ΤΟΥΣΙΑ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ, Ο “ΑΙΑΣ” ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΗΦ. ΚΟΣΣΥΒΑΚΗΣ
ΤΟΥΣΙΑΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
(Ο Αίας των Σουλιωτών)
ΑΘΗΝΑ 2023
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Ο γράφων, ενασχολούμενος από εικοσαετίας με την συγγραφή ιστορικών θεμάτων, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ιστορία, εκτός από ενδιαφέρουσα και συναρπαστική θεωρητική επιστήμη, είναι και μία πρωτότυπη άσκηση / μέθοδος μακροζωϊας!
Ισως αυτή η φιλοσοφική προσέγγισή μου στην Ιστορία, εκ πρώτης όψεως να μην φαίνεται ότι έχει συνάφεια με το προσδόκιμο όριο της ζωής μας και την δυνατότητα τεχνητής επιμηκύνσεώς της!!!
Ωστόσο, για όσους εντρυφούμε στις δαιδαλώδεις πτυχές της και ιχνηλατούμε συναρπαστικές περιόδους εξερευνήσεων, αποικισμών, εκστρατειών, πολέμων και περιπετειών κάθε εποχής, τις οποίες εβίωσαν και υπέστησαν γενεές ανθρώπων πριν από εμάς, είναι βέβαιον ότι θα ξεχωρίσουμε κάποιες που, για λόγους υποκειμενικούς, μας συγκινούν ιδιαιτέρως.
Παραλλήλως, τα γεγονότα, οι στιγμές, οι ημέρες και οι ιστορικές περίοδοι πού μας κινούν το εν λόγω ειδικό ενδιαφέρον, αναπόδραστα συνδέονται και με τους ήρωες-πρωταγωνιστές τους, οι οποίοι -συν τω χρόνω- αισθανόμαστε ότι μας είναι γνώριμοι, οικείοι και προσφιλείς.
Ισως, μάλιστα, μέχρι του σημείου να εξελιχθούν οι διασωζόμενες (αυθεντικές ή ωραιοποιημένες) μορφές τους, σε αφίσες στο προσωπικό μας γραφείο ή σε πίνακες σε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας.
Αυτή η ιδιαίτερη εντρύφηση σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και στις πρωταγωνιστικές προσωπικότητες που αναδείχθηκαν σ’ αυτά, με τις αναγκαίες προσεγγίσεις και αναλύσεις του χαρακτήρα τους, των ξεχωριστών ιδιοτήτων τους, των ηρωικών κατορθωμάτων και παθημάτων τους, σύν τω χρόνω προσφέρουν (τουλάχιστον στους «ιστοριολάγνους» όπως ο γράφων), ένα είδος αποκλειστικής βιωματικής συνταυτίσεώς μας.
Δηλαδή, μας προσφέρουν την έντονη αίσθηση, ότι τα βιολογικά όρια της δικής μας ζωής αντιστοίχως επιμηκύνονται, ακριβώς διότι σ’ αυτήν προστίθενται και οι χρόνοι των ιστορικών δράσεων των ηρώων μας, εφ’ όσον, νοερώς συμβιώσαμε «εκεί και τότε» μαζί τους!
Ο γράφων είχε και έχει έντονη την εν λόγω αίσθηση για σημαντικές περιόδους της διαχρονικής Ελληνικής ιστορίας, πρωτίστως όμως αισθάνεται ότι έχει βιώσει «ωσεί παρών» πολλά από τα δρώμενα της Επαναστάσεως του 1821, καθώς και εκείνα που συνέβησαν αρκετές δεκαετίες πρίν το ’21, όταν η αναγκαιότητα της εθνικής παλιγγενεσίας μας «σιγόβραζε» και είχε εκδηλωθεί με τις αλλεπάλληλες αιματοβαμμένες επί μέρους εξεγέρσεις – «προσανάμματά» της.
