιστορία, εκτός από ενδιαφέρουσα και συναρπαστική θεωρητική επιστήμη, είναι και μία πρωτότυπη άσκηση / μέθοδος μακροζωϊας!
Ισως αυτή η φιλοσοφική προσέγγισή μου στην Ιστορία, εκ πρώτης όψεως να μην φαίνεται ότι έχει συνάφεια με το προσδόκιμο όριο της ζωής μας και την δυνατότητα τεχνητής επιμηκύνσεώς της!!!
Ωστόσο, για όσους εντρυφούμε στις δαιδαλώδεις πτυχές της και ιχνηλατούμε συναρπαστικές περιόδους εξερευνήσεων, αποικισμών, εκστρατειών, πολέμων και περιπετειών κάθε εποχής, τις οποίες εβίωσαν και υπέστησαν γενεές ανθρώπων πριν από εμάς, είναι βέβαιον ότι θα ξεχωρίσουμε κάποιες που, για λόγους υποκειμενικούς, μας συγκινούν ιδιαιτέρως.
Παραλλήλως, τα γεγονότα, οι στιγμές, οι ημέρες και οι ιστορικές περίοδοι πού μας κινούν το εν λόγω ειδικό ενδιαφέρον, αναπόδραστα συνδέονται και με τους ήρωες-πρωταγωνιστές τους, οι οποίοι -συν τω χρόνω- αισθανόμαστε ότι μας είναι γνώριμοι, οικείοι και προσφιλείς.
Ισως, μάλιστα, μέχρι του σημείου να εξελιχθούν οι διασωζόμενες (αυθεντικές ή ωραιοποιημένες) μορφές τους, σε αφίσες στο προσωπικό μας γραφείο ή σε πίνακες σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας.
Αυτή η ιδιαίτερη εντρύφηση σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και στις πρωταγωνιστικές προσωπικότητες που αναδείχθηκαν σ’ αυτά, με τις αναγκαίες προσεγγίσεις και αναλύσεις του χαρακτήρα τους, των ξεχωριστών ιδιοτήτων τους, των ηρωικών κατορθωμάτων και παθημάτων τους, σύν τω χρόνω προσφέρουν (τουλάχιστον στους «ιστοριολάγνους» όπως ο γράφων), ένα είδος αποκλειστικής βιωματικής συνταυτίσεώς μας.
Δηλαδή, μας προσφέρουν την έντονη αίσθηση, ότι τα βιολογικά όρια της δικής μας ζωής αντιστοίχως επιμηκύνονται, ακριβώς διότι σ’ αυτήν προστίθενται και οι χρόνοι των ιστορικών δράσεων των ηρώων μας, εφ’ όσον, νοερώς συμβιώσαμε «εκεί και τότε» μαζί τους!
Ο γράφων είχε και έχει έντονη την εν λόγω αίσθηση για σημαντικές περιόδους της διαχρονικής Ελληνικής ιστορίας, πρωτίστως όμως αισθάνεται ότι έχει βιώσει «ωσεί παρών» πολλά από τα δρώμενα της Επαναστάσεως του 1821, καθώς και εκείνα που συνέβησαν αρκετές δεκαετίες πρίν το ’21, όταν η αναγκαιότητα της εθνικής παλιγγενεσίας μας «σιγόβραζε» και είχε εκδηλωθεί με τις αλλεπάλληλες αιματοβαμμένες επί μέρους εξεγέρσεις – «προσανάμματά» της.
Τέτοιες εξεγέρσεις υπήρξαν τα λεγόμενα «Ορλωφικά» (1769-1771) και αμέσως μετά οι επικές περιπέτειες του θρυλικού ναυμάχου Λάμπρου Κατσώνη (1788-1792) που, με σύμμαχο-συμπολεμιστή τον καπετάν Ανδρίτσο Βερούση και τους αρειμάνιους «πεζοναύτες» του από την Ήπειρο και την Ρούμελη, κυριάρχησαν στις ελληνικές θάλασσες του Αιγαίου και του Ιονίου, αρχικά κατ’ εντολή της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας, εν συνεχεία όμως, αυτόβουλα και μόνο για την ελευθερία του Γένους μας!!!
