ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ – Ο ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ

————————————————————————–

ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Ας προσεγγίσουμε τά χρόνια τής μεγάλης Επαναστάσεως τού 1821 και άς επικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στήν ανεκτίμητη συμβολή και τήν χρονική επικαιρότητα τής Σουλιώτικης πολεμικής παρουσίας «όπου» και «όταν» έπρεπε, διότι τά «σημαδιακά» δρώμενα τών αρειμάνιων Σουλιωτών είχαν καθοριστική σημασία γιά τήν ευόδωση τού άνισου επαναστατικού αγώνα τών -επί αιώνες σκλαβωμένων αλλά και αδιάκοπα μαχομένων γιά τήν απελευθέρωσή τους νεωτέρων Ελλήνων προγόνων μας.
Παράλληλα, θά αναδείξουμε τήν ακάματη δράση και τά στοιχεία τής προσωπικότητος ενός συγκεκριμένου Σουλιώτη ηγέτη -τού περίφημου Μάρκου Μπότσαρη- τού οποίου η πρωταγωνιστική παρουσία στούς αγώνες τών πρώτων κρίσιμων ετών τής Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821-1823), υπήρξε τόσο πολυσήμαντη, ώστε μπορεί κανείς νά καταγράψει άφοβα (χωρίς βεβαίως νά αγνοεί ή νά υποτιμά τούς αγώνες και τίς θυσίες τών υπολοίπων αρχηγών και απλών μαχητών), ότι «προσωποποίησε» τούς αγώνες τών Σουλιωτών.
Ακόμη δέ περισσότερο διότι, η εν γένει προσωπικότητα και η δράση τού ασύγκριτου Μάρκου θυμίζει -πιό πολύ από κάθε άλλου- τούς αντίστοιχους τιτάνιους αντιΤουρκικούς αγώνες τού -«τεχνητά» λησμονημένου σήμερα- μεγάλου πολέμαρχου τού 15ου αιώνα, τού Ηπειρώτη Γεωργίου Καστριώτη-«Σκεντέρμπεη», όπως τήν περιγράφουμε στά πρώτα κεφάλαια τού βιβλίου μας.
Κατ’ αρχήν θά πρέπει νά υπενθυμίσουμε ότι, η Μεγάλη Επανάσταση τών Ελλήνων, «θεωρείται» ότι ξεκίνησε τήν 22η Φεβρουαρίου 1821, μέ τήν διάβαση τού ποταμού Προύθου (στήν μακρυνή Βεσσαραβία τής σημερινής Ρουμανίας), από τίς στρατιωτικές δυνάμεις τού ηγέτη τής «Φιλικής Εταιρείας» Αλέξανδρου Υψηλάντη και τίς άνισες συγκρούσεις τους πρός τίς εκεί Τουρκικές δυνάμεις.
(Μέ κορυφαία στιγμή τήν ηρωϊκή θυσία τού «Ιερού Λόχου» τών Ελλήνων εθελοντών-σπουδαστών, πού είχαν προστρέξει στόν επαναστατικό αγώνα μέ ένθερμο πατριωτικό ενθουσιασμό, από όλες τίς Ευρωπαϊκές χώρες…)
Παράλληλα, στόν κυρίως Ελλαδικό χώρο, ως πρώτη οργανωμένη επαναστατική ενέργεια ιστορείται η εξέγερση τών αδάμαστων Μανιατών οι οποίοι, μέ ηγέτη τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη σύν άλλους αρχηγούς Μανιάτικων «φαρών», καθώς και μέ «καθοδηγητική» συμβολή τού πολύπειρου στά πολεμικά «πράγματα» Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (ο οποίος τότε δ έ ν διέθετε ίδιο στράτευμα), κατέλαβαν τήν Καλαμάτα τήν 23η Μαρτίου 1821 και έσπευσαν νά στείλουν πρός τίς Κυβερνήσεις τών Ευρωπαϊκών Κρατών μία -καταλυτική σέ ύφος και περιεχόμενο- επαναστατική προκήρυξη γιά τίς αιτίες και τήν σημασία τής Ελληνικής Επαναστάσεως.
Αυτή τήν παρατήρηση -όσο και τήν προηγούμενη αναφορά μας στήν προθυμία και τήν θυσία τών «Ιερολοχιτών»- τίς υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα διότι αποτελούν αποστομωτικές αποδείξεις γιά τήν πλήρη συνειδητοποίηση τής σημασίας («Ελευθερία ή Θάνατος»…) και τού εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα τής Επαναστάσεως, τόσο από άξιους στρατιωτικούς «ταγούς» (ασφαλώς όχι όλους…), τούς απλούς πολεμιστές πού τούς ακολουθούσαν αλλά και τήν σπουδάζουσα -στίς Ευρωπαϊκές χώρες- νεολαία, ενός λαού τυπικά «ανύπαρκτου» και όμως ικανού γιά μιά τέτοια μεγαλειώδη και συνειδητή αναγέννηση «εκ τής τέφρας» του !!!
Παράλληλα, θα πρέπει -επί τέλους- να γίνει παραδεκτό απ’ όλους, (όσους θέλουν την Ιστορία αδέκαστη και χωρίς σκοπιμότητες…) ότι, τά περί «υψώσεως λαβάρου» από τόν Ιεράρχη «Παλαιών Πατρών» Γερμανό, στήν Αγία Λαύρα τών Καλαβρύτων (και μάλιστα ανήμερα εορτής τού «Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου»…), είναι ανιστορικά μυθεύματα και «συμπτώσεις βολικές» μόνο γιά εκείνους πού προσπαθούν μάταια νά «απεκδυθούν» από τίς -επί 400 έτη- δουλοπρεπείς γονυκλυσίες τους πρός τούς Οθωμανούς εξουσιαστές, τίς «ευσεβείς» προτροπές μιάς δουλοπρεπούς νοοτροπίας τού «τύπου»: «Σφάξε με Αγά μου, νά αγιάσω…» και (ακόμη χειρότερα), από τίς βαρειές ευθύνες γιά τούς επαίσχυντους και προδοτικούς «αφορισμούς» τών μαχομένων αγωνιστών μας.
Σέ «αποστομωτικό» άρθρο τού Σπύρου Βαρδουνιώτη (Τεύχος 34, σελ. 49, τού έγκυρου ιστορικού περιοδικού «ΤΟΤΕ»), διαβάζουμε :
«Ο Τάκης Σταματόπουλος γράφει : Στήν Αγία Λαύρα όχι μόνο δέν ύψωσε καμιά σημαία επαναστατική ο Π.Π.Γερμανός, όπως επικρατεί στίς ημέρες μας ο ποιητικός θρύλος αλλά εκεί ακριβώς εκδηλώθηκε ο φόβος τών δεσποτάδων και τών κοτσαμπάσηδων γιά τήν Επανάσταση και η απεγνωσμένη προσπάθειά τους νά τήν ματαιώσουν…
Στήν ίδια σελίδα διαβάζουμε ότι, ο Ουίλλιαμ Μύλλερ θεωρεί τό περίφημο «λάβαρο», ως «παράδοσιν ποιητικήν», ο Φιλήμων τήν θεωρεί «παχυλόν ψεύδος», ο Σπ. Τρικούπης γράφει ότι, «…ψευδής είναι η, εν Ελλάδι, επικρατούσα ιδέα, ότι εν τή μονή τής Αγίας Λαύρας ανυψώθη τό πρώτον η σημαία τής Ελληνικής Επαναστά-σεως» και -τέλος- ο Φίνλεϋ γράφει ότι: «επικρατεί η γενική γνώμη στήν Ελλάδα ότι στή μονή τής Αγίας Λαύρας κήρυξαν τήν Επανάσταση τού 1821. Αυτό δ έ ν είναι αλήθεια…»
Εμείς, επικαλούμενοι αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, «καταθέτουμε» ότι, η επανα-κατάληψη τού Σουλίου τήν 12η Δεκεμβρίου 1820, μετά από συνθήκες τών Σουλιωτών ηγετών Νότη και Μάρκου Μπότσαρη -οι οποίοι ήσαν ήδη ορκισμένα μέλη τής «Φιλικής Εταιρείας», επομένως και συνειδότες τής επιδιωκόμενης παλιγγενεσίας, μέ τόν πολιορκημένο στά Γιάννενα, Αλή-Πασά και (συνακόλουθα), η «επίσημη» κήρυξη πολέμου από τούς Σουλιώτες κατά τών Σουλτανικών στρατευμάτων, είναι η πραγματική έναρξη τής μεγάλης Επαναστάσεως τών Ελλήνων γιά τήν απελευθέρωσή τους από τόν αβάστακτο και μακραίωνο Τουρκικό ζυγό.
Γιά τό ζήτημα αυτό γράφει και o Ελληνας ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος στό κορυφαίο βιβλίο του, «Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους» (Κεφ. Η’):
«Οι Σουλιώται νοήσαντες ότι φενάκη ήτο η, περί αποδόσεως τής πατρίδος τους, υπόσχεσις τού Ισμαήλ Πασόμπεη, συννενοήθησαν διά τού Μάρκου Βότσαρη μέ τόν Αλή.»
«Οθεν, ότε ο Βότσαρης απήτησε τήν παραχώρησιν τού, υπό τών οπαδών τού Αλή, κατεχομένου έτι Σουλίου, ο Αλής ηναγκάσθη να αποδεχθή τίς προτάσεις αυτού…»
«Συνομολογήθη ούτω η συμμαχία και τήν 3η Δεκεμβρίου 1820, εγκατέλειπον οι Σουλιώται τό Οσμανικόν στρατόπεδον, ουχί βεβαίως ίνα σώσωσι τόν Αλήν, άλλ’ ίνα δώσωσι τό σύνθημα τής μεγάλης -σύμπαντος τού Εθνους- Επαναστάσεως, ήτις από ετών παρεσκευάζετο διά τών ενεργειών τής Φιλικής Εταιρείας μεθ’ ής εγκαίρως είχον συννενοηθή ό τε Βότσαρης και οι άλλοι τών Σουλιωτών αρχηγοί…»
Τήν ίδια άποψη εκφράζει ο εμβριθής Ηπειρώτης ιστορικός Βασίλης Κραψίτης, στό βιβλίο του «Σουλιώτικα Ανάλεκτα» (Εκδοση 1971) :
«Από αυτή τήν ημερομηνία, τήν 12η Δεκεμβρίου 1820, πού οι Σουλιώτες, μυημένοι στήν Φιλική Εταιρεία, πολεμούν τά Σουλτανικά στρατεύματα, αρχίζει πραγματικά η Ελληνική Επανάσταση…»
Και όντως, οι πολεμικοί αγώνες τών Σουλιωτών στήν συγκεκριμένη περίοδο, από τήν επανεγκατάστασή τους στό πάτριο οροπέδιο (τό οποίο είχαν αναγκασθεί νά εγκαταλείψουν υπό δραματικές συνθήκες λιμοκτονίας τόν Δεκέμβριο τού έτους 1803), δ έ ν είχαν μ ό ν ο τήν συμβολική σημασία τής απελευθερώσεως τών πρώτων Ελληνικών εδαφών και τής -έκτοτε- αναγκαίας υπερασπίσεώς τους.
Από στρατηγική έποψη εμπεριείχαν και τήν -μέσω αυτής- πολύ σπουδαιότερη σημασία τής «αγκιστρώσεως» σημαντικότατων Σουλτανικών δυνάμεων στήν Ηπειρο, γιά όσο περισσότερο χρόνο αυτό ήταν κατορθωτό.
Και τούτο διότι, οι τεράστιες εκείνες στρατιωτικές δυνάμεις τών Τούρκων και τών Μoυσουλμάνων Αλβανών μισθοφόρων τους, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί στό βαθύπεδο τών Ιωαννίνων και στίς γύρω -στρατιωτικά σημαντικές- περιοχές τής Ηπείρου, μέ στόχο τήν συντριβή τής ανταρσίας τού αποστάτη τής «Υψηλής Πύλης», τού διαβόητου Αλή-Πασά (μετά τόν «εγκλωβισμό» του στό κάστρο τών Ιωαννίνων μέχρι και τήν δολοφονία του, τήν 21η Ιανουαρίου 1822), θά ήσαν πλέον διαθέσιμες νά «καταπνίξουν» τήν Ελληνική επανάσταση στά ίδια τά επαναστατικά «κέντρα» της, δηλαδή τήν Πελοπόννησο και τήν Στερεά Ελλάδα.
Τό ότι αυτή, η επιδιωκόμενη από τούς Τούρκους -βάσει επιμελημένου από τό Σουλτανικό Επιτελείο, στρατηγικού σχεδίου- ολέθρια δέ γιά τήν Ελληνική επανάσταση, «εφιαλτική» εξέλιξη δ έ ν συνέβη, οφείλεται κατά κύριο λόγο στούς αδιάκοπους αγώνες, τήν απίστευτη πολεμική δράση και τήν -ενσυνείδητα πατριωτική- αυτοθυσία τών Σουλιωτών.
Πράγματι, οι Σουλιώτες, γνωρίζοντας τά συγκεκριμένα πεδία τών δράσεών τους «σάν τήν παλάμη τους» και μαχόμενοι αδιάκοπα «νυχθημερόν» επί 22 μήνες, δέν άφησαν τά Σουλτανικά στρατεύματα νά «πάρουν ανάσα», είτε επιτιθέμενοι στά στρατόπεδά τους, είτε αποκλείοντας» τά «περάσματα» και αιφνιδιάζοντας τίς εφοδιοπομπές τους, είτε αιχμαλωτίζοντας και εξοντώνοντας φρουρές ολόκληρες, έφεραν τούς Τούρκους ηγήτορες -Ισμαήλ Πασόμπεη και Χουρσίτ Πασά- κυριολεκτικά σέ απόγνωση και απελπισία.
Επισημαίνουμε ότι, τά γεγονότα εκείνα άρχισαν και εξελίχθηκαν στά ιστορικά εδάφη τής Ηπείρου γύρω από τό Σουλιωτικό οροπέδιο, ΠΡΙΝ ΣΥΜΒΕΙ η παραμικρή επαναστατική ενέργεια σέ οποιοδήποτε άλλο σημείο τού υπόδουλου Ελλαδικού χώρου αλλά και -στήν συνέχεια- αδιάκοπα και παράλληλα μέ τούς επαναστατικούς αγώνες τών λοιπών Ελλήνων στήν Πελοπόννησο, στήν Ρούμελη, στήν Μακεδονία, στά νησιά τού Αιγαίου, στήν Κρήτη και όπου αλλού οι σκλαβωμένοι «Γραικοί» ή «Ρωμιοί» έσπασαν τίς αλυσσίδες τους.
Είναι πράγματι συγκλονιστικό τό χρονικό τών πολεμικών αγώνων τών Σουλιωτών στήν συγκεκριμένη κρίσιμη περίοδο.
Οι αλλεπάλληλες διαδοχικές επιθέσεις τών Σουλτανικών Τουρκικών δυνάμεων και τών Μουσουλμάνων Αλβανών μισθοφόρων τους στά Σουλιωτοχώρια αποτύγχαναν επί μήνες, μέ συντριβή μέχρις εξευτελισμού τών επιτιθεμένων, οι δέ συνεχείς προτάσεις τους γιά διαπραγματεύσεις, μέ άκρως ελκυστικά υλικά ανταλλάγματα, απορρίπτονταν από τούς Σουλιώτες μέ αυταπάρνηση και υψηλή συναίσθηση ευθύνης γιά τήν εθνική σημασία πού είχε η εξακολούθηση -«πάση θυσία»- τής απίστευτης αντιστάσεώς τους.
Μόλις τόν Σεπτέμβριο 1822, δηλαδή μετά από 22 μήνες αδιάκοπων μαχών, οπότε η έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων έκανε ανθρωπίνως αδύνατη τήν συνέχιση τών πολεμικών επιχειρήσεων, οι Σουλιώτες, μετά από έντιμες συμφωνίες, αναγκάσθηκαν (γιά 2η φορά σέ 18 χρόνια…), νά εγκαταλείψουν μέ σπαρακτικό πόνο ψυχής, τά δοξασμένα και αιματοποτισμένα βράχια τους.
Μέχρι τότε όμως, η Επανάσταση στόν νότιο Ελλαδικό χώρο, είχε ήδη εδραιωθεί και οι επαναστατημένοι Ελληνες τού Μωριά και τής Ρούμελης, μπορούσαν πλέον ν’ αντιμετωπίσουν μέ επιτυχία τά Σουλτανικά στρατεύματα πού, απαλλαγμένα από τόν «βραχνά» τών Σουλιωτών, «κατηφόριζαν» απειλητικά εναντίον τους.
Ωστόσο, οι Τούρκοι είχαν λογαριάσει «λάθος» θεωρώντας ότι, παίρνοντας τό Σούλι, θα είχαν θέσει εκτός μάχης και τούς Σουλιώτες…
Οι απροσκύνητοι εκείνοι πολεμιστές, αφού μεταφέρθηκαν -κατόπιν συνθηκών- μέ Αγγλικά πλοία στήν Κεφαλλονιά (όπου υπέστησαν επί μήνες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς από τούς πάντοτε δόλιους και «φραγκοφονιάδες» Αγγλους πού τούς απογύμνωσαν ακόμη και από τά περίφημα χρυσά στολίδια τών δοξασμένων αρμάτων τους…), «ασφάλισαν» τά γυναικόπαιδα και τούς τραυματίες τους στό οχυρό νησάκι Κάλαμος -έναντι τής Λευκάδας- και έσπευσαν ν’αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους νοτιότερα, στήν κρίσιμη περιοχή τής Αιτωλοακαρνανίας όπου (έχοντας ως έδρα τό Μεσολόγγι), είχε εγκατασταθεί η Διοίκηση τής Δυτικής «Χέρσου» Ελλάδας υπό τόν Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Θά αναφερθούμε στήν συνέχεια σέ συγκεκριμένα συμβάντα τής περαιτέρω πολε-ικής δράσεως τών Σουλιωτών αλλά -πρός τό παρόν- περιοριζόμαστε νά κατα-γράψουμε ότι -έκτοτε και συνεχώς- οι ακατάβλητοι Σουλιώτες αποτέλεσαν τόν «σκληρό» πυρήνα τών Ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων, μαχόμενοι αδιάκοπα και πάντοτε αναλαμβάνοντας τίς κρισιμότερες αποστολές, ώσπου στό τέλος τού Αγώνα, τό έτος 1828, καταμετρήθηκαν και -από 2.000 άνδρες πολεμιστές- είχαν απομείνει μόνον 200 !!!

MAΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ – ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ «ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗ»

Πρίν προχωρήσουμε στό σημαντικό αυτό κεφάλαιο τού βιβλίου μας, θά πρέπει νά επισημάνουμε και νά διευκρινίσουμε ότι, οι Σουλιώτες δ έ ν υπήρξαν στρατός «ατάκτων», ούτε μάχονταν άνευ σχεδιασμού, όπως νομίζουν κάποιοι.
Αντίθετα, η πολύχρονη εμπειρία τους σέ συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις, τούς είχε διδάξει στόν υπέρτατο βαθμό, αφ’ ενός τήν αυτοπειθαρχία πού απαραίτητα πρέπει νά διαθέτει ένας «επαγγελματίας» πολεμιστής αλλά και τήν ομαδική πειθαρχία πού απαιτείται νά έχει μιά πολεμική ομάδα, υπακούοντας χωρίς αντίρρηση στούς ηγέτες της, εφαρμόζοντας βεβαίως (και) τίς -κατά περίπτωση- ιδιαίτερες (και συχνά εκπληκτικά ευρηματικές…), τακτικές πού οι αδιάκοποι πόλεμοι τούς είχαν μάθει νά εφαρμόζουν, σχεδόν «γονιδιακά».
Ποιοί ηγέτες όμως θά μπορούσαν νά είναι αποδεκτοί και αδιαμφισβήτητοι από τέτοιους πολεμιστές, μέ τόση ατομική και ομαδική εμπειρία, ικανότητες, φήμη, εγωϊσμό και υπερηφάνεια, εκτός από τούς άριστους.
Μοναδικός δέ -μεταξύ «πλειάδας αρίστων»- ένας ιστορείται πώς υπήρξε στήν ηγεσία τών Σουλιωτών αλλά και σ’ όλη τήν Ηπειρο, από τήν μακρινή εποχή τού Σκεντέρμπεη μέχρι τά χρόνια πού περιγράφουμε και αυτός δέν ήταν άλλος από τόν αξεπέραστο Μάρκο Μπότσαρη.
Αυτό τό «τέκνο τής ανάγκης και ώριμο τέκνο τής οργής» (κατά τό γνωστό ποίημα τού Κώστα Βάρναλη, ο «Οδηγητής»…), γεννήθηκε στό Σούλι τό έτος 1790 και ήταν γυιός τού Κίτσου Μπότσαρη, αρχηγού τής μεγάλης «φάρας» τών Μποτσαραίων, μετά από τήν δολοφονία τού πρωτότοκου αδελφού του Δημήτρη -«Τούσια»- Μπότσαρη, ήρωα τών πολέμων 1792-1796. (Από δηλητηριασμένη γούνα πού τού έστειλε ως «δώρο» ο -πάντοτε δόλιος- Αλή-Πασάς…)
Είχε μεσολαβήσει η αυτοκτονία -μέ δηλητήριο- τού παλαίμαχου πατέρα τους, τού έκπτωτου πολέμαρχου Γιώργη Μπότσαρη, τραγικά μετανοιωμένου γιά τήν εσφαλμένη -έως προδοτική- απόφασή του νά αποσύρει τήν «φάρα» τών Μποτσαραίων από τό Σούλι, λίγα χρόνια πρίν από τήν τελική επίθεση τού Αλή-Πασά κατά τό έτος 1803, αδυνατίζοντας σημαντικά τήν κοινή άμυνα και συντελώντας καίρια στήν πτώση τού Σουλίου. (…)
Στήν εφηβική του ηλικία -μόλις 14 ετών- ο Μάρκος βίωσε τραυματικά τόν αποδεκατισμό τής «φάρας» του τόν Απρίλιο 1804, στόν «Σέλτσο» (Βυζαντινό Μοναστήρι σέ απόκρημνη περιοχή στό ορεινό Ραδοβύζι τής Αρτας), όπου κατέφυγαν διωκόμενοι οι Μποτσαραίοι μαζί μέ άλλες μικρότερες «φάρες» πού τούς ακολουθούσαν και όπου, ύστερα από ηρωϊκή αντίσταση επί τέσσερις (4) μαρτυρικούς μήνες, απέναντι σέ 10πλάσιες δυνάμεις Τουρκαλβανών, έγιναν ολοκαύτωμα στά τρομερά φαράγγια και τούς απροσπέλαστους γκρεμούς τού «Ασπροπόταμου» (Αχελώου).
Από εκεί, διαφεύγοντας μόλις τήν αιχμαλωσία (κρυμμένος ο Μάρκος επί ημέρες μέ τόν πατέρα του Κίτσο και εξήντα (60) περίπου διασωθέντες Μποτσαραίους και άλλους Σουλιώτες, σέ απρόσιτη σπηλιά πάνω από τόν αδιάβατο Αχελώο), κατόρθωσαν νά διασωθούν από τά αποσπάσματα τών Τουρκαλβανών πού τούς αναζητούσαν μανιωδώς και καθοδηγούμενοι από τούς ελάχιστους τοπικούς συμμαχητές τους (μεταξύ τών οποίων ο Γεώργιος Κοσσυβάκης, απώτερος πρόγονος τού γράφοντος), νά κρυφθούν αρχικά στό χωριό Μπότση στά σπίτια τών Κοσσυβακαίων, εν συνεχεία στόν Βάλτο και -τέλος- στήν Πάργα, όπου «ανταμώθηκαν» μέ τούς υπόλοιπους Σουλιώτες και τούς ελάχιστους επιζώντες συγγενείς τους.
Τά τραγικά γεγονότα τής -παρ΄ολίγον ολοκληρωτικής- εξοντώσεως τών Μποτσαραίων στόν «Σέλτσο», περιγράφονται μέ πολλές λεπτομέρειες από πλειάδα τοπικών συγγραφέων, όπως λ.χ. ο Δημήτριος Καρατζένης από τά Τζουμέρκα, στό βιβλίο του : «Η μάχη τού Σέλτσου» – Αθήνα 1970 αλλά και ο Αριστείδης Σχισμένος από τό Ραδοβύζι, στό εντυπωσιακό σέ λεπτομέρειες βιβλίο του : «Τό ολοκαύτωμα τών Σουλιωτών στό Σέλτσο» – Αθήνα 2004». Γράφει σχετικά ο Αριστείδης Σχισμένος :
«Οι Μποτσαραίοι είχαν βοήθεια και υποστήριξη μόνο από τίς οικογένειες τών Αντωνάκηδων τής Γρέβιας και τών Κοσσυβακαίων τής Μπότσης (σημερινής Μεγαλόχαρης), οι οποίοι ήσαν εχθροί άσπονδοι τού Αλή-Πασά και θερμοί υποστηρικτές τών Σουλιωτών…».
«Οι Κοσσυβακαίοι επέδειξαν μεγάλη στοργή και αδελφικό ενδιαφέρον γιά τούς ολίγους επιζήσαντες Μποτσαραίους, τούς οποίους περιέθαλψαν και φιλοξένησαν στήν Μπότση, εν συνεχεία τούς οδήγησαν στό Σύντεκνο τού Βάλτου, στόν τοπικό οπλαρχηγό Καπετάν-Σωτήρη και από εκεί τούς φυγά-δευσαν σώους στήν Πάργα…».
(Γιά τήν ιστορία, άς μάς επιτραπεί νά καταγράψουμε ότι, στά επόμενα χρόνια -μετά τά δραματικά γεγονότα τού έτους 1804- Μποτσαραίοι και Κοσσυβακαίοι «συμπεθέρεψαν», γόνοι δέ τών δύο οικογενειών συμπολέμησαν τόσο κατά τίς μάχες τής Επαναστάσεως τού 1821-1827 όσο και μετέπειτα, στίς επαναστάσεις τής Ηπείρου τών ετών 1854, 1866 και 1878 αλλά και στόν Α’ Βαλκανικό πόλεμο 1912-1913, στίς μάχες γιά τήν απελευθέρωση τών Ιωαννίνων.
Ιδέτε σχετικά : 1. Κων/νου Διαμάντη, «ΟΙ ΚΟΣΣΥΒΑΚΗΔΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ», Αθήναι 1962, 2. Κ. Δ. Στεργιόπουλου, «ΤΟ ΜΙΚΤΟΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ», Αθήναι 1968 αλλά και 3. Μιλτιάδου Δ. Σεϊζάνη, ΕΚΔ. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ : «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ 1878 ΕΝ ΗΠΕΙΡΩ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑ», Εν Αθήναις 1878).
Ωστόσο, από τήν Πάργα -κατά τό ίδιο έτος 1804- οι διασωθέντες Σουλιώτες πέρασαν στήν Κέρκυρα και τούς Παξούς όπου εγκαταστάθηκαν και παρέμειναν γιά χρόνια, προσπαθώντας νά επιβιώσουν και ν’ ανασυντάξουν τίς δυνάμεις τους.
Ιστορείται ότι, εκεί στήν Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης, πού είχε μάθει γραφή και ανάγνωση στό Βουλγαρέλι τής Αρτας (κατά τό διάστημα τών ετών 1800-1803), μέ τήν ενηλικίωσή του -τό έτος 1808- κατατάχθηκε στά «Ναπολεόντεια» Γαλλικά στρατεύματα πού είχαν ήδη καταλάβει τά Ιόνια νησιά.
Στίς πολεμικές επιχειρήσεις τών Γαλλικών στρατευμάτων (υπό τόν Στρατάρχη Μπερτιέ), εναντίον τών Άγγλων, ο Μάρκος απέδειξε πολύ γρήγορα τά ηγετικά και πολεμικά του προσόντα, οι δέ Γάλλοι εκτιμώντας τα, τόν προήγαγαν -μόλις σέ ηλικία 22 ετών- στόν βαθμό τού Ταγματάρχη, γεγονότα πού τόν «εφοδίασαν» μέ πολύτιμη επιτελική εμπειρία, γνώση τής σύγχρονης πολεμικής τακτικής αλλά και διεισδυτική θεώρηση τής διεθνούς πολιτικής «ατμόσφαιρας» τής εποχής του.
Τήν πρώϊμη πολιτική εμπειρία του κατέγραψε ο Μάρκος σέ σωζόμενη χειρόγραφη προκήρυξή του, όπου διορατικά επισημαίνει και «προειδοποιεί» :

«Οπου κυματίζει η Αγγλική σημαία, οι λαοί είναι δούλοι…».