Τέτοιες εξεγέρσεις υπήρξαν τα λεγόμενα «Ορλωφικά» (1769-1771) και αμέσως μετά οι επικές περιπέτειες του θρυλικού ναυμάχου Λάμπρου Κατσώνη (1788-1792) που, με σύμμαχο-συμπολεμιστή τον καπετάν Ανδρίτσο Βερούση και τους αρειμάνιους «πεζοναύτες» του από την Ήπειρο και την Ρούμελη, κυριάρχησαν στις ελληνικές θάλασσες του Αιγαίου και του Ιονίου, αρχικά κατ’ εντολή της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας, εν συνεχεία όμως, αυτόβουλα και μόνο για την ελευθερία του Γένους μας!!!
Παραλλήλως όμως, υπήρξε μακροχρόνιος και ο συγκλονισμός των Ελλήνων ραγιάδων, άλλως «ρωμαίγων» ή «ρωμιών», άλλως «γραικών, που κρυφομάθαιναν, επί εκατό και περισσότερα χρόνια, σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα, για τους νικηφόρους πολέμους των απροσκύνητων Σουλιωτών κατά των Τούρκων κατακτητών και το ηθικό τους έρμα κρατιόνταν ακμαίο, με έντονη την συνείδηση ότι ήταν γένος διάφορο από τους Ασιάτες δυνάστες τους, μάλιστα δε -«το πάλαι ποτέ»- ένδοξο και κυρίαρχο, όπως τους το υπενθύμιζαν τα αρχαία ερείπια από τα οποία ήταν κατάσπαρτα όλα τα ελληνόφωνα μέρη.
(Και βεβαίως, όλα αυτά ήταν συμβάντα πολύτιμης ιστορικής σημασίας, δυστυχώς, όμως, παραμένουν άγνωστα στην παμψηφία των συγχρόνων Ελλήνων και Ελληνίδων…)
Ωστόσο και καθ’ όσον με αφορά πρέπει να καταγράψω, ότι οι συγγραφικές «κεραίες» μου υπήρξαν ιδιαίτερα ευαίσθητες ως προς τα εν λόγω ιστορικά γεγονότα και για τον επί πλέον λόγο, ότι σ’ αυτά συμμετείχαν, έδρασαν και υπέστησαν πολλά, προσφιλείς πρόγονοί μου από την πατρική «ρίζα» μου.
Ειδικότερα μάλιστα, στα χρόνια του τελευταίου πολέμου των Σουλιωτών με τον αιμοβόρο Αλή Πασά των Ιωαννίνων (1800-1804), υπήρξε επώνυμη συμμετοχή των τότε απωτέρων ανιόντων μου στη δραματική πολιορκία και τον τραγικό αποδεκατισμό της ξακουστής «φάρας» των Μποτσαραίων στη Μονή Σέλτσου την άνοιξη του 1804, ενώ υπήρξε καθοριστική η συμβολή τους στην διάσωση των ελαχίστων που επέζησαν εκεί, μεταξύ των οποίων -ευτυχώς- ο τότε 15ετής έφηβος Μάρκο Μπότσαρης!
Ετσι λοιπόν, η συναισθηματική προσέγγισή μου στα εν λόγω ιστορικά συμβάντα υπήρξε πρώιμα έντονη και η αίσθηση ότι είχα «συμβιώσει» σ’ αυτά, μου επέβαλε, στα πρόσφατα χρόνια, να διαθέσω πολύτιμο χρόνο για την έρευνα στοιχείων και την συγγραφή σχετικών ιστορικών κειμένων, καθώς και στην έκδοση βιβλίου αφιερωμένου σ’ αυτόν τον κορυφαίο Σουλιώτη ήρωα της Επαναστάσεως του 1821.