Παραλλήλως όμως, υπήρξε μακροχρόνιος και ο συγκλονισμός των Ελλήνων ραγιάδων, άλλως «ρωμαίγων» ή «ρωμιών», άλλως «γραικών, που κρυφομάθαιναν, επί εκατό και περισσότερα χρόνια, σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα, για τους νικηφόρους πολέμους των απροσκύνητων Σουλιωτών κατά των Τούρκων κατακτητών και το ηθικό τους έρμα κρατιόνταν ακμαίο, με έντονη την συνείδηση ότι ήταν γένος διάφορο από τους Ασιάτες δυνάστες τους, μάλιστα δε -«το πάλαι ποτέ»- ένδοξο και κυρίαρχο, όπως τους το υπενθύμιζαν τα αρχαία ερείπια από τα οποία ήταν κατάσπαρτα όλα τα ελληνόφωνα μέρη.
(Και βεβαίως, όλα αυτά ήταν συμβάντα πολύτιμης ιστορικής σημασίας, δυστυχώς, όμως, παραμένουν άγνωστα στην παμψηφία των συγχρόνων Ελλήνων και Ελληνίδων…)
Ωστόσο και καθ’ όσον με αφορά πρέπει να καταγράψω, ότι οι συγγραφικές «κεραίες» μου υπήρξαν ιδιαίτερα ευαίσθητες ως προς τα εν λόγω ιστορικά γεγονότα και για τον επί πλέον λόγο, ότι σ’ αυτά συμμετείχαν, έδρασαν και υπέστησαν πολλά, προσφιλείς πρόγονοί μου από την πατρική «ρίζα» μου.
Ειδικότερα μάλιστα, στα χρόνια του τελευταίου πολέμου των Σουλιωτών με τον αιμοβόρο Αλή Πασά των Ιωαννίνων (1800-1804), υπήρξε επώνυμη συμμετοχή των τότε απωτέρων ανιόντων μου στη δραματική πολιορκία και τον τραγικό αποδεκατισμό της ξακουστής «φάρας» των Μποτσαραίων στη Μονή Σέλτσου την άνοιξη του 1804, ενώ υπήρξε καθοριστική η συμβολή τους στην διάσωση των ελαχίστων που επέζησαν εκεί, μεταξύ των οποίων -ευτυχώς- ο τότε 15ετής έφηβος Μάρκο Μπότσαρης!
Ετσι λοιπόν, η συναισθηματική προσέγγισή μου στα εν λόγω ιστορικά συμβάντα υπήρξε πρώιμα έντονη και η αίσθηση ότι είχα «συμβιώσει» σ’ αυτά, μου επέβαλε, στα πρόσφατα χρόνια, να διαθέσω πολύτιμο χρόνο για την έρευνα στοιχείων και την συγγραφή σχετικών ιστορικών κειμένων, καθώς και στην έκδοση βιβλίου αφιερωμένου σ’ αυτόν τον κορυφαίο Σουλιώτη ήρωα της Επαναστάσεως του 1821.
Όμως, η καταγεγραμμένη Σουλιωτική ηρωϊκή εποποιία και τα συγκλονιστικά πολεμικά γεγονότα της, υπερκαλύπτουν χρονολογικά τις δράσεις τουλάχιστον πέντε (5) συνεχών γενεών Σουλιωτών, ώστε εάν την προβάλλουμε σχηματικά με την μορφή πυραμίδος, την μεν νοητή κορυφή της κατέχει αδιαμφισβήτητα ο ασύγκριτος Μάρκος, όμως τις αμέσως ακόλουθες «πλευρές», τις «ακμές» και τις «θεμέλιες βάσεις» της, τις αποτελούν και τις στεργιώνουν οι αρειμάνιες μορφές εκατοντάδων άλλων Σουλιωτών, ανδρών, αλλά και γυναικών.