Μετά τήν ήττα τού Ναπολέοντα και τήν αποχώρηση τών Γάλλων από τά Ιόνια νησιά κατά τό έτος 1814, ο Μάρκος Μπότσαρης ιδιώτευσε στήν Κέρκυρα, όπου και παντρεύτηκε μέ τήν Χρυσούλα, θυγατέρα τού οπλαρχηγού Χριστάκη Καλόγερου από τήν Πρέβεζα, μέ τήν οποία απέκτησε τόν μοναχογυιό του Δημήτρη (1815) και τρείς θυγατέρες, τήν Βασιλική (1818), τήν Αναστασία (1820) και τήν Αικατερίνη-Ρόζα (1822), αργότερα περίφημη σέ όλη τήν Ευρώπη γιά τήν εξαίσια -αρχαιοελληνική- καλλονή της.
Στά χρόνια μεταξύ 1818-1819, ο Μάρκος Μπότσαρης μυήθηκε (κατά πάσα πιθανότητα από τόν Χριστόφορο Περραιβό), στήν «Φιλική Εταιρεία» και έκτοτε πρέπει νά προετοιμάζονταν «πάση δυνάμει» γιά όσα προέβλεπε ότι θά επακολουθούσαν, αφού είχε «συλλάβει» τήν ιδέα νά συντάξει «Λεξικό τής Ρωμαίικης και τής Αρβανίτικης», προφανώς διαβλέποντας από τότε τήν αναγκαιότητα γλωσσικής συνεννοήσεως και -εν συνεχεία- τήν δυνατότητα στρατιωτικής συνεργασίας τών Ηπειρωτών -Ελλήνων και Αλβανών από κοινού- εναντίον τών Τούρκων. (Τό «λεξικό» αυτό διασώζεται μέχρι σήμερα στό πρωτότυπο στήν Εθνική Βιβλιοθήκη τών Παρισίων).
Πράγματι, τήν Ελληνο-Αλβανική συμμαχία πού οραματίσθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης (πιθανότατα ως αναβίωση τής θρυλικής στρατιάς τού «Σκεντέρμπεη»), κατόρθωσε νά τήν πραγματοποιήσει στίς αρχές τού έτους 1821, τά δέ γεγονότα της εξελίχθηκαν ως εξής :
Τόν Νοέμβριο τού έτους 1820, ο Μάρκος μαζί μέ τόν παλαίμαχο θείο του Νότη Μπότσαρη, επικεφαλής πολυαρίθμων Σουλιωτών κατέφθασαν έξω από τά πολιορκημένα Γιάννενα ως «σύμμαχοι» τών Σουλτανικών στρατευμάτων εναντίον τού παλαιού άσπονδου εχθρού τους Αλή-Πασά, αξιώνοντας ως αντάλλαγμα γιά τήν συμμαχία τους, τήν επιστροφή τους στό Σούλι.
Τό Σούλι ήλεγχαν -τότε- στρατεύματα πιστά στόν προκηρυγμένο Πασά τών Ιωαννίνων, οχυρωμένα σέ σειρά φρουρίων, περιμετρικών τού Σουλιώτικου οροπεδίου αλλά και στήν ίδια τήν «καρδιά» του, τήν δυσπρόσιτη «Κιάφα».
Επειδή όμως, οι Τούρκοι Πασάδες «κωλυσιεργούσαν» στήν εκπλήρωση τής δεσμεύσεώς τους, ο Μάρκος επιδεικνύοντας καίρια διπλωματική οξυδέρκεια και εκμεταλλευόμενος πρός όφελος τών Σουλιωτών τήν εμφύλια διαμάχη τών Οθωμανών, μετά από μυστικές επαφές μέ τόν έγκλειστο στό κάστρο τών Ιωαννίνων (και απελπισμένο από τίς -εις βάρος του- στρατιωτικές εξελίξεις…), Αλή-Πασά, άλλαξε τολμηρά στρατόπεδο μέ πολύτιμο αντάλλαγμα, τήν παραδοχή από τόν Αλή, τής άμεσης επανεγκατάστασης τών Σουλιωτών στό Σούλι.
(Κατά εκπληκτική χρονολογική σύμπτωση τήν 12η Δεκεμβρίου 1820, δηλαδή, ακριβώς δέκα επτά (17) χρόνια μετά τήν τραγική «έξοδό» τους από εκεί, τήν 12η Δεκεμβρίου 1803 !!!)
Ιστορείται ότι, η αποχώρηση τού Σουλιώτικου σώματος από τό Σουλτανικό στρατόπεδο τών Ιωαννίνων δέν έγινε κρυφά αλλά «ημέρα μεσημέρι», μέ τίς σημαίες «ανοιχτές» και τόν Μάρκο Μπότσαρη επικεφαλής, μέ τό σπαθί στό χέρι νά προκαλεί μεγαλόφωνα και ονομαστικά σέ «προσωπική» μονομαχία τούς αρχηγούς τών Τουρκικών και Αλβανικών στρατιωτικών σωμάτων πού παρακολουθούσαν αμήχανα και από τούς οποίους κανένας δέν τόλμησε ν’ αντιπαρατεθεί μαζί του.
Λέγεται ότι κάποιος από αυτούς, εκφράζοντας τήν απροθυμία όλων τους γιά μιά τέτοια -φονική- μονομαχία, τού αντιγύρισε :
«Αν είσαι εσύ τρελλός ωρέ Μάρκο, εμείς δεν τρελλαθήκαμε ακόμη…».
Ο ιστορικός Κων/νος Βακαλόπουλος, στό μνημειώδες βιβλίο του, «ΗΠΕΙΡΟΣ» (Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 230 επ.), γράφει :
«Διατηρώντας στό εξής ίσες αποστάσεις, τόσο απέναντι στήν «Πύλη» όσο και απέναντι στόν Αλή-Πασά, οι Σουλιώτες επέτυχαν, μέ τήν μέθοδο αναζήτησης ανταλλαγμάτων, νά τούς παραδοθεί και τό οχυρό φρούριο τής Κιάφας (Απρίλιος 1821), γεγονός ιδιαίτερης σημασίας γιά τούς μελλοντικούς αγώνες τους…»
«Παρά τά τεράστια προβλήματα πού αντιμετώπιζαν λόγω τού ασφυκτικού τουρκικού κλοιού και τού -από τούς Αγγλους- ναυτικού αποκλεισμού τών Ηπειρωτικών παραλίων ως τόν Αμβρακικό, καθώς και τής κατοχής τής Πάργας και τής περιοχής τής Τσαμουριάς, οι Σουλιώτες πέτυχαν να σταθμίσουν τά οφέλη από τήν διαπάλη τής «Πύλης» και τού Αλή-πασά και -μέ αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και διορατικότητα- ν’ αξιοποιήσουν άριστα τήν εσωτερική κρίση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά εκείνοι ήσαν οι πρώτοι πού έδωσαν τό έναυσμα γιά τόν αγώνα τής εθνεγερσίας…»
«Τήν διοίκηση τού Σουλίου ανέλαβε 8μελές συμβούλιο από εκπροσώπους τών επιφανέστερων οικογενειών, μέ πρόεδρο τόν Νότη Μπότσαρη και γενικό στρατιωτικό αρχηγό τόν Μάρκο Μπότσαρη».
Τότε λοιπόν, μέ τήν ολοκλήρωση τής επανεγκατάστασης τών Σουλιωτών στά γνώριμα «λημέρια» τους και παράλληλα μέ τήν προσπάθεια οργανώσεως τών συμπατριωτών του γιά μακροχρόνιο πόλεμο, ο Μάρκος (συνεπικουρούμενος από τόν θείο του Νότη Μπότσαρη και άλλους αρχηγούς από τίς πλέον σημαντικές «φάρες», όπως τούς : Ζυγούρη Τζαβέλα, Γιωργάκη Δράκο, Λάμπρο Βέϊκο, Τούσα Ζέρβα, Γιώτη Νταγκλή, Θανάση Φωτομάρα, Γιάννη Κουτσονίκα κ.λπ.), συνέστησε αντιΤου-ρκική συμμαχία μέ τούς επιφανείς Μουσουλμάνους Αλβανούς οπλαρχηγούς : Αγο Βασιάρη, Ταχήρ Αμπάζη, Ελμάζ Μέτζο Μπόνο, Σουλεϊμάν Μέτο και Αγο Μουχαρδάρη, οι οποίοι ήσαν οι επικεφαλής τών -μέχρι τότε- πιστών στον Αλή-Πασά, Αλβανικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Η συμμαχία εκείνη, η οποία επισημοποιήθηκε τόν Σεπτέμβριο τού 1821 μέ τήν συμμετοχή τών κυριώτερων Αρτινών και Ακαρνάνων οπλαρχηγών, προέβλεπε τήν συγκέντρωση όλων σχεδόν τών επαναστατικών δυνάμεων τής Δυτ. Ελλάδος στό Κομπότι και στό Πέτα και τόν συντονισμό τής δράσεώς τους μέ τούς Σουλιώτες και τούς Αλβανούς συμμάχους τους, μέ άμεσο στόχο τήν οργάνωση τής πολιορκίας και καταλήψεως τής Αρτας.
Μάλιστα, στά τέλη Οκτωβρίου τού 1821 πραγματοποιήθηκε στό κεφαλοχώρι Πέτα γενική συνέλευση οπλαρχηγών (Σουλιωτών, Αλβανών και Ελλήνων τής Αρτας και τής Ακαρνανίας), όπου επαναβεβαιώθηκε ο «ακατάλυτος δεσμός» τους στόν κοινό αγώνα κατά τών Οθωμανών δυναστών.
Δυστυχώς, τό γεγονός τής επισημοποίησης τής συμμαχίας, προκάλεσε τήν δυσφορία ορισμένων «στενόμυαλων» πολιτικών και -κυρίως- τού υπερφίαλου «Φαναριώτη» Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι οποίοι ενεργώντας «εν σχεδίω» δέν άργησαν νά τήν σαμποτάρουν και -τελικά- σέ συνάρτηση πρός άλλους αρνητικούς παράγοντες, νά τήν διαλύσουν. (…)
Ωστόσο, σ’ εκείνη τήν γενική συνέλευση τών Ελλήνων και Αλβανών συμμάχων οπλαρχηγών / πολεμιστών, στήν οποία πρωτοστάτησε ο Μάρκος Μπότσαρης, συμμετείχαν από τήν πλευρά τών Ελλήνων οι επιφανείς οπλαρχηγοί : Γώγος Μπακόλας, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Αλέξης Βλαχόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γιάννης Μακρυγιάννης, Ανδρέας Ισκου, Γιαννάκης και Μήτρος Κοτελίδας και άλλοι λιγώτερο γνωστοί όπως οι : Πεσλής, Γιολδασαίοι, Κώστας Οικονόμου, Γεώργιος Κοσσυβάκης, Αναγνώστης Λαβδαριάς και άλλοι, οι οποίοι είχαν ήδη στό επαναστατικό «ενεργητικό» τους τίς σημαντικές μάχες και νίκες τής «Λαγκάδας» και τού «Σταυρού» Θεοδωριάνων.
Στήν ενότητα τής εν λόγω συμμαχίας συνετέλεσε καταλυτικά η πρωτοβουλία-χειρονομία τού Μάρκου νά συμφιλιωθεί μέ τόν Γώγο Μπακόλα, ο οποίος ήταν ο ηθικός αυτουργός τής δολοφονίας τού πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη. (…)
Ο ιστορικός Κ.Βακαλόπουλος, στό βιβλίο του «ΗΠΕΙΡΟΣ», γράφει :
«Η πολιορκία τής Αρτας ξεκίνησε στά μέσα Νοεμβρίου 1821. Υπήρξε ένας ανελέητος και φονικός αγώνας, μιά τρομερή αντιπαράθεση μεταξύ 4.000 επιτιθεμένων Ελλήνων και Αλβανών, απέναντι σέ 12.000 αμυνόμενους Τούρκους, κατά τήν οποία οι Σουλιώτες έδειξαν γιά μιά ακόμη φορά τήν απαράμιλλη αυτοθυσία τους και, αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση τών Τούρκων, τούς υποχρέωσαν νά περιοριστούν στό κάστρο τής Αρτας…».
Ολες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν ότι, η στρατηγική δεινότητα και η αεικίνητη δράση τού Μάρκου Μπότσαρη στόν πολύμηνο αυτόν πόλεμο (από τόν Δεκέμβριο 1820 μέχρι τόν Σεπτέμβριο 1822), ο -υπολογισμένα- «τρελλός» ηρωϊσμός του, η άφθαστη πολεμική τακτική του, τά ιδιοφυή στρατιωτικά τεχνάσματά του και οι τεράστιες απώλειες πού προκάλεσε στούς Τούρκους η ακατάπαυστη δράση του, «εκτόξευσαν» τήν φήμη του ως στρατιωτικού ηγέτη και η επαναστατημένη Ελλάδα «πληροφορήθηκε» ότι, είχε ήδη τόν πολέμαρχό της.
Αλλά και οι Αλβανοί σύμμαχοί του απέδιδαν στόν Μάρκο πρωτοφανή σεβασμό και εκτίμηση και δέν αμφισβητούσαν τήν πρωτοκαθεδρία του στίς -κοινές- πολεμικές επιχειρήσεις τους κατά τών Τούρκων.
Δυστυχώς γιά τήν Επανάσταση (αλλά και τίς μακροπρόθεσμες -μέχρι και σήμερα- ΕλληνοΑλβανικές σχέσεις…), εκείνη η πολύτιμη στρατιωτική συμμαχία πού εμπνεύσθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης και αναβίωνε -σέ κρίσιμες στιγμές γιά τόν αντιΤουρκικό αγώνα- τήν ανίκητη «Στρατιά τού Σκεντέρμπεη», διαλύθηκε μέ αφορμή μιά σειρά «ανόητων» αλλά και -πρόδηλα- υποβολιμαίων ενεργειών.
Στίς -μόλις απελεύθερες- περιοχές τής Δυτικής Ελλάδος, υστερόβουλοι Δεσποτάδες και φανατισμένοι καλόγεροι προέτρεψαν (άλλως δέν φρόντισαν νά αποτρέψουν…), τούς «μεθυσμένους» από τίς πρώτες πολεμικές επιτυχίες επαναστατημένους Ελληνες, νά συλήσουν και νά καταστρέψουν Μουσουλμανικά τζαμιά. (Πολλά μάλιστα, τά μετέτρεψαν ακόμη και σέ σταύλους…)
Ακόμη χειρότερο -ασφαλώς δέ προσχεδιασμένο- γεγονός ήταν τά αιματηρά έκτροπα πού συνέβησαν τότε εις βάρος άοπλων Μουσουλμάνων Αλβανών.
Ο ιστορικός Κων/νος Βακαλόπουλος αναφερόμενος στά θλιβερά εκείνα συμβάντα, γράφει :
«Η ελληνοαλβανική συμμαχία ….κατέρρευσε έπειτα από τό αιματηρό γεγονός τής σφαγής Αλβανών αμάχων, εκ μέρους εκείνων οι οποίοι αντιτάσσονταν στήν ελληνοαλβανική πολεμική σύμπραξη.»
Σέ κάθε περίπτωση, τά απαράδεκτα εκείνα γεγονότα διαπίστωσε ο απεσταλμένος τών Αλβανών συμμάχων τού Μάρκου Μπότσαρη, ο παλαίμαχος οπλαρχηγός Ταχήρ Αμπάζης, πού είχε συμμετάσχει σέ αποστολή κοινής Ελληνο-Αλβανικής επιτροπής στό Μεσολόγγι και επιστρέφοντας εξοργισμένος, ενημέρωσε τούς ομοφύλους και ομοθρήσκους του οι οποίοι, μαζί μέ τούς Σουλιώτες συμμάχους τους, πολιορκούσαν τήν Τουρκοκρατούμενη Αρτα.
Ολοι μαζί τότε, οι Αλβανοί οπλαρχηγοί εύλογα «μένεα πνέοντες», αποφάσισαν νά διαλύσουν τήν ΕλληνοΑλβανική συμμαχία. Πιστοί όμως στήν «μπέσα» πού είχαν δώσει (Αλβανικός «λόγος τιμής» γιά ανακωχή) και έντιμα φερόμενοι, ενημέρωσαν τούς Νότη και Μάρκο Μπότσαρη νά σπεύσουν ν’ απομακρυνθούν διότι, από εκείνη τήν στιγμή, θά λογίζονταν αντίπαλοι.
Η εξέλιξη αυτή υπήρξε μεγάλο δυστύχημα διότι, εκείνοι οι «σκληροτράχηλοι» Μουσουλμάνοι πολεμιστές, αναίτια προσβεβλημένοι στήν θρησκευτική τους πίστη, τήν προέταξαν έναντι τής εθνικοφυλετικής -Ηπειρωτικής- συγγενείας χάριν τής οποίας είχαν συμμαχήσει εγκάρδια μέ τούς Σουλιώτες και, στερούμενοι πλέον ιδεολογικού κινήτρου, επανήλθαν -εκόντες, άκοντες- στήν προηγούμενη συνήθη κατάστασή τους, ως επαγγελματιών μισθοφόρων τών Οθωμανών αυθεντών τους.
Εκτοτε οι Ελληνες «τούς βρήκαν μπροστά τους» στίς περισσότερες μάχες, καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Επαναστάσεως, «ματώνοντας» αμοιβαία μέχρις αποδεκατισμού, πρός μεγάλη ικανοποίηση τών Τούρκων αλλά και τών διαφόρων «χαρτογιακάδων» και «Φαναριωτών» πού εξυπηρετούσαν τά διαιρετικά σχέδια τών Ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων τής εποχής. (Αγγλίας, Αυστρίας τών Αψβούργων, Γαλλίας τών Βουρβώνων και Ρωσίας τών Τσάρων…)
Χάριν τής σφαιρικής -διδακτικής- γνώσης πού πρέπει νά έχουμε οι Ελληνες γιά τά συμβάντα τής τρομερής εκείνης εποχής και τών αμείλικτων γεωπολιτικών συμφερόντων «πού παίζονταν στις πλάτες» τών επαναστατημενων προγόνων μας, θά πρέπει νά θεωρούμε ως βέβαιο γεγονός ότι, τά μίσθαρνα όργανα τών Ευρωπαϊκών εξουσιαστικών δυνάμεων, κυρίως όμως τών Αγγλικών -εφ’ όσον Αγγλοι ήσαν, τόσο ο «στόλαρχος» Κόχραν όσο και ο «στρατηγός» Τσώρτς, τούς οποίους επέβαλλαν ως αρχηγούς τών Ελληνικών ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων, παραμερίζοντας «ετσιθελικά» τούς μπαρουτοκαπνισμένους Ελληνες ηγήτορες- ήσαν εκείνοι πού (εάν δέν διοργάνωσαν…), ασφαλώς και συνήργησαν στήν δολοφονία τού ήρωα Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Τό θλιβερό γεγονός τού θανάτου τού Καραϊσκάκη συνέβη ακριβώς τήν προηγουμένη ημέρα τής προβοκατόρικης μάχης «Αναλάτου» (πεδινή περιοχή τού Π.Φαλήρου), τόν Απρίλιο 1827, η οποία επέφερε τήν προσχεδιασμένη καταστροφή τών οργανωμένων Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, εφ’ όσον υποχρεώθηκαν -χωρίς τόν πολύπειρο αρχηγό τους- ν’ αντιμετωπίσουν πεζοί σέ ανοιχτό πεδίο και χωρίς κάλυψη πυροβολικού, τό επίλεκτο και πολυάριθμο Τουρκικό ιππικό και -αναίτια- νά συντριβούν μέ τεράστιες απώλειες.
Στήν ίδια εκείνη άνιση αντιπαράθεση τής τραγικής μάχης τού «Αναλάτου», αποδεκατίστηκε μαχόμενος ηρωϊκά και απελπισμένα -προκειμένου να καλύψει την πανικόβλητη υποχώρηση τών λοιπών Ελλήνων- ο «ανθός» τών εναπομεινάντων Σουλιωτών πολεμιστών.
Μεθοδεύτηκαν δέ έτσι τά πράγματα, επειδή ο απρόβλεπτος «γυιός τής καλογριάς» μέ τήν ιδιοφυή στρατηγική του, είχε απρόσμενα απελευθερώσει σέ ελάχιστο χρόνο σχεδόν όλη τήν «Ρούμελη» (Στερεά Ελλάδα), τήν οποία -όμως- οι ισχυροί τής Ευρώπης δ έ ν τήν προόριζαν γιά τμήμα τής απελεύθερης Ελληνικής επικράτειας και -επομένως- «έπρεπε» τό μέν νικηφόρο μέχρι τότε Ελληνικό στράτευμα νά κατατροπωθεί και νά διαλυθεί, ο δέ ανυπότακτος ηγέτης του, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, νά τεθεί «εκτός μάχης».
Εν όψει όλων αυτών, εκτιμούμε ότι και ο εμπνευστής εκείνης τής …«ανίερης» Ελληνοαλβανικής συμμαχίας τού 1821, ο άδολος Μάρκος Μπότσαρης, μόνον εξ αιτίας τού προώρου θανάτου του «γλύτωσε» είτε από μιά δολοφονία σάν τού Καραϊσκάκη είτε -αργότερα- από μιά μετεπαναστατική καταδίκη «εις θάνατον», όπως εκείνη τών Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα.
Πράγματι, όπως τά επίσημα κείμενα τής «Ιεράς Συμμαχίας» τών απολυταρχών τής Ευρώπης αποκαλύπτουν, αυτοί είχαν ήδη αποφασίσει «πρίν από μάς, γιά μάς», ανεχόμενοι τήν ύπαρξη -μόνο- μιάς ημιανεξάρτητης Ελλάδας, «μικρής και φόρου υποτελούς στόν Σουλτάνο». (…)
Επομένως είναι πρόδηλο ότι, θα ανέτρεπε τά «διαιρετικά» και «πυροσβεστικά» σχέδιά τους, μιά απροόπτη αντιΤουρκική επαναστατική σύμπραξη Ελλήνων και Αλβανών και η συνεπακόλουθη «επούλωση» τών μεταξύ μας «πληγών» τού παρελθόντος, η οποία -ασφαλώς- θά προήγαγε συνθετικές προσεγγίσεις τών δύο Λαών και εντεύθεν «μή ελεγχόμενες» κοινές αξιώσεις και διεκδικήσεις μας, σέ βάρος τού «μεγάλου ασθενούς», όπως χαρακτηρίζονταν -τότε- η παραπαίουσα Οθωμανική αυτοκρατορία.
Αλλά και οι δόλιοι Τούρκοι, οι οποίοι θεωρούσαν επικίνδυνους τούς Αλβανούς μισθοφόρους τους, μετά τό τέλος τών μαχών τής Ελληνικής επαναστάσεως περί τό έτος 1828 -οπότε πλέον και δέν τούς χρειάζονταν- τούς εξόντωσαν ύπουλα στά «Βιτώλια» (Μοναστήρι), τής βόρειας Μακεδονίας, όπου τούς προσκάλεσαν, δήθεν γιά να πάρουν τούς καθυστερημένους μισθούς τους. (…)
Τό ίδιο άδοξο τέλος είχαν επιφυλάξει οι άσπονδοι Τούρκοι, στούς αρχηγούς τών Αλβανών μισθοφόρων τους και μετά τό τέλος τών «Ορλωφικών», κατά τό έτος 1778, στό Ναύπλιο.
Και τότε τούς κάλεσαν γιά νά εισπράξουν -δήθεν- τήν οφειλόμενη μισθοδοσία τους μέσα στήν «Ακροναυπλία» και, συλλαμβάνοντας έναν-έναν τούς εισερχόμενους πολεμιστές, τούς αποκεφάλιζαν και πέταγαν τά ακέφαλα σώματά τους κάτω από τό κάστρο, γι’ αυτό ακόμη και σήμερα, η συγκεκριμένη περιοχή στό Ναύπλιο ονομάζεται «Αρβανιτιά», εξ’ αιτίας εκείνης τής άνανδρης σφαγής…