Όμως, η καταγεγραμμένη Σουλιωτική ηρωϊκή εποποιία και τα συγκλονιστικά πολεμικά γεγονότα της, υπερκαλύπτουν χρονολογικά τις δράσεις τουλάχιστον πέντε (5) συνεχών γενεών Σουλιωτών, ώστε εάν την προβάλλουμε σχηματικά με την μορφή πυραμίδος, την μεν νοητή κορυφή της κατέχει αδιαμφισβήτητα ο ασύγκριτος Μάρκος, όμως τις αμέσως ακόλουθες «πλευρές», τις «ακμές» και τις «θεμέλιες βάσεις» της, τις αποτελούν και τις στεργιώνουν οι αρειμάνιες μορφές εκατοντάδων άλλων Σουλιωτών, ανδρών, αλλά και γυναικών.
Διότι -πράγματι- όλα αυτά τα «πυραμιδικά μέλη», εκτός από τους Μποτσαραίους, τα κατέχουν επαξίως οι εξ ίσου ήρωες Τζαβελαίοι, Δρακαίοι, Ζερβαίοι, Δαγκλαίοι, Ζαρμπαίοι, Σεχάτες, Κουτσονικαίοι, Καραμπινάτες, Πανταζάτες, Βασάτες και λοιποί συμπολεμιστές από τις σαράντα επτά (47) γνωστές φάρες των Σουλιωτών, που «έσπειραν κόκκαλα» στις «κιάφες», τα περάσματα και τα φαράγγια των Ηπειρωτικών βουνών.
Ενώ, το πάνθεον των επωνύμων ηρώων της κοσμούν και ξεχωριστές γυναικείες μορφές, όπως της Μόσχως Τζαβέλα, της Χάϊδως Σέχου, της Δέσπως Μπότση, της εικοσάχρονης καπετάνισσας Λένης Νότη Μπότσαρη και της έφηβης πρωτοξαδέλφης της Λένως Κίτσου Μπότσαρη αλλά και εκατοντάδες άλλες «ανώνυμες» Σουλιώτισσες πού μάχονταν με αφοβιά δίπλα στους πατεράδες, τους αδελφούς και τους άνδρες τους αλλά και έγραψαν ιστορία με τον χορό του ένδοξου θανάτου τους στο Ζάλογγο και στο Μοναστήρι του Σέλτσου.
Ωστόσο, προσεγγίζοντας συναισθηματικά την Σουλιώτικη εποποιία, ο γράφων εξομολογούμαι την εντελώς ιδιαίτερη ψυχική μου σχέση με την σύντομη ζωή και τις εντυπωσιακές δράσεις ενός από εκείνους τους ανεπανάληπτους Σουλιώτες ήρωες, για την αφετηρία της οποίας, όμως, πρέπει να αναδρομήσω στα -μακρινά πλέον- μαθητικά χρόνια μου!
Πράγματι, ήμουν μαθητής στην τελευταία τάξη του Ζ’ Γυμνάσιου Αρρένων Παγκρατίου, το μακρινό έτος 1966, όταν, με μία ιδιαιτέρως προσφιλή μου καθηγήτρια-φιλόλογο (την Κυπρία Κα Ελένη Γεωργιάδου) και με τους φίλους-συμμαθητές μου, επισκεφθήκαμε το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Οπου, η εκεί περιδιάβασή μας στα πολύτιμα κειμήλια της εθνικής μας παλιγγενεσίας, με τα εντυπωσιακά όπλα, τις πανέμορφες φορεσιές και τους ζωγραφικούς πίνακες, όπου απεικονίζονταν οι μορφές των -περισσότερο ή λιγότερο- γνωστών και πολύτιμων ηρώων μας του έπους του 1821 (όπως ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, ο Μάρκο Μπότσαρης, ο Πετρόμπεης και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Γιώργης Καραϊσκάκης, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Κωνσταντής Κανάρης, η Λασκαρίνα-Μπουμπουλίνα, ο Κίτσο Τζαβέλας κ.ά.) μου έμεινε αλησμόνητη και καθοριστική για την έκτοτε «προσωπική» γνωριμία μου μαζί τους.