Διότι -πράγματι- όλα αυτά τα «πυραμιδικά μέλη», εκτός από τους Μποτσαραίους, τα κατέχουν επαξίως οι εξ ίσου ήρωες Τζαβελαίοι, Δρακαίοι, Ζερβαίοι, Δαγκλαίοι, Ζαρμπαίοι, Σεχάτες, Κουτσονικαίοι, Καραμπινάτες, Πανταζάτες, Βασάτες και λοιποί συμπολεμιστές από τις σαράντα επτά (47) γνωστές φάρες των Σουλιωτών, που «έσπειραν κόκκαλα» στις «κιάφες», τα περάσματα και τα φαράγγια των Ηπειρωτικών βουνών.
Ενώ, το πάνθεον των επωνύμων ηρώων της κοσμούν και ξεχωριστές γυναικείες μορφές, όπως της Μόσχως Τζαβέλα, της Χάϊδως Σέχου, της Δέσπως Μπότση, της εικοσάχρονης καπετάνισσας Λένης Νότη Μπότσαρη και της έφηβης πρωτοξαδέλφης της Λένως Κίτσου Μπότσαρη αλλά και εκατοντάδες άλλες «ανώνυμες» Σουλιώτισσες πού μάχονταν με αφοβιά δίπλα στους πατεράδες, τους αδελφούς και τους άνδρες τους αλλά και έγραψαν ιστορία με τον χορό του ένδοξου θανάτου τους στο Ζάλογγο και στο Μοναστήρι του Σέλτσου.
Ωστόσο, προσεγγίζοντας συναισθηματικά την Σουλιώτικη εποποιία, ο γράφων εξομολογούμαι την εντελώς ιδιαίτερη ψυχική μου σχέση με την σύντομη ζωή και τις εντυπωσιακές δράσεις ενός από εκείνους τους ανεπανάληπτους Σουλιώτες ήρωες, για την αφετηρία της οποίας, όμως, πρέπει να αναδρομήσω στα -μακρινά πλέον- μαθητικά χρόνια μου!
Πράγματι, ήμουν μαθητής στην τελευταία τάξη του Ζ’ Γυμνάσιου Αρρένων Παγκρατίου, το μακρινό έτος 1966, όταν, με μία ιδιαιτέρως προσφιλή μου καθηγήτρια-φιλόλογο (την Κυπρία Κα Ελένη Γεωργιάδου) και με τους φίλους-συμμαθητές μου, επισκεφθήκαμε το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Οπου, η εκεί περιδιάβασή μας στα πολύτιμα κειμήλια της εθνικής μας παλιγγενεσίας, με τα εντυπωσιακά όπλα, τις πανέμορφες φορεσιές και τους ζωγραφικούς πίνακες, όπου απεικονίζονταν οι μορφές των -περισσότερο ή λιγότερο- γνωστών και πολύτιμων ηρώων μας του έπους του 1821 (όπως ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, ο Μάρκο Μπότσαρης, ο Πετρόμπεης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Γιώργης Καραϊσκάκης, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Κωνσταντής Κανάρης, η Λασκαρίνα-Μπουμπουλίνα, ο Κίτσο Τζαβέλας κ.ά.) μου έμεινε αλησμόνητη και καθοριστική για την έκτοτε «προσωπική» γνωριμία μου μαζί τους.
Εντελώς ιδιαίτερος, όμως, υπήρξε ο δικός μου συγκλονισμός, όταν μεταξύ όλων αυτών των ηρωικών μορφών που μας ατένιζαν αγέρωχοι εκεί, βρέθηκα εμπρός σ’ έναν πίνακα, όπου τον εικονιζόμενο αγωνιστή αντίκρυζα για πρώτη φορά αλλά -τί περίεργο- ακαριαία είχα την αίσθηση ότι τον γνώριζα από χρόνια!