(Αθεράπευτες αλλά και «διδακτικές» γιά όλους μας -Ελληνες και Αλβανούς- διαχρονικές Τουρκικές εγκληματικές δολιότητες…)

Παράλληλα, από τά γεγονότα εκείνα επιβεβαιώθηκε, γιά άλλη μιά φορά, η κατα-στροφική συνέπεια τού «άσκεφτου» θρησκευτικού δογματισμού και τών ιστορικών «παρενεργειών» του (εθνικοφυλετική διάσπαση και διχόνοια, πολιτισμική οπισθοδρόμηση, βαρβαρότητα, αμβλύνοια και -βεβαίως- «δικαίωμα» γιά εξωτερική στρατιωτικοπολιτική χειραγώγηση…), στήν συγκεκριμένη δέ περίπτωση τής διαλύσεως τής ΕλληνοΑλβανικής συμμαχίας, αποδείχθηκε η ολέθρια συνέπεια τού εξισλαμισμού, πού -«μέ τό γιαταγάνι» και τούς παντοειδείς εκβιασμούς- είχαν επιβάλλει οι Οθωμανοί Τούρκοι στούς υπόδουλους Βαλκανικούς λαούς.
Ωστόσο, οι ακάματοι Σουλιώτες -παρά τήν απροόπτη και δυσάρεστη εκείνη εξέλιξη- δέν δίστασαν νά συνεχίσουν σχεδόν μόνοι τους τό βαρύ επαναστατικό έργο πού είχαν αναλάβει και οι μάχες εναντίον τών Σουλτανικών στρατευμάτων αλλά και -δυστυχώς- κατά τών πρώην συμμάχων τους, τών Μουσουλμάνων Αλβανών μισθο-φόρων, συνεχίστηκαν ακατάπαυστες.
Θά αρκούσε η απαρίθμηση και μόνο τών ιστορικών Ηπειρωτικών τοποθεσιών, όπου οι λιγοστοί αλλά «φρενιασμένοι» Σουλιώτες, υπό τήν απαράμιλλη ηγεσία τού Μάρκου Μπότσαρη, έγραψαν μοναδικές σελίδες ασύγκριτων ηρωϊσμών, γιά νά γίνει αντιληπτή η πολεμική/επαναστατική εποποιία τους και τό μέγιστο όφελος γιά τήν Ελληνική Επανάσταση τής «παγιδεύσεως» εκεί, γύρω από τό Σούλι, τεράστιων Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ας τίς μνημονεύσουμε : Στούς Κουμτζιάδες (όπου αιφνιδίασαν και διέλυσαν μεγάλη Τουρκική εφοδιοπομπή), στά «Πέντε Πηγάδια» (όπου ο Μάρκος με τετρακόσιους Σουλιώτες, παρέσυρε σε ενέδρα και συνέτριψε δύναμη τεσσάρων έως πέντε χιλιάδων Τούρκων), στήν Ρηνιάσα (όπου κατέλαβε μέ αιφνιδιασμό και χωρίς απώλειες τό ομώνυμο φρούριο), στό χωριό Βαργιάδες (εκδιώκοντας άμεσα τους Τούρκους πού τό είχαν καταλάβει), στούς Δραμεσούς (όπου αντιμετώπισε δύο χιλιάδες «Γενιτσά-ρους» και τούς διέλυσε), στήν Πλάκα (όπου έτρεψε σέ φυγή μεγάλο Τουρκικό στρατιωτικό σώμα.)
Εν συνεχεία δέ και πάλι στούς Βαργιάδες (όπου ο Μάρκος αντιμετώπισε και καταδίωξε μέχρι τά Γιάννενα δύο χιλιάδες Τούρκους), πάλι στούς Κουμτζιάδες, όπου μέ ενέδρα αντιμετώπισε τόν Χασάν πασά τής Αρτας, επερχόμενο μέ χίλιους «Ντελήδες» (ιππείς) και πολλαπλάσιους πεζούς Τούρκους, αποτρέποντας τόν εφοδιασμό τού Τουρκικού στρατοπέδου στά Γιάννενα και ακόμη στήν Μπογόρτσα, στήν Ολύτσικα, στά Πλάγια, στά Λέλοβα, στήν πολιορκία τής Αρτας και στό Κομπότι.
Σ’ αυτή τήν τελευταία μάχη στό Κομπότι, εναντίον ισχυρού Τουρκικού σώματος ιππικού, περιγράφεται ότι :
«Ο Μάρκος Μπότσαρης εις τήν μάχην αυτήν ηνδραγάθησε τόσον, ώστε, όταν ηθέλησε μετά τήν μάχην νά αποθέση τήν αιμοσταγή σπάθην του, παρετήρησαν ότι η παλάμη του είχε κολλήσει από τό αίμα εις τήν λαβήν της…». (Φ.Πουκεβίλ : «Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως», Εκδόσεις «ΜΑΤΙ».)
Ο Απόστολος Δασκαλάκης, Καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, σέ ομιλία του κατά τό έτος 1973 («Μνήμη Σουλίου», Εκδόσεις «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ», Αθήναι 1978), κατέθεσε ότι :
«Αι καταπληκτικαί αυταί, εντός ελαχίστου σχετικώς χρονικού διαστήματος, επιτυχίαι τού Μάρκου, οφειλόμεναι όχι μόνον εις τήν απαράμιλλον γενναιότητά του αλλά και εις τό στρατηγικόν του δαιμόνιον, τήν οργάνωσιν κατασκοπευτικού δικτύου τών κινήσεων τού εχθρού, τό ακούραστον και αεικίνητον τών δυνάμεών του και τάς, μετά κυκλωτικών κινήσεων, θυελ-λώδεις αιφνιδιαστικάς επιθέσεις, είχον κινήσει τόν θαυμασμόν όλων τών εν επαναστάσει Ελλήνων αλλά και τόν τρόμον τών Τούρκων.»
Είναι μοναδικής ιστορικής αξίας τά γεγονότα τών πολυήμερων πολεμικών επιχειρήσεων (από 16ης Μαϊου μέχρι 2ας Ιουνίου 1822), κατά τίς οποίες οι ηγήτορες τών Σουλτανικών δυνάμεων, Χουρσίτ Πασάς και Ομέρ Βρυώνης, επικεφαλής τριών «φαλάγγων» Τουρκαλβανικών στρατευμάτων, συνολικής δυνάμεως -περίπου- 12.000 ανδρών, εξοπλισμένων ακόμη και μέ κανόνια, επιτέθηκαν μέ σφοδρότητα εναντίον τού Σουλιώτικου οροπεδίου.
Γνώριζαν τήν απουσία τού Μάρκου Μπότσαρη, πού βρίσκονταν στό Ελληνικό στρατόπεδο τού Κομποτίου και ήσαν αποφασισμένοι νά «ξεμπερδεύουν μιά και καλή» μέ τούς Σουλιώτες, ώστε νά μπορέσουν νά ξεκινήσουν τήν εκστρατεία τους στήν νοτιοδυτική Στερεά Ελλάδα και εν συνεχεία στήν Πελοπόννησο, όπως προέβλεπε τό στρατηγικό σχέδιο τού Σουλτανικού επιτελείου.
Τό «ΤΙ» συνέβη στόν πόλεμο εκείνο, πού αντιμετωπίστηκε από πλευράς Σουλιωτών μόνο μέ 600 (…) Σουλιώτικα ντουφέκια και σπαθιά, μάς τό διηγούνται σέ επιστολή τους, οι ίδιοι οι …«δράστες» τής Τουρκικής πανωλεθρίας, γιά νά γίνει αντιληπτή από κάθε έναν -έστω και αδαή περί τά πολεμικά- πόσο ανεκτίμητη υπήρξε η Σουλιώτικη «συνεισφορά αίματος», σ’ εκείνους τούς πρώτους κρίσιμους αγώνες τής Ελληνικής επαναστάσεως. (Θεωρούμε ότι πρόκειται -κυριολεκτικά- περί «μνημείου έργων και λόγων»…) :
«Φιλογενέστατε αδελφέ μας Καπετάν Μάρκο, αδελφικώς σέ ασπαζόμεθα. 1822 Ιουνίου 6, Κάστρον Κιάφας.
«Σάς ειδοποιούμεν γιά τά τρέχοντα από εδώ. Η ορμή τού εχθρού εστά-θηκεν εις τάς αρχάς τολμηρή και μέ βίαν μεγάλην, όπού εστοχάσθησαν μέ τρείς, μέ τέσσαρας ημέρας, νά τελειώσουν τό έργον τους.
Ο Θεός μάς εφώτισε … και εμάσαμεν και ημείς τήν δύναμίν μας όλην εις τήν Κιάφα, και τούς αντιστάθημεν μέ στήθος και τούς εκάμαμεν νά χάσουν τήν ελπίδα όπού εστοχάζοντο. Κοντά εις αυτά εμοιράσθησαν και έπιασαν τούς τόπους ολοτρίγυρα μέ τά μισώρια.».
«…Επί πλέον έκαμαν ένα τερτίπι ο Χουρσίτ πασάς μέ τόν Ομέρ πασά και μέ τόν Αγον είς τάς 29 Μαίου, τήν Δευτέραν πρίν ξημερώση είς τάς ώρας τής νυκτός, και παίρνουν από όλα τά στρατεύματα τους εκλεκτούς ως έξη χιλιάδας και ο ίδιος Ομέρ πασάς μέ τόν Αγον, και ερρίφθηκαν επάνω μας νά μάς πάρουν τόν Αβαρίκον και τό νερόν, και μέ τόσον άχτι οπού μάς εβάρεσαν δύο και τρείς φοραίς τά ταμπούρια μέ τά χέρια.»
«…Εβαστάξαμεν τόν πόλεμον όλην τήν ημέραν, και ταίς δύο ώραις τής νυκτός τούς ερριφθήκαμεν επάνω τους, ή νά χαθώμεν όλοι ή νά τούς εβγάλωμεν, και τόσην απορροπήν τούς έδωσεν ο Θεός, οπού δέν είδαν ένας τόν άλλον πού έκαμεν, οπού ολίγον έλειψεν νά πιάσωμεν και τόν Ομέρ Πασά ζωντανόν και τόν Αγον…»
«…Εικοσιμίαν ώρας ο πόλεμος έγινεν ακατάπαυστος, κοντά απ’ αυτό τούς εβγάλαμεν από τήν Σαμονίβα μέ μεγάλην τρομάραν τους και τούς ερρί-ξαμεν από τά βράχια κάτω, και εσκοτώθησαν εις τούς κρημνούς οι περισ-σότεροι παρά από τά τουφέκια…»
«Όλα αυτά εστάθησαν διά νυκτός, από τήν πρώτην ημέραν οπού ήλθαν οι εχθροί έως τήν σήμερον γίνεται πόλεμος ακατάπαυστος, μέρα-νύκτα, ξεχωριστά μέ τόπια και κουμπαράδες…».
«Λοιπόν αδέλφια μή χάσετε τόν καιρόν, ότι πολλά πράγματα μάς στενο-χωρούν, όπού οι άνθρωποί μας σάς τά παρασταίνουν εις πλάτος…».
«Τό ασκέρι οπού είναι τριγύρω μας όλον, καθώς στοχαζόμεθα, ως δέκα χιλιάδες νά είναι…». «Μένομεν εις τήν αδελφικήν αγάπην.» (Υπογραφαί) : Ο πατήρ σου Νότης Μπότζαρης, Ζυγούρης Τζαβέλας, Τούσιας Ζέρβας, Νασόφιος Γουμάρας».
Η εκπληκτική αυτή επιστολή-πολεμική ανταπόκριση εμπεριέχεται στό βιβλίο τού Δημητρίου Καρατζένη : «Η ΠΡΟΣ ΗΠΕΙΡΟΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟ 1822» – Αθήνα 1980) και -ως φαίνεται- κρίθηκε «επικίνδυνη» ώστε νά περιληφθεί σέ κάποιο διδακτικό βιβλίο Ιστορίας γιά τά Ελληνόπουλα. (…)
Ωστόσο (όπως ασφαλώς θά παρατήρησε ο αναγνώστης), στήν επιστολή αυτή, «πρωτοκαθεδρία» στίς υπογραφές τών επί κεφαλής Σουλιωτών κατέχει ο περίφημος Νότης Μπότσαρης και είναι αναγκαίο, γιά τήν πληρέστερη κατανόηση τών καται-γιστικών εκείνων γεγονότων, ν’ αναφερθούμε και σ’αυτή τήν «Ομηρική» Σουλιώτικη μορφή.
Πρόκειται γιά τόν αμέσως νεώτερο αδελφό τού Κίτσου Μπότσαρη και (όπως προείπαμε), θείο τού Μάρκου, πού ήταν γεννημένος εν έτει 1757 και -κατά τήν έναρξη τής επαναστάσεως τού 1821- ήταν ήδη 64 ετών.
(Δηλαδή γηραιότερος κατά δεκατρία χρόνια από τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ονομαζόμενο κατ’ ευφημισμόν «Γέρο», αφού είχε γεννηθεί τό έτος 1770, κατά τήν επανάσταση τών «Ορλωφικών»…)
Ο Νότης Μπότσαρης είχε ζήσει ως τότε μιά απίστευτα περιπετειώδη ζωή, από τά συμβάντα τής οποίας αξίζει ειδικά ν’ αναφερθούν, η εξαιρετική πολεμική δράση του στούς πολέμους τών Σουλιωτών κατά τού Αλή Πασά (1792-1800), η αιχμαλωσία του από τούς Τουρκαλβανούς στόν «Σέλτσο» τό 1804, ενώ ήταν αναίσθητος και ημιθανής από τούς «σπαθισμούς» πού είχε λάβει μαχόμενος και, εν συνεχεία, η μυθιστορηματική απόδρασή του από Τουρκικό φρούριο-φυλακή όπου βρέθηκε έγκλειστος.
Ακόμη, καταγράφεται η «θητεία» του ως …θαλασσινού κουρσάρου στίς Σποράδες, μαζί μέ άλλους Ηπειρώτες, Θεσσαλούς και Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, υπό τήν αρχηγία τού θρυλικού Νικοτσάρα και τού παπά-Βλαχάβα, ως και λοιπά πολλά «θρυλούμενα»…
Ομως και κατά τήν Επανάσταση τού 1821, παρά τήν προχωρημένη ηλικία του, ο «Γέρο-Νότης», όχι μόνο δέν είχε αποσυρθεί «στήν γωνιά του» (όπου «γωνιά» στήν Ηπειρο, αποκαλείται η εστία φωτιάς, δηλαδή τό τζάκι…) αλλά συμμετείχε πρωταγωνιστικά στίς επικές μάχες πού περιγράφουμε.
Γιά τήν εκτίμηση πού είχαν οι Σουλιώτες στήν μοναδική πολεμική του εμπειρία και τόν νηφάλιο χαρακτήρα του, ο Νότης Μπότσαρης αναγνωρίζονταν ως ο σεβάσμιος «Νέστορας» τών Σουλιωτικών δυνάμεων και βέβαια, υπήρξε πολύτιμος «επιτελικός» σύμβουλος τού πολέμαρχου ανηψιού του Μάρκου, στόν οποίο και απευθύνεται υπογράφοντας τήν παραπάνω επιστολή, μέ τήν «τρυφερή» υπόμνηση τής -πρός εκείνον- ιδιαίτερης στοργής του : «Ο πατήρ σου»…
Ο Νότης Μπότσαρης ήταν πασίγνωστος ως φοβερός «νυκτομάχος» και αυτή η πολεμική φήμη του έμεινε «βαθειά χαραγμένη» στήν μνήμη τών Τουρκαλβανών αντιπάλων του πού τόν …«υπέστησαν», ακόμη και σέ δημοτικό τους τραγούδι τό οποίο αρχίζει ως εξής : «Νατ αί ζεζ σί Νώτη», δηλαδή : «Mαύρη είν’ η νύχτα σάν τόν Νότη»…
(Δεδομένης και τής μελαμψής μορφής του, «γονιδιακά» χαρακτηριστικής σέ πολλούς Μποτσαραίους αφού και ο αδελφός του Κίτσος αναφέρεται σέ άλλο δημοτικό τραγούδι ως …«αυτός ο Μαυρομούρης» (!!!) άν και -σέ αντίθεση πρός αυτούς- ο Μάρκος περιγράφεται ως ξανθός. – Ιδέτε Κ.Δ.Στεργιόπουλου : «Τό Mικτόν Ηπειρωτικόν Στράτευμα», Αθήναι 1968 και Δ.Καρατζένη : «Η Μάχη τού Σέλτσου».)
Η ηγετική συμβολή τού Νότη Μπότσαρη, στήν επαναστατική εποποιία τού 1821 ήταν συνεχής σέ όλη τήν διάρκειά της και -εκτός τών άλλων- ορίστηκε «ασυζητητί» ως Γενικός Αρχηγός τής Φρουράς τού Μεσολογγίου κατά τήν τελευταία δραματική πολιορκία, έχει δέ μείνει θαυμαστή η προσωπική -«μέ τά κουμπούρια στά χέρια»- ένοπλη διάσωσή του (σέ ηλικία 70 ετών…), κατά τήν θρυλική Εξοδο, τόν Απρίλιο 1826, όπου ηγείτο τής μιάς από τίς τρείς φάλαγγες τών «Ελεύθερων Πολιορκη-μένων».
(Οφείλουμε εδώ νά καταγράψουμε -ως μνήμονες ιερών προγόνων- ότι κατά τήν «Εξοδο» τού Μεσολογγίου διεσώθησαν μαχόμενοι, ο αναφερόμενος και παραπάνω οπλαρχηγός Γεώργιος Κοσσυβάκης μέ τόν -τότε- νεαρό γυιό του Ιωάννη (δίς προπάππο τού γράφοντος), καθώς και ο γενναίος οπλαρχηγός Αναγνώστης Λαβδαριάς, επίσης από τήν Μπότση τού Ραδοβυζίου. (Ιδέτε, Δημ. Καρατζένη : «Κατάλογος Αρτινών Αγωνιστών στην Επανάσταση τού 1821», Αθήνα 1969).