Εντελώς ιδιαίτερος, όμως, υπήρξε ο δικός μου συγκλονισμός, όταν μεταξύ όλων αυτών των ηρωικών μορφών που μας ατένιζαν αγέρωχοι εκεί, βρέθηκα εμπρός σ’ έναν πίνακα, όπου τον εικονιζόμενο αγωνιστή αντίκρυζα για πρώτη φορά αλλά -τί περίεργο- ακαριαία είχα την αίσθηση ότι τον γνώριζα από χρόνια!
Και ήταν αυτός ο Τούσια Μπότσαρης, που η πανώρια μορφή του και το αέτιο βλέμμα του με είχαν τότε καθηλώσει κυριολεκτικά και μέχρι σήμερα, οσάκις τον αντικρύζω, δεν έχω πάψει να αισθάνομαι την ίδια εκείνη συγκλονιστική σχέση/επικοινωνία μαζί του.
Ετσι λοιπόν προέκυψε ως «μονόδρομος» η διαχρονική επιθυμία μου να επιχειρήσω -έστω τόσα χρόνια μετά την «γνωριμία μας»- την συγγραφή μονογραφίας προς τιμή του, γι’ αυτό και είμαι σήμερα ευτυχής για την απόφασή μου.
Πολύ περισσότερο διότι, ιχνηλατώντας τις συμβατικές ιστορικές αναφορές για τον αρειμάνιο Σουλιώτη ήρωα, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτές ήταν ελάχιστες και αποσπασματικές, όμως (ήταν) και αρκετές για να με βεβαιώσουν, ότι επρόκειτο για άνδρα με σπάνιες χάρες, με συνετά λεγόμενα, με απόκοτα κατορθώματα, αλλά και με έναν -υπό τραγικές συνθήκες- επικό θάνατο!
Ακόμη περισσότερο, όμως, κορυφώθηκε το συγγραφικό ενδιαφέρον μου για την βιογραφία του Τούσια Μπότσαρη όταν, εντρυφώντας γενικότερα στα ήθη και στα έθιμα των Σουλιωτών, με έκπληξή μου διαπίστωσα, ότι οι ανάλγητες Μοίρες της αρχαιοΕλληνικής Μυθολογίας, είχαν προκαθορίσει όχι δίκαια -ήδη από την γέννησή του- την πορεία της ζωής αυτού του ξεχωριστού άνδρα πολεμιστή, ο οποίος (όπως θα διαπιστώσουν και οι αναγνώστες της συγγραφής μου), δικαιούνταν να του αναγνωρισθεί μεγαλύτερη ένδοξη υστεροφημία, όχι μόνο μεταξύ των Σουλιωτών αγωνιστών του έπους του 1821, αλλά και πανελληνίως!
Μάλιστα, ως εκ του χαρακτήρος μου (αλλά και ως θεράποντος της δικαιοσύνης επί συναπτά σαράντα πέντε χρόνια), ακριβώς αυτό ήταν το κρίσιμο στοιχείο που με οιστρηλάτησε στην συγγραφική καταγραφή και την προβολή των ιστορικών δρωμένων του, διότι αναιρούν (έστω και σχεδόν διακόσια χρόνια από τον ηρωϊκό θάνατό του) την εν λόγω ιστορική αδικία σε βάρος του και αποκαθιστούν την ένδοξη μνήμη του Τούσια Μπότσαρη στο ύψος και στο εύρος που του έπρεπε.