Και ήταν αυτός ο Τούσια Μπότσαρης, που η πανώρια μορφή του και το αέτιο βλέμμα του με είχαν τότε καθηλώσει κυριολεκτικά και μέχρι σήμερα, οσάκις τον αντικρύζω, δεν έχω πάψει να αισθάνομαι την ίδια εκείνη συγκλονιστική σχέση/επικοινωνία μαζί του.
Ετσι λοιπόν προέκυψε ως «μονόδρομος» η διαχρονική επιθυμία μου να επιχειρήσω -έστω τόσα χρόνια μετά την «γνωριμία μας»- την συγγραφή μονογραφίας προς τιμή του, γι’ αυτό και είμαι σήμερα ευτυχής για την απόφασή μου.
Πολύ περισσότερο διότι, ιχνηλατώντας τις συμβατικές ιστορικές αναφορές για τον αρειμάνιο Σουλιώτη ήρωα, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτές ήταν ελάχιστες και αποσπασματικές, όμως (ήταν) και αρκετές για να με βεβαιώσουν, ότι επρόκειτο για άνδρα με σπάνιες χάρες, με συνετά λεγόμενα, με απόκοτα κατορθώματα, αλλά και με έναν -υπό τραγικές συνθήκες- επικό θάνατο!
Ακόμη περισσότερο, όμως, κορυφώθηκε το συγγραφικό ενδιαφέρον μου για την βιογραφία του Τούσια Μπότσαρη όταν, εντρυφώντας γενικότερα στα ήθη και στα έθιμα των Σουλιωτών, με έκπληξή μου διαπίστωσα, ότι οι ανάλγητες Μοίρες της αρχαιοΕλληνικής Μυθολογίας, είχαν προκαθορίσει όχι δίκαια -ήδη από την γέννησή του- την πορεία της ζωής αυτού του ξεχωριστού άνδρα πολεμιστή, ο οποίος (όπως θα διαπιστώσουν και οι αναγνώστες της συγγραφής μου), δικαιούνταν να του αναγνωρισθεί μεγαλύτερη ένδοξη υστεροφημία, όχι μόνο μεταξύ των Σουλιωτών αγωνιστών του έπους του 1821, αλλά και πανελληνίως!
Μάλιστα, ως εκ του χαρακτήρος μου (αλλά και ως θεράποντος της δικαιοσύνης επί συναπτά σαράντα πέντε χρόνια), ακριβώς αυτό ήταν το κρίσιμο στοιχείο που με οιστρηλάτησε στην συγγραφική καταγραφή και την προβολή των ιστορικών δρωμένων του, διότι αναιρούν (έστω και σχεδόν διακόσια χρόνια από τον ηρωϊκό θάνατό του) την εν λόγω ιστορική αδικία σε βάρος του και αποκαθιστούν την ένδοξη μνήμη του Τούσια Μπότσαρη στο ύψος και στο εύρος που του έπρεπε.
———————————-
Υ.Γ. Ωστόσο, περαίνοντας την εισαγωγή στο παρόν συγγραφικό μου έργο, οφείλω να αποδώσω τις θερμές ευχαριστίες μου στον συνΕλληνα ιστορικό ερευνητή Κο Θανάση Τζώρτζη, ο οποίος, έχοντας εντρυφήσει με περισσή επιμέλεια και πατριωτικό ενδιαφέρον στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, είχε ήδη εντοπίσει πολύτιμα έγγραφα σχετικά με την πολεμική δράση του Τούσια Μπότσαρη, καθώς και την παντελώς άγνωστη πλήν υπερπολύτιμη -από 1η Σεπτεμβρίου 1825- επιστολή της Μάρως άλλως «Σωτήραινας», αυταδελφής του Μάρκου Μπότσαρη, στοιχεία με τα οποία προθύμως με εφοδίασε, συντελώντας σπουδαία στο όλο συγγραφικό μου έργο σχετικά με τους Μποτσαραίους.
——————————————————