Κατά τήν συγκεκριμένη χρονική περίοδο πού περιγράφουμε, ο γέρο-Νότης έχει μείνει στό Σούλι ως πολέμαρχος «στό πόδι» τού Μάρκου (ο οποίος -όπως προεί-παμε- βρίσκονταν στό εκστρατευτικό Ελληνικό στρατόπεδο τού Κομποτίου) και όπως αποδεικνύεται από τήν εκπληκτική επιστολή πού παραθέτουμε, «καλά κρατεί».
Ωστόσο, γιά τίς μάχες εκείνων τών ημερών διασώθηκε και μία ακόμη αποκαλυπτική επιστολή-αναφορά τών μαχομένων νυχθημερόν (υπό τόν Νότη Μπότσαρη), Σουλιωτών, όπου περιγράφονται μέ αδρότητα, φοβερά συμβάντα τού -τότε- πολέμου αλλά και η καίρια συμβολή σ’αυτά τών γυναικών τού Σουλίου. (Ιδέτε Δημητρίου Καρατζένη : «Η ΠΡΟΣ ΗΠΕΙΡΟΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟ 1822» – Αθήνα 1980) :
«Από τινος χρόνου οι άπιστοι φαίνονται φοβούμενοι να πλησιάσουν τά όρη μας, η δέ ποσότης τών φονευθέντων παρ’ ημών βαρβάρων εν σχέσει πρός τό ολιγάριθμον τών δυνάμεών μας είναι απίστευτος».
«Αι γυναίκες ημών, αίτινες είναι ωπλισμέναι μόνον διά σφενδόνης, εφόνευσαν αρκετάς εκατοστύας εξ’ αυτών. Τό σύνταγμά των εσχάτως ηχμαλώτισε Τούρκους εβδομήκοντα δύο, τούς οποίους, οδηγήσασαι εις Κιάφαν, άπαντας απεκεφάλισαν χωρίς ούτε έναν εξ’ αυτών νά δυνηθώμεν ν’αποσπάσωμεν εκ τών χειρών των…».
«Τά παλληκάρια μας αφ’ ετέρου, μέγαν συνέλαβον αριθμόν Τούρκων αλλά και ολμοβόλων και οβίδων μετά τεσσάρων κανονίων εκστρατείας.
Τοιαύτα είναι τά κυριώτερα συμβεβηκότα τά, από 20 μέχρι 30 Ιουνίου, διατρέξαντα… Κιάφα τήν 3η Ιουλίου 1822.».
Όμως, εκείνη η αδιάκοπη πάλη τών Σουλιωτών ως προκεχωρημένης εμπροσθοφυλακής τών επαναστατικών Ελληνικών δυνάμεων, διεξάγονταν παράλληλα και εκτός τών ορίων τού Σουλίου, είναι δέ μοναδική σέ ύφος η περιγραφή -από τόν Γάλλο διπλωμάτη και συγγραφέα Πουκεβίλ- τής μάχης πρός κατάληψη τής Αρτας, τόν Νοέμβριο τού έτους 1821.
Εκεί, οι πεζοί Σουλιώτες έχοντας απέναντί τους πολυάριθμο Τουρκικό ιππικό, πέρασαν τόν Αραχθο ποταμό μέ επικεφαλής τόν Μάρκο Μπότσαρη, ιππεύοντας ή κρατώντας ο καθένας από τήν …ουρά ένα βουβάλι από τά άφθονα κοπάδια πού έβοσκαν τότε στις όχθες τού ποταμού και επετέθησαν στούς κατάπληκτους Τούρκους ιππείς, τά άλογα τών οποίων αφηνίασαν και τούς παρέσυραν σέ άτακτη φυγή !!!
Iδού η περιγραφή αυτής τής πρωτοφανούς «βουβαλοϊππομαχίας» από τήν «Ιστορία τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος», F.Pouqueville, Eκδ. ΜΑΤΙ, σελ.193):
(Ο Μάρκος) «…διατάσσει παλληκάρια τινά αυτού νά ωθήσωσιν έμπροσθεν αυτών αγέλην βουβάλων, ήν είχεν συναθροίσει επί τούτω και ρίπτεται εντός τού ποταμού, κραυγάσας όπως ακολουθήσωσιν αυτόν…». «Πάντες ρίπτονται εις τά ρείθρα τού Ινάχου (Αράχθου) και τό στράτευμα αυτού, τό δέ κολυμβών τό δέ ανηρτημένον επί τών βουβάλων…, εξέρχεται από τήν υψηλήν όχθην τού χωρίου Μαρέτι…».
«Ωθούντες τούς βουβάλους οι Σουλιώται, οίς έπονται, ανά χείρας τήν σπάθην κραδαίνοντες διασχίζουσι τό εχθρικόν ιππικόν, όπερ ετράπη εις φυγήν εκ τών ωθήσεων τών ζώων εκείνων, άτινα αι πληγαί και ο φοβερός κρότος τών πυροβόλων όλως εξηγρίωσαν…».
Από τήν ίδια μάχη περιγράφεται τό εκπληκτικό προσωπικό κατόρθωμα τού φημισμένου Αθανασίου -«Τούσα»- Δ.Μπότσαρη (πρωτοξάδελφου τού Μάρκου), ο οποίος εισέβαλε ολομόναχος σέ ένα «πυργόσπιτο» όπου ήσαν οχυρωμένοι πολυάριθμοι Τουρκαλβανοί, οι οποίοι στήν «θέα του» και στό άκουσμα τής εισβολής του, «πηδούσαν» απ’ τά παράθυρα γιά νά μήν τόν αντιμετωπίσουν !!!
Τήν επομένη ημέρα, οι Αλβανοί αρχηγοί έστειλαν αγγελιοφόρο στόν Μάρκο και ζήτησαν -«μπέσα γιά μπέσα»- νά τούς επισκεφθεί ο Τούσας στό στρατόπεδό τους γιατί ήθελαν νά τόν γνωρίσουν από κοντά. Θαρραλέα εκείνος τούς επισκέφθηκε και εκείνοι, καμαρώνοντας τό λεβέντικο παράστημά του, τόν γέμισαν πολύτιμα δώρα, προσφορά στήν παλληκαριά του!!!
Κάθε Έλληνας γονέας, πρέπει νά επισκεφθεί μέ τά παιδιά του τό Ιστορικό Μουσείο τών Αθηνών, πού βρίσκεται επί τής οδού Σταδίου, όπισθεν τού «έφιππου» αδριάντα τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Μεταξύ τών πολύτιμων ιστορικών εκθεμάτων άς αναζητήσει και τό αυθεντικό πορτραίτο τού «κοιλάρφανου» Τούσα Μπότσαρη (ο οποίος ορφάνεψε ενώ κυοφορούνταν, αφού ο πατέρας του δολοφονήθηκε τότε…) και θά θαυμάσει τό αρχαιοελληνικό κάλλος τής μορφής εκείνου τού αρειμάνιου Σουλιώτη -σημαιοφόρου τών πολεμιστών τού Μάρκου- ο οποίος έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος στήν πολύνεκρη μάχη τού Φαλήρου, τό 1827 σέ ηλικία μόλις 30 ετών και ενταφιάστηκε πλάϊ στόν αδικοσκοτωμένο, από τήν προηγούμενη ημέρα, Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Αλλά βέβαια εκείνες οι μάχες ενάντια στά Σουλτανικά στρατεύματα ήσαν αλλεπάλ-ληλες και δόθηκαν σέ κάθε καίριο και σημαντικό σημείο γύρω από τό Σουλιώτικο οροπέδιο, τό «ζωσμένο» ασφυκτικά από μεγάλες Τουρκαλβανικές δυνάμεις πού μάταια προσπαθούσαν νά κάμψουν τήν αντοχή και τήν μαχητικότητα τών Σουλιωτών τού Μάρκου Μπότσαρη, οι οποίοι ρίχνονταν στίς μάχες τραγουδώντας τόν πολεμικό θούριο τού εθνεγέρτη Ρήγα Φεραίου.
Οι Σουλιώτες τόν ακολουθούσαν «τυφλά» και -ίσως γιά πρώτη και μοναδική φορά- δέν υπήρξε αμφισβήτηση τής γενικής αρχηγίας του από τίς άλλες «φάρες», αφού και οι πολυαριθμότεροι -μετά τόν αποδεκατισμό τών Μποτσαραίων στόν «Σέλτσο»- Τζαβελαίοι, δέν προέβαλλαν αξιώσεις ηγεσίας πρό τού Μάρκου.
Τήν εποχή εκείνη, οι Σουλιώτες αποτελούσαν ακόμη -τουλάχιστον μέχρι τά τέλη τού έτους 1821- τόν μόνο εμπειροπόλεμο και οργανωμένο «πυρήνα» τών Ελληνικών στρατευμάτων τής Επαναστάσεως (στήν Πελοπόννησο τόν ρόλο αυτόν είχαν οι αρειμάνιοι Μανιάτες και οι Ηπειρωτικής καταγωγής «Ντρέδες» τής επαρχίας Δωρίου), αναλαμβάνοντας τίς πλέον επικίνδυνες αποστολές και «διδάσκοντας» τήν πολεμική τέχνη στούς ενθουσιώδεις μέν αλλά άπειρους σ’ αυτήν Ελληνες εθελοντές, οι οποίοι προσέτρεχαν στόν άνισο αγώνα από όλα τά υπόδουλα μέρη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και τά Ευρωπαϊκά κράτη όπου εργάζονταν ή σπούδαζαν.
Σ’ αυτούς τούς κρίσιμους επαναστατικούς αγώνες, τόσο κατά τήν διάρκεια τής πολιορκίας τού Αλή – Πασά μέχρι τήν αποχώρηση από τό Σούλι (Δεκέμβριος 1820 – Σεπτέμβριος 1822) και από τον Οκτώβριο 1822 μέχρι τόν ένδοξο θάνατό του, τόν μήνα Αύγουστο 1823, η ηγετική παρουσία και η συμβολή τού Μάρκου Μπότσαρη στήν Επανάσταση, υπήρξε καταλυτική και ανεκτίμητη.
Κατ’ αρχήν, πρέπει νά επισημανθεί ότι, η πολεμική φήμη τού Μάρκου ήταν ήδη τέτοια, ώστε σχεδόν από μόνη της απέτρεψε τήν κατάληψη τού Μεσολογγίου κατά τήν 1η πολιορκία του (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822), όταν η ηρωϊκή πόλη -η μεγαλύτερη στήν Δυτική Ελλάδα, μέ 5.000 περίπου μόνιμους κατοίκους αλλά και πολλούς πρόσφυγες- ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτη και στρατιωτικά ανυπεράσπιστη.
Η πρόωρη κατάληψή της τότε, θά «σηματοδοτούσε» τήν εδραίωση τών Τούρκων στήν Δυτική Ελλάδα, τόν στεργιανό και θαλάσσιο αποκλεισμό τού Πατραϊκού-Κορινθιακού κόλπου και τήν ευχερή διακίνηση στρατιωτικών Τουρκαλβανικών δυνάμεων πρός τόν μαχόμενο Μωριά, μέ πασίδηλες καταστροφικές συνέπειες γιά τήν Ελληνική Επανάσταση, πού είχε αρχίσει νά «στεριώνει» μόλις τότε.
Ενώ λοιπόν, ανήσυχοι οι κάτοικοι τού Μεσολογγίου πληροφορούνταν τήν προσέγ-γιση σημαντικών Σουλτανικών δυνάμεων από τήν πλευρά τού Αγρινίου και έστελναν εναγώνιες επιστολές στούς «γύρωθεν» οπλαρχηγούς νά σπεύσουν γιά βοήθεια, μέσα στό Μεσολόγγι δέν υπήρχαν παρά ολιγάριθμοι ένοπλοι (περίπου 300-350 άνδρες υπό τούς Μεσολογγίτες οπλαρχηγούς Θανάση και Γιάννη Ραζηκότσικα) αλλά και χιλιάδες άοπλοι μέ τά γυναικόπαιδα.
Οταν δέ τό αναμενόμενο εχθρικό στράτευμα, δηλαδή 7.000 εμπειροπόλεμοι Αλβανοί μισθοφόροι υπό τόν ικανότατο Πασά Ομέρ-Βρυώνη (άλλος Αρβανίτης εξωμότης αυτός…) και ακόμη 3.000 Τούρκοι υπό τόν Ρεσίτ-Πασά «Κιουταχή», διαθέτοντας και πυροβόλα, στρατοπέδευσαν ανενόχλητοι στόν κάμπο τού Μεσολογγίου τήν 25η Οκτωβρίου 1822, η κατάληψή του φαινόταν βεβαία.
Εκείνες τίς δύσκολες ώρες -διασπώντας τήν εχθρική πλαγιοφυλακή στό Κεφαλόβρυσο τού Αιτωλικού- έφθασε στό Μεσολόγγι ως «από μηχανής Θεός» ο Μάρκος Μπότσαρης και η είδηση τού ερχομού του, πέρα από τήν ελπίδα πού έφερε στούς πολιορκημένους Ελληνες, προκάλεσε έντονο προβληματισμό στήν ηγεσία τών Τουρκαλβανών και ανέστειλλε τήν επικείμενη άμεση επίθεσή τους.
Αντιλαμβανόμενος ο Μάρκος τήν απελπιστική θέση τών Ελλήνων άρχισε αμέσως παρελκυστικές διπλωματικές επαφές και συνομιλίες μέ τούς γνώριμούς του -από τήν προηγηθείσα συμμαχία- Τουρκαλβανούς ηγέτες, ενώ παράλληλα κήρυξε «πανστρατιά εργασίας» τών Μεσολογγιτών, προκειμένου νά ολοκληρωθεί τό πρόχειρο χωμάτινο τείχος και τό προστατευτικό χαντάκι του. (Αυτό ήταν όλο κι όλο τό …«κάστρο» τού Μεσολογγίου σ’ εκείνη τήν αποφασιστική, γιά τήν εξέλιξη τής Επαναστάσεως, πολιορκία του.)
Ανήξεροι οι Τουρκαλβανοί πασάδες γιά τίς πραγματικές στρατιωτικές δυνάμεις τών έγκλειστων Ελλήνων αλλά γνωρίζοντας καλά τήν πολεμική αξία τού ηγέτη πού θά αντιμετώπιζαν, παρασύρθηκαν από τόν Μάρκο σέ πολυήμερες «μυστικές» διαπρα-γματεύσεις, ελπίζοντας σέ μιά συμφωνημένη παράδοση τής πόλεως ώστε ν’ αποφύγουν τίς σημαντικές απώλειες πού διέβλεπαν ότι θά είχαν σέ περίπτωση καταλήψεώς της «εξ’ εφόδου», μέ τούς φοβερούς Σουλιώτες απέναντί τους.
Κατεπλάγησαν όμως δυσάρεστα όταν, ο Μάρκος Μπότσαρης, διαπιστώνοντας ότι τά οχυρωματικά έργα ήσαν ήδη αξιόμαχα και επί πλέον, είχαν καταφθάσει σημαντικές ενισχύσεις, διέκοψε τίς διαπραγματεύσεις και προκάλεσε τούς Τούρκους : «…νά λάβουν τά κλειδιά τής πόλεως τού Μεσολογγίου, πού τά είχε κρεμασμένα στίς κάννες τών Σουλιώτικων καρυοφυλλιών»!!!
Πράγματι, στίς 10-11 Νοεμβρίου 1822, (7) Υδραίικα και (4) Σπετσιώτικα πλοία, μέ στόλαρχο τόν Υδραίο Γιακουμή Τομπάζη, είχαν διασπάσει τόν -από θαλάσσης- Τουρκικό κλοιό και αποβίβασαν στό Μεσολόγγι 1500 Πελοποννήσιους επαναστάτες, μέ συνέπεια η φρουρά τής πόλεως νά είναι πλέον ικανή ν’ αντιπαρατεθεί στίς Τουρκ-αλβανικές επιθέσεις.
Είχαν βέβαια προηγηθεί μέ τούς άνδρες τους και αρκετοί τοπικοί οπλαρχηγοί, σημαντικότερος τών οποίων αναδείχθηκε ο Δημήτριος Μακρής, ο επιλεγόμενος «πετρίτης τού Ζυγού», μιά από τίς εξαιρετικές μορφές τού επαναστατικού αγώνα τού 1821 αλλά και μέ έντονη προεπαναστατική -απροσκύνητη- δράση από τήν εποχή τού θρυλικού Κατσαντώνη.
Οι διαδοχικές επιθέσεις πού εξαπέλυσαν τότε οι οργισμένοι Τουρκαλβανοί, αποκρούσθηκαν -μέ τεράστιες απώλειές τους- από τά φονικά Ελληνικά πυρά.
Οταν δέ συνετρίβη και η δόλια σχεδιασμένη (γιά τήν νύχτα τών Χριστουγέννων τού 1822), γενική επίθεσή τους, επακολούθησε η εσπευσμένη διάλυση τού στρατοπέδου τους, η έντρομη φυγή τους και εν τέλει, η εκατόμβη τους στά θολά νερά τού «κατεβασμένου» Αχελώου ποταμού.
Είναι γνωστό ότι, ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, στόν «Υμνο στήν Ελευθερία» αποθανάτισε (στροφές 88-117), εκείνες τίς συνταρακτικές στιγμές μέ συγκλονιστικό ποιητικό λόγο, όμως και τό (λιγότερο γνωστό σήμερα), δημοτικό μας τραγούδι διέσωσε τά γεγονότα μέ λιτή ενάργεια και πιστότητα :