———————————-
Υ.Γ. Ωστόσο, περαίνοντας την εισαγωγή στο παρόν συγγραφικό μου έργο, οφείλω να αποδώσω τις θερμές ευχαριστίες μου στον συνΕλληνα ιστορικό ερευνητή Κο Θανάση Τζώρτζη, ο οποίος, έχοντας εντρυφήσει με περισσή επιμέλεια και πατριωτικό ενδιαφέρον στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, είχε ήδη εντοπίσει πολύτιμα έγγραφα σχετικά με την πολεμική δράση του Τούσια Μπότσαρη, καθώς και την παντελώς άγνωστη πλήν υπερπολύτιμη -από 1η Σεπτεμβρίου 1825- επιστολή της Μάρως άλλως «Σωτήραινας», αυταδελφής του Μάρκου Μπότσαρη, στοιχεία με τα οποία προθύμως με εφοδίασε, συντελώντας σπουδαία στο όλο συγγραφικό μου έργο σχετικά με τους Μποτσαραίους.
——————————————————
«ΣΑΠΙΟΚΟΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΣΚΥΒΑΛΑ»…
Γρηγόρη Νικηφ. Κοσσυβάκη
Δικηγόρου Αθηνών – Ιστορικού Συγγραφέως
Μετά τις εξαιρετικά οργανωμένες εκδηλώσεις, τις -υψηλής συμβολικότητος- παρουσίες και τά διθυραμβικά επαινετικά μηνύματα τών ηγετών τών πλέον σημαντικών ξένων Κρατών, γνωρίζουμε πλέον όλοι οι Ελληνες και όλες οι Ελληνίδες, ότι εφέτος, όντως συμπληρώθηκαν διακόσια (200) χρόνια από την Επανάσταση τού 1821.
Όταν, δηλαδή, το Ελληνικό Εθνος, οργανωτικά προετοιμασμένο από την «Φιλική Εταιρεία», αλλά και πνευματικά, ιδεολογικά και ιστορικά εφοδιασμένο από τούς πρωτοπόρους ταγούς του -τον μάρτυρα βάρδο Ρήγα Φεραίο και τον σοφό διδάσκαλο Αδαμάντιο Κοραή, αλλά και τον -ανεξιχνίαστης μέχρι σήμερα ταυτότητος «Ανώνυμο τον Ελληνα», ρηξικέλευθο προεπαναστατικό συμπατριώτη μας συγγραφέα- επαναστάτησε γιά πολλοστή φορά, διεκδικώντας την Ελευθερία του από τον αφόρητο ζυγό τών Οθωμανών Τούρκων, πού είχε ήδη διάρκεια τεσσάρων (4) μαρτυρικών αιώνων.
Στον διάρκεια τού πολυαίμακτου εκείνου αγώνα, πού διήρκεσε μέχρι το έτος 1827 και επισφραγίστηκε με την δημιουργία τού πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, με πρώτο Κυβερνήτη του τον σπουδαίο Ιωάννη Καποδίστρια, αναδείχθηκαν σέ πρωταγωνιστικούς ήρωες, γιά τίς εξαιρετικές ικανότητές τους, την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους, αλλά και τις θυσίες τους, αγωνιστές ονομαστοί και θαυμαστοί.
Γι’ αυτούς και τά κατορθώματά τους, καμαρώνει η παμψηφία τών σύγχρονων Ελλήνων και Ελληνίδων, η δε ιστορική μνημόνευσή τους αποτελεί μία διαρκή επιβεβαίωση εθνικής αυτογνωσίας και ένα πειστικό κάλεσμα καθήκοντος γιά όλες και όλους μας.