«Ο Bάλτος επροσκύνησε και όλο τό Ξηρομέρος,

τό Μεσολόγγι τό μικρό, αυτό δέν προσκυνάει,

γιατί ‘ναι ο Μάρκο Μπότσαρης, μέ τά Σουλιωτοπαίδια…»

Πολύ αργότερα πληροφορήθηκαν οι -«μετά βίας» διασωθέντες τότε- Τουρκαλβανοί ότι, εκείνα τά φοβερά Σουλιωτοπαίδια πού είχε υπό τίς διαταγές του ο δαιμόνιος Μάρκος και «σκιάχτηκαν» νά τούς επιτεθούν ήσαν -όλα κι όλα- τριάνταπέντε (35) !!!
Εκτοτε, η μορφή τού Μάρκου Μπότσαρη κυριαρχεί στίς στρατιωτικές επιχειρήσεις τών επαναστατημένων Ελλήνων και η φήμη του ως ηγήτορα και ιδιαίτερης -σέ χαρακτήρα και συμπεριφορά- ανθρώπινης προσωπικότητος, αποκτά ευρύτερες έως και διεθνείς διαστάσεις.
Ολοι θέλουν νά τόν γνωρίσουν από κοντά. Ευρωπαίοι στρατιωτικοί και άνθρωποι τού πνεύματος τόν επισκέπτονται και έκθαμβοι διαλαλούν και γράφουν μέ ενθουσιασμό γιά τήν σπάνια προσωπικότητα και τήν ασίγαστη πολεμική δράση του.
Είναι γνωστό ότι, ο Μάρκος, παρά τήν ηλικία του (άν σκεφτούμε πώς όταν σκοτώ-θηκε τόν Αύγουστο 1823, ήταν μόνον 33 ετών…), είχε νηφαλιότητα σκέψης και τήν θυμοσοφία ανδρών ώριμης ηλικίας.
Εχει καταγραφεί σημαντικός αριθμός αποφθεγμάτων του σχετικών μέ σημαντικά θέματα, όπως λ.χ. τής εννοίας και τής σημασίας τού πολέμου, τών πολεμικών τακτικών, τής ανδρείας, τής φιλοτιμίας και τής ανιδιοτέλειας, τής πολιτικής, τής διπλωματίας, τών αξιών τής ζωής και άλλων πολλών.
Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, από τούς σημαντικούς λογίους τής εποχής και ενθουσιώδης υμνητής τής Επαναστάσεως τού 1821, σέ επιστολή του από τήν Κέρκυρα πρός τόν Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, μέ ημερομηνία τήν 18.01.1824, έγραφε γιά τόν Μάρκο :
«Τήν δόξαν τού Μάρκου Μπότσαρη, τού ήρωος, όπου όχι μόνον έγινε ξακουστός εις όλην τήν Ευρώπην αλλά και όλαι αι αρχόντισσες τής Αγγλίας και τής Φράντζας (Γαλλίας), τόν φορούν κρεμασμένον μέ χρυσήν άλυσσο στά στήθη τους ως εγκόλπιον, όπού κανένας στρατηγός ακόμη δέν τό αξιώθηκε και οι σοφοί Γάλλοι και Αγγλοι ραψωδούν…» (Ιδέτε Β.Κραψίτη, «Σουλιωτικά Ανάλεκτα», Εκδ.1971).
Διάσημοι ζωγράφοι, όπως ο Εugene Delacroix, ο Marsiglio, o Deveria, o Dereuville, αποθανατίζουν τήν μορφή τού Μάρκου σέ πασίγνωστα ακόμη και σήμερα έργα τους, μεγάλοι γλύπτες όπως ο David d’ Angers εμπνέονται από αυτόν και οι φιλέλληνες Γάλλοι τόν τιμούν δίνοντας τό όνομά του σέ μεγάλη οδό τών Παρισίων, τήν «RUE BOTZARIS» (!!!)
(Η ονομασία της διατηρείται μέχρι σήμερα και είναι η μόνη οδός στό Παρίσι πού είναι αφιερωμένη σέ Ελληνα τών νεωτέρων χρόνων, καταλήγει δέ στό πάρκο «Buttes Chaumont». Πλησίον της βρίσκεται ο σταθμός «Botzaris» τού μητροπολιτικού σιδηροδρόμου, τό μεγάλο εμπορικό κέντρο «Gallerie Botzaris», τό ταχυδρομείο «Post Botzaris» καθώς και τό μέγαρο τού τηλεφωνικού κέντρου «Βοtzaris», τής περιφέρειας αυτής τών Παρισίων…)
Ο Βίκτωρ Ουγκώ, Γάλλος συγγραφέας παγκόσμιας αξίας και σημασίας, χαρα-κτήρισε τόν Μάρκο, ως τόν «Λεωνίδα τής νεώτερης Ελλάδος» και τόν αναφέρει σέ ιδιαίτερο κεφάλαιο τού κορυφαίου έργου του, τών πασίγνωστων «Αθλίων», ενώ (όπως αναφέρει ο βιογράφος του, Καθηγητής Roger Milliex)
«Υπάρχει στόν Ουγκώ ένας ολόκληρος κύκλος συγγραφών γιά τόν Μπότσαρη, συνεχής και αδιάσπαστος, από τό 1852 μέχρι τό 1870…»
Γι’ αυτόν, οι τέσσερις κορυφαίοι παγκόσμιοι ήρωες τών νεωτέρων χρόνων υπήρξαν : o Σιμόν Μπολιβάρ, ο Γεώργιος Ουάσιγκτων, ο Θαδαίος Κοσιούσκο και ο Μάρκος Μπότσαρης…».
(Διευκρινίζουμε ότι, οι τρείς πρώτοι είναι οι εθνικοί ήρωες τών χωρών τής Νοτίου Αμερικής, τών Ηνωμένων Πολιτειών και τής Πολωνίας, αντίστοιχα.)
Ιστορείται ακόμη ότι, ο περίφημος Λόρδος Βύρων, διάσημος Αγγλος ποιητής και διανοούμενος, επεδίωξε και καθιέρωσε αλληλογραφία του μέ τόν Μάρκο Μπότσαρη, πιθανότατα δέ εξ’ αιτίας αυτής τής εγκάρδιας επικοινωνίας τους, πείστηκε νά έλθει ένθερμος αρωγός στήν επαναστατημένη Ελλάδα, όπως επίσημα τόν προσκάλεσε ο Μάρκος, διαβλέποντας τά πολλαπλά οφέλη από τήν συμβολή στήν Επανάσταση μιάς τέτοιας διεθνούς προσωπικότητος.
Είναι μάλιστα γνωστό ότι, η τελευταία επιστολή τού Μάρκου, πρίν από τόν ηρωϊκό θάνατό του (κατά τήν 9η άλλως -σύμφωνα μέ τό «Ιουλιανό» ημερολόγιο- τήν 23η Αυγούστου 1823, στό Κεφαλόβρυσο τού Καρπενησίου), απευθύνονταν ακριβώς στόν Λόρδο Βύρωνα και, μεταξύ άλλων, τόν ενημερώνει γιά τήν πολεμική επιχείρηση πού προετοίμαζε. Η επιστολή του εκείνη, τής 8ης Αυγούστου 1823, έχει ως εξής :
«…Τό γράμμα σας, …με ενέπλησε χαράς. Η εξοχότης σας είναι ακριβώς ο άνθρωπος πού μάς εχρειάζετο. Κανέν εμπόδιον άς μή σταματήση τόν ερχομόν σας εις τό μέρος τούτο τής Ελλάδος.
Πολυάριθμος στρατός μάς απειλεί, αλλά μέ τήν βοήθειαν τού θεού και τής εξοχότητός σας θά εύρη εδώ τήν πρέπουσαν αντίστασιν.»
«Απόψε σκοπεύω κάτι νά επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έξη έως επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό τό μέρος…
Μεθαύριο θά αναχωρήσω μαζί μέ μερικούς εκλεκτούς άνδρας μου διά νά έλθω πρός απάντησιν τής Εξοχότητός σας.»
«Μή βραδύνετε πολύ νά έλθετε. Σάς ευχαριστώ διά τήν αγαθήν γνώμην, τήν οποίαν έχετε διά τούς συμπατριώτας μου και ελπίζω ότι δέν θά τήν εύρετε αδικαιολόγητον. Σάς ευχαριστώ και πάλιν διά τήν φροντίδα οπού ελάβατε τόσον γενναίως υπέρ αυτών.»

« Μάρκο Μπότζαρης »

Τελικά ο Βύρων έφθασε στό Μεσολόγγι μόλις τήν 5η Ιανουαρίου 1824 και αφού έγινε δεκτός μέ ακράτητο ενθουσιασμό από τήν πολιτική ηγεσία, τούς οπλαρχηγούς /πολεμιστές και τόν λαό τού Μεσολογγίου, κατευθύνθηκε στό μνήμα τού Μάρκου Μπότσαρη όπου, ντυμένος μέ Σουλιώτικη φορεσιά, δακρυσμένος ορκίστηκε στήν μνήμη τού Μάρκου ν’ αγωνιστεί μέχρι θανάτου γιά τήν ελευθερία τής Ελλάδος.
Τόν όρκο του εκείνον ο Λόρδος Βύρων τόν τήρησε, αφήνοντας τήν τελευταία του πνοή στό Μεσολόγγι, δημιουργώντας και οιστρηλατώντας μέ τόν «ρομαντικό» θάνατό του χιλιάδες Ευρωπαίους φιλέλληνες, υπέρ τού επαναστατικού αγώνα τών Ελλήνων.
Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ύμνησε επάξια τούς Σουλιώτες και αυτούς καλεί πρώτους νά θρηνήσουν τόν Λόρδο Βύρωνα.
Όμως, στόν Μάρκο Μπότσαρη, κατ’ εξαίρεση από όλες τίς άλλες πρωταγωνιστικές μορφές τών Ελλήνων επαναστατών, αφιέρωσε ιδιαίτερη ωδή, αναγνωρίζοντας έτσι τήν μοναδικότητα τής ξεχωριστής προσωπικότητός του.
Πράγματι, παρ’ ότι ο Μάρκος υπήρξε παροιμιωδώς ολιγόλογος και σεμνός άνδρας, λιτός στήν εμφάνιση και ελάχιστα κοινωνικός, λατρεύονταν τόσο από τούς συμπολεμιστές του όσο και από τόν απλό λαό, πού έβλεπε σ’ αυτόν και τούς ατρόμητους Σουλιώτες του τήν ενσάρκωση τών ανίκητων αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών πού μάχονταν όπως και εκείνοι, «υπέρ βωμών και εστιών».
Λέγεται ότι ο Μάρκος διέθετε φωνή «στεντόρεια», προσόν πολύτιμο γιά ηγέτη σέ στιγμές μάχης, ιδίως μέ τίς «απαιτήσεις» τού πολέμου εκείνων τών καιρών αλλά και εξαιρετικά μελωδική, γι’ αυτό και συχνά τραγουδούσε παίζοντας έγχορδο όργανο («λύρα») σέ στιγμές πολεμικής ανάπαυλας, πρός μεγάλη τέρψη και αγαλλίαση τών συμπολεμιστών του.
Ο Γάλλος Πουκεβίλ, στό μνημειώδες συγγραφικό έργο του, «Η Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως», στό οποίο ήδη αναφερθήκαμε, επικεντρώνεται σέ μία ακόμη αρετή τού χαρακτήρα τού Μάρκου Μπότσαρη, τήν ξεχωριστή ανιδιοτέλειά του, προσόν σπάνιο γιά ηγέτη, όχι μόνο γιά τήν εποχή πού περιγράφουμε αλλά και πάντοτε. (…) Εγραψε τότε ο Πουκεβίλ :
«Μεγάλην δε αίσθησιν παρήγαγε λόγος τις αυτού περί καταφρονήσεως τού πλούτου και περί τού προς τήν πατρίδα έρωτος, όν διερχόμενος εκ Μεσολογγίου, απήγγειλεν ενώπιον τής Συνελεύσεως τών Ελλήνων τής Δυτικής Ελλάδος, συνεδριαζόντων εν τή πόλει ταύτη…».
Τό μεγαλείο τής άδολης ψυχής τού Μάρκου αναδείχτηκε όταν, παίρνοντας τήν πρωτοβουλία νά συμφιλιωθεί μέ τόν οπλαρχηγό τού Ραδοβυζίου Γώγο Μπακόλα (ηθικό αυτουργό τής δολοφονίας τού πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη), επέτυχε μέ τήν χειρονομία του αυτή τήν ενότητα τών επαναστατικών Ελληνικών στρατευμάτων πού είχαν συγκεντρωθεί τόν Μάϊο 1822, στό Κομπότι τής Αρτας.
(Πρόκειται γιά τήν ατυχή εκστρατεία πού διοργάνωσε ο αδαής περί τά στρατιωτικά Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και η οποία, δυστυχώς κατέληξε, τήν 4η Ιουλίου 1822, στήν μεγάλη ήττα τών Ελλήνων, στό χωριό Πέτα τής Αρτας και τήν εξόντωση τού σώματος τών Φιλελλήνων…)
Αλλά και μεταξύ τών λοιπών αρχηγικών προσωπικοτήτων τής Επαναστάσεως, ο Μάρκος απολάμβανε απεριόριστης εκτιμήσεως και συμπαθείας.
Ο αρειμάνιος και πολυμήχανος Οδυσσέας Ανδρούτσος αγαπούσε και σέβονταν ιδιαίτερα τόν νεώτερό του Μάρκο Μπότσαρη, πρώτος δέ είχε εισηγηθεί πρός τήν Επαναστατική Κυβέρνηση τήν ανάθεση σ’ εκείνον τής αρχιστρατηγίας γιά τήν Δυτική Ελλάδα.
Είναι επίσης γνωστός ο σεβασμός γιά τόν Μάρκο, τού Γεωργίου Καραϊσκάκη -σέ πολλές μάχες συμπολεμιστή του- και η κρίση του γι’ αυτόν :
«Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νού πού δέν είχε άλλος. Είχε καρδιά
λιονταριού και γνώμη δίκαιη σάν τού Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στό
δάχτυλό του δέν φθάνουμε…»
Κυρίως όμως, έμεινε στήν ιστορία ο θρήνος τού -ανήμπορου από τήν φυματίωση- Καραϊσκάκη επάνω στό άψυχο κορμί τού Μάρκου, στό Μοναστήρι τού Προυσσού και η σπαρακτική οιμωγή του :
«Ωρέ, σάν τόν Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δέν ματαγεννάει…».
Είναι επίσης καταγεγραμμένη στά ιστορικά γεγονότα τής εποχής, η «πρόβλεψη» τού πολύπειρου Αλή-Πασά γιά τόν Μάρκο σέ πολύ νεαρή ηλικία :
«Εκειός εκεί ο σιωπηλός θά φάει πολλή Τουρκιά…»).
Ακόμη είναι γνωστή και η εκτίμηση τού (κατά είκοσι χρόνια μεγαλυτέρου του), Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος, θαυμάζοντας τό ήθος και τήν ηγετική αξία τού Μάρκου, έγινε (μέ «τελετουργική» επισημότητα και παρουσία επωνύμων Πελοποννήσιων οπλαρχηγών), «μπουραζέρης» του, δηλαδή «αδελφοποιητός» του, τήν 28η Μαϊου 1822.
Όμως, η πολεμική διορατικότητα τού Μάρκου Μπότσαρη διαφαίνεται και σ’ ένα ακόμη ιστορικό γεγονός, τό οποίο είναι ελάχιστα γνωστό.
Πράγματι, όπως προκύπτει από έγγραφα στοιχεία, λίγους μήνες πρίν τόν απρό-σμενο χαμό του, ο Μάρκος Μπότσαρης είχε γίνει, μέ άκρα μυστικότητα, ιδιοκτήτης τρικάταρτου «μίστικου» δηλαδή ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου, μήκους 63 ποδών (δηλαδή 21 μέτρων) και χωρητικότητος πενήντα (50) τόννων. (Ιδέτε Κων. Διαμάντη, αναφορά σέ έγγραφο Προσωρινής Διοίκησης Ελλάδος – Βα’ Περίοδος, Αριθ. 29/13 Ιουνίου 1823.)
Προφανέστατα, μέ τό πλοίο εκείνο -τό οποίο «αυτονόητα» είχε ονομάσει «Ο ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ»- ο Μάρκος σχεδίαζε, αφ’ ενός μέν νά οργανώσει θαλάσσιες επιδρομές κατά τών Τούρκων στήν Δ. Ελλάδα (δεδομένου ότι στό Ιόνιο πέλαγος η δράση τού Ελληνικού στόλου ήταν ευκαιριακή, αφού οι βάσεις εξορμήσεώς του, κυρίως από τήν Υδρα, τίς Σπέτσες και τά Ψαρά, ήσαν εξαιρετικά απόμακρες), αφ’ ετέρου δέ νά καλύ-ψει χωρίς εξαρτήσεις, τίς ανάγκες εφοδιασμού τών Σουλιωτών του, είτε από τά Ιόνια νησιά είτε από τήν γειτονική Ιταλία.
Αλλωστε, στήν Ιταλία είχε ήδη στείλει ο Μάρκος πρός φύλαξη τήν πολύπαθη οικο-γένειά του (αιχμάλωτη από τούς Τούρκους γιά ένα περίπου έτος και μόλις απελευ-θερωμένη μετά από ανταλλαγές αιχμαλώτων/ομήρων), προκειμένου νά είναι απερίσπαστος στίς πολεμικές επιχειρήσεις.
Επιβάλλεται εδώ νά αναλογιστούμε «άφωνοι» ότι, εκείνος ο σπάνιος άνθρωπος και ηγέτης επιτέλεσε τά καταπληκτικά ανδραγαθήματά του στόν πρώτο χρόνο τής Επαναστάσεως, υπό τό αβάσταχτο άγχος τής πιθανής, ανά πάσα στιγμή, αναγγελίας εξοντώσεως τής αιχμάλωτης οικογένειάς του και όμως δέν ανέστειλε ούτε μιά ημέρα τήν θυελλώδη επαναστατική δράση του !!!
Η μεγαλοσύνη τού Μάρκου Μπότσαρη ως στρατιωτικού ηγέτη κορυφαίας αξίας, «επικυρώθηκε» τις παραμονές τού θανάτου του, εν όψει τής επελαύνουσας (από τόν «Ασπροπόταμο» πρός τό Καρπενήσι και μέ προφανή στόχο τό Μεσολόγγι), μεγάλης Τουρκαλβανικής στρατιάς 14-15.000 ανδρών υπό τόν «Μουσταή» Πασά τής Σκό-δρας, όταν «συνέλαβε» τήν μεγαλοφυή στρατηγική έμπνευση νά τήν προσβάλλει μέ νυχτερινό αιφνιδιασμό εν όσω αυτή ήταν ακόμη σέ πορεία και σχετικά «ανυποψίαστη», εφ’ όσον ήταν ακόμη πολύ μακρυά από τόν αντικειμενικό της στόχο. (Στρατηγική υψηλής διανοίας, άξια νά διδάσκεται σέ στρατιωτικές Ακαδημίες…)
Πρέπει νά σημειώσουμε ότι, εν όψει τών ραγδαίων επαναστατικών εξελίξεων η Επαναστατική Κυβέρνηση είχε αναθέσει επίσημα στόν Μάρκο Μπότσαρη τήν «Στρα-τηγία» γιά όλη τήν Δυτική Ελλάδα αλλά -δυστυχώς- τό γεγονός αυτό προκάλεσε φθόνο, έριδες και διχόνοια μεταξύ τών τοπικών οπλαρχηγών και -γιά πρώτη φορά επί τής αρχηγίας του- και μεταξύ τών λοιπών Σουλιωτών.
Εν όψει λοιπόν αυτής τής κρίσιμης πολεμικής επιχειρήσεως και ενεργώντας «ακαριαία», ο Μάρκος προσκάλεσε σέ υπαίθρια συνάθροιση όλες τίς Σουλιώτικες φάρες πού είχαν εγκατασταθεί στό Μεσολόγγι καθώς και άλλους οπλαρχηγούς και πολεμιστές.
Δέν διασώθηκε τό σύνολο τής ομιλίας του, εφ’ όσον ήταν «από καρδιάς», όμως διαδόθηκε και έμεινε στήν ιστορία η εξής ανεπανάληπτη σκηνή. Είπε -τότε- ο Μάρκος :
«Τήν Κυβέρνηση τής Πατρίδας μου τήν προσκυνώ και τό δίπλωμα τής στρατηγίας που μού έδωσε, τό έχω εικόνισμα στό κεφάλι μου…». (Τό φίλησε και τό ακούμπησε μέ σεβασμό στό μέτωπό του…)
«Αν όμως αδελφοί, μέ αιτία αυτό τό δίπλωμα είναι νά σκοτωθούμε μεταξύ μας, τότε τό σκίζω (τό ξέσκισε επί τόπου…) και όποιος είναι άξιος, νά έρθει αύριο μαζί μου και θά λάβει δίπλωμα από τόν Σκόδρα- Πασά πού έρχεται νά μάς ματασκλαβώσει…»
(Στόν νού τού γράφοντος η σκηνή αυτή «παραπέμπει» σέ αντίστοιχη ιστορική στιγμή όταν, ο Μέγας Αλέξανδρος οιστρηλατεί τήν ταλαιπωρημένη και διψασμένη στρατιά του στήν έρημο τής Γεδρωσίας, χύνοντας στήν άμμο τό ελάχιστο νερό πού συνέλεξε και τού προσέφερε στήν περικεφαλαία του ένας από τούς Μακεδόνες του, λέγοντας ότι : «Δέν φθάνει γιά όλο τόν στρατό μου»…)
Είναι επίσης καταγεγραμμένο ότι, μετά από τήν καταλυτική εκείνη «δημηγορία» τού Μάρκου, οι διχόνοιες μεταξύ τών «διαγκωνιζομένων» Ελλήνων οπλαρχηγών κατα-λάγιασαν άμεσα. (Τουλάχιστον προσωρινά…).
Ετσι, έγινε κατορθωτή η συγκρότηση ενός μικτού εκστρατευτικού σώματος από 1500 πολεμιστές, Ρουμελιώτες και Σουλιώτες (στό οποίο συμμετείχαν οι Τζαβελαίοι και οι «φάρες» πού τούς ακολουθούσαν υπό τόν Κίτσο Τζαβέλα), τό οποίο, υπό τήν ηγεσία τού Μάρκου Μπότσαρη και κινούμενο νυχθημερόν, πέρασε από τό Μονα-στήρι τού Προυσσού όπου «γιατροπορεύονταν» ο Καραϊσκάκης και εκεί συναντήθη-καν γιά τελευταία φορά εκείνοι οι δύο κορυφαίοι ήρωες…
Γιά τήν πορεία εκείνη τού -υπό τόν Μάρκο- εκστρατευτικού σώματος τών Σουλιω-τών (και λοιπών Ελλήνων), υπάρχει μία καταπληκτική περιγραφή από τόν F.Pouque-viile στό βιβλίο του «Ιστορία τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος», η οποία -πλήν τών άλλων- επιβεβαιώνει τήν ακέραια διατήρηση αρχαιο-ελληνικών ηθών και εθίμων τών επαναστατημένων Ελλήνων και αποτελεί έναν ηχηρό «κόλαφο» στίς παρειές όλων εκείνων πού -γιά ανομολόγητους λόγους και σκοπούς- «επενδύουν» στήν -δήθεν- «ασυνέχεια» τού Ελληνικού έθνους διά μέσου τών αιώνων…
Πρόκειται γιά τήν «προετοιμασία» τών γενναίων εκείνων πολεμιστών εν όψει τής βεβαιότητός τους ότι εβάδιζαν γιά μιά φονική σύγκρουση μέ τούς εχθρούς.
Ιδού, άς τούς θαυμάσουμε και άς υπερηφανευθούμε γι’ αυτούς γιατί υπήρξαν οι άμεσοι πρόγονοί μας:
«…Συμφώνως πρός τό εξ αμνημονεύτου χρόνου έθος τών πολεμικών τής Ελλάδος τέκνων, ο Μάρκος Μπότσαρης παρεσκευάσθη εις μάχην εορτάζων μετά τών στρατιωτών του διά συμποσίου, εν τώ οποίω προσέφερε σπονδάς».
«…Εκαστος πολεμιστής εκαθαρίσθη από παντός ρύπου λουόμενος εις τά ύδατα του Καμπύσου ποταμού όστις χύνεται εντός του Αχελώου και αφού επιμελώς εκτένισαν τάς κυματοειδείς κόμας των, ενδυθέντες τά ωραιότερα ενδύματά των και στεφανωθέντες μέ άνθη, συναθροίσθησαν πρό τού πολε-μάρχου των, όπως ακούσωσι τάς αποφάσεις αυτού…».
(Είναι ταυτόσημη η -εν έτει 480π.Χ.- περιγραφή τής προετοιμασίας τών αρχαίων Σπαρτιατών πολεμιστών πρό τής μάχης τών Θερμοπυλών, τήν οποία έκπληκτοι παρακολουθούσαν οι ανιχνευτές τών Περσών και δέν πίστευαν στά μάτια τους…)
Ωστόσο, μετά από τήν στάθμευση εκείνη, τό εκστρατευτικό σώμα τού Μάρκου συνέ-χισε τήν πορεία του και μέ τό «σούρουπο», έφθασε πλησίον τού «Μικρού Χωριού» τής Ευρυτανίας, απ’ όπου οι Ελληνες πολεμιστές αντίκρυσαν τίς φωτιές από το στρατόπεδο τών Τουρκαλβανών, στήν κοιλάδα πού εκτείνεται στά «κράσπεδα» τού Καρπενησίου και κατά μήκος τού Καρπενησιώτικου ποταμού.