Γιά όλους και γιά όλες;;; Δυστυχώς όχι, βεβαίως…
Διότι το μοναδικής αξιακής ιδιαιτερότητος Ελληνικό έθνος, το έθνος πολιτισμικός τροφοδότης τής Παγκοσμίου κοινότητος, το θαυμαζόμενο -όπως απεδείχθη αναντίρρητα μόλις πρό ημερών- απ’ όλα τά έθνη τής Υφηλίου, πού ευγνωμόνως παραδέχονται τά γνωσσικά, πνευματικά, επιστημονικά, καλλιτεχνικά, αθλητικά, εικαστικά -και παντοειδή άλλα- οφέλη, πού διαχρονικώς αφειδώλευτα και -βεβαίως- α τ ό κ ω ς (όχι σαν κάποια άλλα «uhber alles» τοκοβόρα και τοκοφάγα έθνη…), αυτό τους προσέφερε, ατυχώς πάσχει και δή ανιάτως…
Πάσχει δε, εφ’ όσον, πέραν τών χιλιάδων (αληθώς χιλιάδων…) ηρώων, διανοουμένων, φιλοσόφων, αστρονόμων, ωκεανοπλόων, τραγωδών, εφευρετών, ιατρών, ολυμπιονικών, ποιητών, μαθηματικών, γεωγράφων, αρχιτεκτόνων, γλυπτών, στρατηγών, ιστορικών και λοιπών αρίστων «ογκολίθων» τού πνεύματος, τής διανοίας, τού σθένους και τής ψυχικής και σωματικής αλκής, παραλλήλως και διαχρονικώς κατατρύχεται και υπό «μυστηριώδους» ασθενείας, η οποία προσέβαλε και συνεχίζει να προσβάλει «μερίδα» συμπατριωτών μας…
Και έχει αυτή η -προφανώς λοιμώδης- ασθένεια, «χαρακτηριστικά» τά οποία -πέραν πάσης λογικής- αντιστρατεύονται «μετωπικά» τά ως άνω παγκοσμίως αναγνωριζόμενα ως θαυμαστά, επαινετά και υμνούμενα αγαθά έργα τών προ-γόνων μας, οπότε:
O μέν επεξηγηματικός χαρακτηρισμός τους, ήταν και πρέπει να είναι αντικείμενοn, αφ’ ενός ιατρικής έρευνας και, αφ’ ετέρου -λόγω τών αντεθνικών συνεπειών πού και στο παρελθόν προκάλεσε, αλλά και νύν επικινδύνως διακυβεύει ύψιστα εθνικά αγαθά- χρήζει και αμέσου και ριζικής αντιμετωπίσεώς της, αφού πρωτίστως καταδειχθεί με σαφείς χαρακτηρισμούς η αντιπατριωτική τοξικότητα τών εκφραστών αυτής.
Διότι, πώς να χαρακτηρίσει ο αντικειμενικός ιστορικός τον …Εφιάλτη πού απεκάλυψε στους Πέρσες το κρυφό μονοπάτι τής «Ανωπαίας» και τους οδήγησε στα νώτα των ηρωϊκώς μαχομένων υπέρ Πατρίδος, Σπαρτιατών και Θεσπιέων, καταδικάζοντάς τους σε βέβαιο θάνατο;;;
Πώς να χαρακτηρίσει ο αντικειμενικός κριτής, εκείνους τους Βυζαντινούς πού άφησαν ανοιχτή την «Κερκόπορτα», αλλά και τους -δήθεν θεοσεβούμενους- προβοκάτορες, πού έψελναν μέσα στην Αγιά Σοφιά, δήθεν ότι: «είναι θέλημα θεού, η Πόλη να Τουρκέψει»!!!…
Επιτρέποντας στον -έτοιμο να εγκαταλείψει την πολιορκία- Οθωμανό Σουλτάνο να την καταλάβει ανέλπιστα, αλλά και οδηγώντας -ως πρόβατα επί σφαγή- το Ελληνικό έθνος, σε σκλαβιά 400 ετών.