Θα πρέπει εδώ νά επισημειώσουμε ότι, τό στρατηγικό σχέδιο τού Μάρκου Μπότσαρη γιά τήν αντιμετώπιση εκείνης τής τεράστιας -γιά τά αριθμητικά δεδομένα τών Ελληνικών δυνάμεων- Τουρκαλβανικής στρατιάς, είχε αρχίσει νά εκτελείται ήδη από ημέρες πρίν.
Πράγματι, όπως ιστορείται, σέ όλη τήν διαδρομή της διά μέσου τών οροσειρών τών Αγράφων (όπως αυτή «φιδοσέρνονταν» παράλληλα μέ τήν ροή τού Ασπροπόταμου, από τό γεφύρι τού Κοράκου μέχρι τό γεφύρι τής Τατάρνας, καίγοντας και λεηλατώ-ντας τά χωριά…), κατόπιν διαταγών τού Μάρκου, ευέλικτα επαναστατικά σώματα υπό τούς οπλαρχηγούς Δημήτρη Μακρή, Νικόλα Στορνάρη, Γρηγόρη Λιακατά, Δήμο Γουβέλη, Γιολδασαίους και άλλους τοπικούς καπεταναίους, παρενοχλούσαν ακατάπαυστα τούς Τουρκαλβανούς μέ φονικές ενέδρες και νυκτερινές επιδρομές.
Αυτή η ευφυής στρατηγική τού Μάρκου είχε ως αποτέλεσμα νά «χαλαρώσει» η συνοχή τής εχθρικής στρατιάς, αφού έπρεπε νά αποσπώνται συνεχώς πλαγιοφυλακές και οπισθοφυλακές γιά τήν προστασία τών εφοδιοπομπών της και πρός καταδίωξη τών επιδρομικών Ελληνικών σωμάτων, εν τέλει δέ νά φθάσει στό σημείο τής κύριας ενέδρας -στό Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου- σχετικά «αδυνατισμένη» η προπορευόμενη «κεφαλή» της, αποτελούμενη από 7 έως 8 χιλιάδες πολεμιστές μέ επικεφαλής τούς Τζελαλεδίν-Πασά, Σαφέρ-Πασά και (τόν πρώην σύμμαχο τών Σουλιωτών), τόν Αγο Βασιάρη.
Αξίζει νά εκθέσουμε εδώ ότι, η πολυάριθμη εκείνη στρατιά αποτελούνταν από τίς πιό αξιόμαχες μισθοφορικές Αλβανικές δυνάμεις πού έδρασαν -τότε- στήν υπηρεσία τών Τούρκων.
Οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν «Γκέκηδες», Αλβανικό φύλο πού κατοικούσε κυρίως από τήν κεντρική μέχρι τήν βόρεια -σημερινή- Αλβανία και θεωρούνταν τό πλέον πολεμικό από τίς Αλβανικές φυλές, από δέ πλευράς θρησκεύματος ήσαν εν μέρει Μουσουλμάνοι και εν μέρει Καθολικοί Χριστιανοί.
Οι τελευταίοι, ονομάζονταν «Μιρδίτες» αλλά και «Λα(ν)τίνοι» ενώ η άλλη μεγάλη φυλετική υποδιαίρεση τών Αλβανών είναι οι Τόσκες ή Τόσκηδες πού κατοικούσαν κυρίως στίς νοτιότερες περιοχές και υποδιαιρούνταν σέ «Τσάμηδες» και «Λιάπηδες».
Ο συγγραφέας Χρήστος Παπασταύρου, στήν μελέτη του : «Η Ελλάς και η Βόρειος Ηπειρος», γράφει :
«…Η ετυμολογία τής λέξεως «Λιάπης» προέρχεται από τήν Αλβανική λέξη «Ιλιάμπες», πού σημαίνει τόν «αλλάζοντα πίστιν».
Είναι δέ γνωστόν ιστορικώς ότι, οι αλλαξοπιστήσαντες τόν ΙΖ’ αιώνα Τόσκηδες ονομάσθηκαν Λιάπηδες. Πρό τής εποχής ταύτης ουδαμού ανα-φέρεται η λέξις Λιάπης…».
Περαιτέρω, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, η αντίστοιχη ετυμολογία τού «Τσιάμη» προέρχεται -κατά γλωσσικό «τσιτακισμό»- από τήν λέξη «Θυάμις» πού δέν είναι παρά η αρχαία ονομασία τού Ηπειρωτικού ποταμού «Καλαμά», ο οποίος διασχίζει τήν περιοχή στήν οποία έδωσε τό όνομά του, δηλαδή τήν «Θυαμουριά» ή «Τσιαμουριά».
Ωστόσο, τό αξιοσημείωτο μέ τούς Γκέκηδες είναι ότι οι πρόγονοί τους υπήρξαν από τούς πλέον πιστούς οπαδούς τού «Σκεντέρμπεη» και -αμέσως μετά τόν θάνατό του, την 17.01.1468- οι αρχηγοί τους ορκίστηκαν νά φέρουν «εσαεί» ένα είδος επωμίδος από δύο μαύρες υφασμάτινες ταινίες, σέ ένδειξη «αιωνίου πένθους» στήν μνήμη του !!!
Τό γεγονός αυτό ο γράφων τό επιβεβαίωσε ως αληθές και ισχύον τουλάχιστον μέχρι τίς αρχές τού 20ου αιώνα, εφ’ όσον απεικονίζονταν εμφανώς σε «ασπρόμαυρη» φωτογραφία Γκέκηδων εκείνης τής περιόδου, οι οποίοι έφεραν τίς πολεμικές ενδυμασίες τους μέ τήν διπλή μαύρη ταινία τού πένθους γιά τόν «Σκεντέρμπεη» στόν ώμο τους… (Από τό βιβλίο : «Η Καπετάνισσα Περιστέρα τής Σιάτιστας».)
Όμως, πόσο ιστορικά «σχήμα οξύμωρο» φαντάζει τό γεγονός ότι, οι απόγονοι εκεί-νων τών ένθερμων συμπολεμιστών τού «Σκεντέρμπεη», φέροντας ακόμη -μετά από 350 χρόνια- στούς ώμους τους τό «αιώνιο πένθος» γιά τόν αδόκητο χαμό του, νά μάχονται στό πλευρό τών άσπονδων εχθρών του τών Οθωμανών Τούρκων και εναντίον τών -επίσης απογόνων τών συμπολεμιστών εκείνου- τών Μποτσαραίων !!!
Ακόμη δέ «φαντάζει» χειρότερο τό γεγονός ότι, κατά τήν φονική εκείνη νυκτομαχία τού Καρπενησίου, από τό μοιραίο βόλι ενός «Λαντίνου» Γκέκα, έπεσε νεκρός ο ευγε-νέστερος και -ίσως- πολυτιμότερος ήρωας τής Ελληνικής επαναστάσεως, ο «Αετός τού Σουλίου», ο Μάρκο Μπότσαρης.
Τί και άν ο σχεδιασμός από τόν Μάρκο τής νυκτερινής επιθέσεως στό Οθωμανικό στρατόπεδο υπήρξε περίτεχνος. Τί και άν οι νεκροί, οι τραυματίες και αιχμάλωτοι Τουρκαλβανοί υπερέβησαν τούς χίλιους, μεταξύ τών οποίων και επιφανείς Οθω-μανοί αξιωματούχοι. Τί και άν τά λάφυρα και τά όπλα πού κατέσχεσαν οι Ελληνες ήσαν «άπειρα». Ο Πουκεβίλ εξιστορεί ότι κατασχέθηκαν κατά τήν πολυθρύλητη εκείνη μάχη :
«…Πεντήκοντα τέσσαρες σημαίαι…, οκτώ χιλιάδες πρόβατα ή αίγες, ίπποι δέ άνω τών χιλίων, μεγάλος αριθμός ημιόνων πεφορτωμένων εκ τριών χιλιάδων διακοσίων όπλων, επτακοσίων ζευγών πιστολίων, σκηνών, πολεμοφοδίων, αποσκευών και μέρος τού θησαυρού τού Οθωμανικού στρατού…».
Τί -ακόμη- και άν η «αγέρωχη» εκείνη Τουρκαλβανική στρατιά διασκορπίστηκε τρομοκρατημένη τόσο, ώστε -από τήν σύγχυση πού επικράτησε- οι βόρειοι Αλβανοί Γκέγκηδες αλληλοπυροβολούνταν μέ τούς νότιους Αλβανούς Τόσκηδες, κατηγορώντας οι μέν τούς δέ γιά «προδοσία» και οι κραυγές τού πανικού τους : «Χατάς», «Χατάς», «Ερδε Μάρκο Μπότσαρι», (δηλαδή : «καταστροφή», «καταστροφή», «ήρθε ο Μάρκο Μπότσαρης»…), έμειναν παροιμιώδεις. Η απώλεια τού Μάρκου γιά τούς Ελληνες δέν (θά) αναπληρώνονταν…
Όπως ήταν επόμενο, οι Τούρκοι πανηγύρισαν έξαλλα στό άκουσμά της, ο δέ Σουλ-τάνος Μαχμούτ πρόσταξε νά κανονιοβολήσουν χαρμόσυνα σέ όλα τά Τουρκικά κάστρα τών Βαλκανίων και νά διακηρυχθεί ο θάνατoς τού «ασυγκράτητου» Μάρκου, στά τζαμιά από τούς «Μουεζίνηδες», σ’ ολόκληρη τήν απέραντη Οθωμανική Αυτοκρατορία !!!
Αντιστοίχως, ο θρήνος τών Ελλήνων γιά τόν απροσδόκητο χαμό του δέν είχε προηγούμενο στήν νεώτερη ιστορία μας, αφού ο Ελληνικός λαός, μέ τό αλάνθαστο αισθητήριο τών απλών ανθρώπων, διέγνωσε τό μέγεθος τής απωλείας και τόν θρήνησε «πάνδημα», υμνώντας τον μέ δεκάδες δημοτικά τραγούδια, όσα δέν αφιερώθηκαν σέ κανέναν άλλον ήρωά μας.
Οι μετέπειτα περιπέτειες, οι εμφύλιες έριδες και τά πολεμικά ατυχήματα πού υπέ-στησαν οι Ελληνες μέχρι τό τέλος τής επαναστάσεως, αναδείκνυαν σέ κάθε περί-πτωση τήν απουσία και τήν έλλειψη εκείνου τού ανεπανάληπτου στρατιωτικού ηγέτη, τόν οποίο -επί πλέον- «κοσμούσαν» τόσο σπάνιες αρετές χαρακτήρος.
Κορυφαίο δείγμα τού σεβασμού και τής εκτιμήσεως πού «απέσπασε» εν ζωή ο Μάρκος από τούς σύγχρονούς του -φίλους αλλά και εχθρούς- είναι τό παραδιδόμενο συμβάν, πολύ μετά τόν θάνατό του και συγκεκριμένα τήν επομένη τής πτώσεως τού Μεσολογγίου, τόν Απρίλιο 1826.
Τότε και ενώ οι συμπολιορκητές, Αιγύπτιοι τού Ιμπραήμ και Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή, «διαγκωνίζονταν» άγρια στήν λαφυραγωγία επί τών ερειπίων τού Μεσολογγίου, κάποιοι από τούς Αιγυπτίους στρατιώτες εντόπισαν τό μνήμα τού Μάρκου και υποθέτοντας ότι θά εύρισκαν εκεί πολύτιμα αφιερώματα, αποπειράθηκαν νά τό συλήσουν.
Ιστορείται ότι, «σάν ένας άνθρωπος» οι Αλβανοί μαχητές, «Τόσκηδες» και «Γκέκηδες», έσπευσαν δρομαίοι και, προτείνοντας απειλητικά τά καρυοφύλλια και τά γιατα-γάνια τους, προστάτευσαν τόν τάφο τού Μάρκου Μπότσαρη από τήν βεβήλωση, δηλώνοντας ότι δέν θά επέτρεπαν τήν «μετά θάνατον» προσβολή τής μνήμης ενός τέτοιου άνδρα-πολεμιστή.
Ακόμη, ο εκ τών αρχηγών τους Μουσταή-πασάς, σέ εκείνες τίς δραματικές ώρες, εκφώνησε νεκρολογία στήν μνήμη τού Μάρκου και δέν δίστασε νά πεί, εις επήκοον όλων, ότι :
«…Θά ήθελε νά είχε τήν παλληκαριά του…»
(Ιδέτε Στρατηγού Δημ.Τ.Νότη Μπότσαρη «ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ», Εκδόσεις Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1973)
Θά διακινδυνεύσουμε τήν εκτίμησή μας ότι, εάν ο Μάρκος επιζούσε, τό μέν Μεσολόγγι δέν θά κατέρρεε κατά τήν τελευταία τραγική πολιορκία του, οι φοβερές διχόνοιες τών αγωνιστών θά είχαν αμβλυνθεί κατά πολύ, η δέ Επανάσταση τού 1821 θά είχε λήξει μέ μεγαλύτερη επιτυχία γιά τό Ελληνικό έθνος.
Ομως, ακόμη και αυτός ο ένδοξος θάνατός του, ωφέλησε ανυπολόγιστα τήν υπό-θεση τής Ελληνικής παλιγγενεσίας διότι συγκλόνισε τήν ανθρωπότητα πού παρακολουθούσε -μέ «κομμένη τήν ανάσα»- τήν άνιση πάλη τών εξεγερμένων Ελλήνων μέ τήν παρηκμασμένη αλλά κραταιά Τουρκική Αυτοκρατορία.
Εκείνη η πολεμική εποποιία, στήν οποία πρωταγωνιστούσε επί τρία ολόκληρα χρόνια η εμβληματική φυσιογνωμία τού Μάρκου Μπότσαρη, «έθρεψε» τά φιλελληνικά αισθήματα τών Ευρωπαίων και Αμερικανών, εδραιώνοντας τήν πεποίθηση ότι, οι επαναστατημένοι Ελληνες ήσαν άξιοι τών προγόνων τους, άξιοι τής ελευθερίας, άξιοι τού παγκόσμιου ενδιαφέροντος γιά τόν -«υπέρ βωμών και εστιών»- θαρραλέο αλλά και απεγνωσμένο αγώνα τους.
Επιλέξαμε ενδεικτικά από τόν ατέλειωτο κατάλογο τών εγχωρίων συγγραφών, τών κρίσεων, τών αναφορών και τών βιογραφιών, τών σχετικών μέ τήν ζωή, τήν δράση και τήν αξία τού Μάρκου Μπότσαρη, ένα απόσπασμα από διάλεξη τού ακαδημαϊκού Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα, τό οποίο θεωρούμε πλέον αντιπροσωπευτικό γι’ αυτόν τόν «ιδανικό ήρωα». Εχει ως εξής :
«Ο Μάρκος Μπότσαρης είναι, ίσως, ο μόνος εκ τών ηγετών τού Αγώνος, διά τήν στρατηγικήν αξίαν, διά τήν προσωπικήν ανδρείαν, διά τήν πολιτικήν σύνεσιν, διά τήν ψυχικήν ευγένειαν, διά τήν ευθύτητα τού χαρακτήρος, διά τήν μοναδικήν ανιδιοτέλειαν τού οποίου, δέν υπάρχει δευτέρα γνώμη. Είναι ο μόνος ασκίαστος, είναι ο μόνος πάλλευκος αρχηγός. Η δόξα του απήχησεν αμέσως εις τόν κόσμον ολόκληρον…»
Παράλληλα, από τίς δεκάδες τών Ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων πού αφιέρωσαν στόν Μάρκο Μπότσαρη τήν κρίση, τόν θαυμασμό και τά έργα τους, θά επισημάνουμε τόν γνωστό Γάλλο συγγραφέα Auguste Fabre ο οποίος έγραψε τά ακόλουθα :
«Ο Μάρκος Μπότσαρης εδείχθη ο άξιος αντιπρόσωπος όλης τής αρχαίας Ελλάδος, συνενώνων τάς αρετάς τών σοφών της και τήν έμπνευσιν τών ποιητών της μέ τούς ηρωϊσμούς τών ημιθέων της …»
Εμείς συγγράφοντας και περιγράφοντας τά παραπάνω, ελπίζουμε ότι, σέ μιά εποχή «εθνικής κατάθλιψης» όπως η σημερινή (όπου «θριαμβεύει η ασημαντότητα», κατά τήν εύστοχη επισήμανση τού Ελληνα φιλοσόφου Κορνή-λιου Καστοριάδη…), η περιγραφή τού βίου, τών αγώνων, τών χαρισμάτων και τού ήθους, τού λησμονημένου ήρωά μας Μάρκου Μπότσαρη, ίσως «χαρίσει» στούς σύγχρονους νέους Ελληνες και τίς νέες Ελληνίδες μέρος από τήν υποτιμημένη εθνική υπερηφάνειά τους και ένα ιδανικό υπόδειγμα πρός περισυλλογή και μίμηση, εν όψει και τών διαγραφομένων κινδύνων και απειλών κατά τής εθνικής μας ελευθερίας και κυριαρχίας, γιά τήν ύπαρξη τών οποίων, εκείνος θυσίασε τήν ζωή του και τά νειάτα του…

Τ Ε Λ Ο Σ

( Τό παρόν άρθρο συντέθηκε από κεφάλαια και αποσπάσματα τού βιβλίου τού Γρηγόρη Κοσσυβάκη : «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» πού κυκλοφορεί από τίς Εκδόσεις «ΚΑΔΜΟΣ», διατίθεται δέ και από τούς εκδοτικούς οίκους «ΙΑΝΟΣ» και «Αφοί ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ».)

Loading