Πώς να χαρακτηρίσει ο αντικειμενικός ιστορικός, εκείνους τους μίσθαρνους συνεργάτες τών Γερμανών, οι οποίοι φορώντας μαύρες κουκούλες, κατέδιδαν χωρίς τύψεις τους πατριώτες, στην διάρκεια τής Κατοχής, γνωρίζοντας ότι τους περίμεναν τά μαρτύρια, η κρεμάλα ή το εκτελεστικό απόσπασμα, είτε εκείνους οι οποίοι, ενσυνείδητα οδήγησαν τον Ελληνικό λαό στη διχόνοια και στην ένοπλη αλληλοσφαγή, χάριν τής «ιδεολογικής» τους τυφλότητος…
Παρ’ όλο τον αστείρευτο πλούτο της, η Μάνα γλώσσα όλων τών γλωσσών τής Γής, η Ελληνική μας γλώσσα, «στερεύει» εμπρός στο απύθμενο έγκλημα τών εν λόγω -ενδεικτικώς υπενθυμιζόμενων- εγκληματιών «συμπατριωτών» μας και δικαίως η περιεκτική τής πλήρους νοήματος απαξίας και ύβρεως ιδιότητα πού τους απονεμήθηκε ιστορικώς, ήταν αυτή τού προδότη ή τών προδοτών.
Όμως, αρκεί μόνον η εν λόγω -κοσμίως- απαξιωτική «ρετσινιά»;;;
Καθ’ όσον αφορά τον γράφοντα, η απάντηση είναι -κατηγορηματικώς- όχι !!!
Δεν ικανοποιείται το περί δικαίου κοινό αίσθημα, τών πατριωτών και μάλιστα εκείνων οι οποίοι ενδεχομένως (ο γράφων μεταξύ αυτών) έχουν υποστεί προ-σωπικώς, οικογενειακώς ή προγονικώς, τά αιματηρά και καταστροφικά επίχειρα τών δολίων ενεργειών και παραλείψεων τών εν λόγω προδοτών τού παρελθόντος.
Αλλά βεβαίως και νύν, βλέποντας, ακούγοντας, διαβάζοντας και αντιλαμβανόμενοι ότι, εκείνοι οι προδότες δυστυχώς «σπόριασαν», δηλαδή άφησαν «αντάξιους» απογόνους, οπότε η ιστορική προδοσία εμφανώς «δείχνει» να επαναλαμβάνεται, με απροσμέτρητες καταστροφικές συνέπειες γιά το Εθνος μας, δικαίως -όπως ο γράφων- προβληματίζονται, ανησυχούν και ευλόγως αγανακτούν.
Και, βεβαίως, επειδή το Κράτος έχει σύνταγμα, νόμους και δικαιοσύνη, δεν δια-νοούμαστε όλοι εμείς να αυτοδικήσουμε (παρ’ ότι το κοχλάζον θυμικό μας δυσχερώς συγκρατείται…), μάς απομένει -εν αναμονή τών νομίμων δράσεων τής Πολιτείας- τουλάχιστον η δημόσια κατάδειξη τών προδοτικών πράξεων εκείνων πού ευθύνονται γι’ αυτές, αλλά και η επιλογή τού οφειλομένου -έστω και μη κοσμίου- ανεξίτηλου χαρακτηρισμού πού πρέπει να τους αποδοθεί, να τούς στιγματίσει και να τους ακολουθεί εσαεί.
Η Επανάσταση τού 1821 και οι ήρωες πρωταγωνιστές της, μάς καθοδηγούν και και σ’ αυτή την δυσχερή επιλογή ευλόγου, δικαίου και «καταπελτικού» χαρακτηρισμού τών εν λόγω σύγχρονων προδοτών…
Δύο από τους πλέον προβεβλημένους -και δικαίως- ήρωές μας, ο και αρχιστράτηγος Γιώργης Καραϊσκάκης και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, προφανώς έχοντας αντιμετωπίσει τον ίδιο προβληματισμό, είχαν επιλέξει και από έναν απίστευτα ιδιώνυμο χαρακτηρισμό γιά όλους εκείνους πού οι συμπεριφορές και οι παραλείψεις τους δεν «καλύπτονταν» από τον απλό χαρακτηρισμό τού «προ-δότη»…
Και ο μέν Ανδρέας Μιαούλης αποκαλούσε το «είδος» αυτό τών συγχρόνων του, με την ονομασία «σ κ ύ β α λ α», δηλαδή «σκουπίδια», αλλά σκουπίδια όζουσας και αποσυνθετικής καταστάσεως. (…)
Ο δε πασίγνωστος γιά την αθυροστομία του, αλλά και πολυπαθών από τέτοιους -βρώμιας ψυχής- συγχρόνους του, Γιώργης Καραϊσκάκης, είχε χρησιμοποιήσει «κατά κόρον», έναν ακόμη πιό αιχμηρό -έως θανατηφόρο- χαρακτηρισμό, αποκαλώντας τους -συλλήβδην- «σ α π ι ο κ ο ι λ ι έ ς»!!!
Μάλιστα, κατά μία ιστορική πληροφορία, τον ίδιο -ισοπεδωτικό- χαρακτηρισμό «σαπιοκοιλιές», είχε προσάψει περιφρονητικά και ο ήρωας-μάρτυς Οδυσσέας Ανδρούτσος, σε εκείνους τους ανεκδιήγητους πρώην συναγωνιστές του, αλλά μετ’ ολίγον και βασανιστές, και άνανδρους δολοφόνους του (…)
Ομως ναί, όταν στις ημέρες μας, διαβάζουμε και ακούμε συγχρόνους μας πολιτικούς, δημοσιογράφους, «σιτιζομένους» αρθρογραφούντες, «κηφηνοειδείς» συνδικαλιστές, κομματικούς ή άναρχους νεολαίους, αλλά και λοιπών «ποικίλων» πολύχρωμων ιδιοτήτων «συμπατριώτες» μας, οι οποίοι:
Aμφισβητούν την ηθική αξία τής εθνικής μας παλιγγενεσίας τού 1821, υποτιμώντας, λοιδωρώντας και απαξιώνοντας τους πρωταγωνιστές της και πολύτιμους ήρωές μας, αλλά και κάθε άλλης εποχής, ενδόξους προγόνους μας.
Περιφρονούν και προσβάλουν την Ελληνική σημαία και τους πατριωτικούς συμβολισμούς της, ενώ αδίστακτα καταστρέφουν ή βρωμίζουν, ανεκτίμητα καλλιτεχνήματα, αρχιτεκτονήματα και λοιπά πολιτισμικά μνημεία μας.
Μεμψιμοιρούν γιά τις παρελάσεις και λοιπές πατριωτικές εκδηλώσεις τής άλκιμης -στρατευμένης και σπουδάζουσας- νεολαίας μας.
«Ξυνίζουν τά μούτρα τους» στην κάθε συγγραφική, αρθρογραφική, εορταστική, καλλιτεχνική κ.λπ. αναφορά εθνικής ιστορικής αναδρομής.
Είναι «από χέρι» ενάντιοι σέ κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού τών ενόπλων δυνάμεων τής Χώρας και τής ουσιαστικής στελεχώσεως αυτών.
Συνιστούν -άσκεφτα ή και αργυρώνητα- «συνομιλίες», «ειρηνικές διαπραγματεύσεις», «συνδιαχειρήσεις τού Αιγαίου πελάγους» και «να τά βρούμε»…, με τούς άσπονδους, αδιόρθωτους, δόλιους και διαχρονικά βαρβάρους εχθρούς τού Ελληνικού Εθνους.
Ναί, σε όλες και όλους αυτούς, απευθυνόμαστε αυστηρά και τους λέμε ότι, δεν είναι μόνον -συνειδητοί ή ασυνείδητοι- προδότες τής Πατρίδος, αλλά είναι και -κατά τον Μιαούλη, τον Καραϊσκάκη και τον Ανδρούτσο- «σκύβαλα» και «σαπιοκοιλιές», άξιοι μόνον γιά λοιμώδεις εμπτυσμούς…
Αθήνα, 31η Μαρτίου 2021
Γρηγόρης Νικηφ. Κοσσυβάκης