ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΟΣΣΥΒΑΚΗ
———————————————————-

  Η ιστορική κατάληψη τής Νομικής Σχολής Αθηνών στό διήμερο 21-22 Φεβρουαρίου 1973 υπήρξε αδιαμφισβήτητα η πρώτη από τις κορυφαίες εκδηλώσεις μαζικής διαμαρτυρίας κατά τού καθεστώτος τής Χούντας των Συνταγματαρχών.

 Όσοι συμμετείχαμε τότε ενεργά στο φοιτητικό κίνημα, γνωρίζουμε ότι προετοιμάστηκε και συντονίστηκε κατ’ αρχήν από μία μικρή ομάδα φοιτητών και φοιτητριών τής Νομικής και εν συνεχεία τής συστεγαζομένης στό ίδιο κτίριο Φιλοσοφικής Σχολής.

 Πολλοί από τούς παραπάνω πρωτοπόρους ανήκαν ήδη ιδεολογικά και οργανωτικά στίς Φοιτητικές παρατάξεις τών εκτός νόμου κομμάτων τής Αριστεράς (ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ γιά τό ΚΚΕ και «ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ» γιά τό «ΚΚΕ Εσωτερικού»), καθώς και κάποιοι/ες ενταγμένοι/νες σέ αριστερίστικες οργανώσεις όπως  η ΑΑΣΠΕ και η ΠΠΣΠ.

 Ομως, πολλοί άλλοι είμαστε ανένταχτοι, όπως ο γράφων, πού κατά τήν προδικτατορική εποχή (1965-1967), από μαθητής ήμουν ενταγμένος στην Ε.ΔΗ.Ν. την δυναμική νεολαία τής Ενώσεως Κέντρου τού Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ τέσσερις (4) ημέρες πρίν τήν εκδήλωση τής δικτατορίας τής 21ης Απριλίου 1967, ως φοιτητής τής Νομικής Αθηνών είχα εκλεγεί πρόεδρος τών -τότε- πρωτοετών συμφοιτητών μου.

 Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις όποιες ιδεολογικές διαφορές μας, όλοι μαζί είχαμε τήν διάθεση νά αντιπαρατεθούμε μέ τήν Χούντα και τούς ποικίλους μηχανισμούς καταστολής και κατατρομοκρατήσεώς μας (Ασφαλίτες και Στρατιωτική Αστυνομία), έστω και μέ κίνδυνο τής σωματικής μας υγείας και ακεραιότητος, αλλά και τής απώλειας τών ακαδημαϊκών μας σπουδών.  (1)

 Ετσι λοιπόν, φθάνοντας στά μέσα Φεβρουαρίου 1973, μία δεκαμελής επιτροπή πού προέκυψε από προηγούμενη συνέλευση συμφοιτητών τής Νομικής Σχολής Αθηνών στίς 31.01.1973 (και εδώ θεωρώ, ότι πρέπει να αναφερθούν τά ονόματά τους : Γιώργος Βερνίκος, Νικήτας Λιοναράκης, Αλέκος Αλαβάνος, Νίκος Μπίστης, Γιάννης Δρόσος, Αλκης Κούρκουλας, Ιωάννα Καρυστιάνη, Τάσος Ξένος, Γιώργος Παριανός και Γιώργος Χαραλαμπόπουλος), οργάνωσε με επιτυχία την 16η Φεβρουαρίου, μιά πρώτη κατάληψη τού κτιρίου τής Νομικής.

 Σε εκείνη την ενθουσιώδη συγκέντρωση 500 (περίπου) φοιτητών/φοιτητριών τής Νομικής, αλλά και τής Φιλοσοφικής, όπου και εκεί είχε συσταθεί 5μελής συντονιστική επιτροπή από τίς : Tιτίκα Σαράτση, Κλειώ Κόντου, Αγγελική Ξύδη, Αριάδνη Αλαβάνου και Βέρα Δαμόφλη (πλαισιωμένες και από αρκετές άλλες), απωθήθηκαν δυναμικά έξω από το κτίριο οι Χουντικοί τραμπούκοι συμφοιτητές.

 Βεβαια, εκείνη η «κατάληψη» κράτησε μόνο μέχρι τις απογευματινές ώρες τής ίδιας ημέρας, όμως μάς έδωσε τήν αυτοπεποίθηση γιά μία επόμενη πιό δυναμική και μεγαλύτερης διάρκειας, παρ’ ότι μετά τήν αποχώρησή μας από το κτίριο τής Νομικής υπήρξαν στους πέριξ δρόμους πολλές συλλήψεις και άγριες κακοποιήσεις πολλών παιδιών. (2)

 Στήν εβδομάδα πού επακολούθησε την παραπάνω «πρόβα καταλήψεως», η Χούντα έσπευσε να ενεργοποιήσει τον νόμο περί υποχρεωτικής στρατεύσεως, οπότε πολλοί από τούς πρωταγωνιστές φοιτητές τών μέχρι τότε κινητοποιήσεών μας στρατεύτηκαν βιαίως.

 Ωστόσο, παρά την διάχυτη τρομοκρατία, υπήρξαν αλλεπάλληλες επί μέρους συναντήσεις συναγωνιστών, σε μικρές συγκεντρώσεις σέ σπίτια (όπως το φιλόξενο σπίτι τής Αγγέλας Τσατάλα πολύ κοντά στη Νομική), αλλά και σε ταβερνάκια τής Καισαριανής και τών Εξαρχείων, σέ αρκετές από τίς οποίες συμμετείχα.

 Βέβαια, ήμουν από τούς ελάχιστους τής γενιάς τών επί πτυχίω συμφοιτητών μου, οι οποίοι είχαν επίσης δραστηριοποιηθεί μέσα από τίς σημαντικές πρωτοβουλίες και πολιτικές/πολιτισμικές εκδηλώσεις τής Ε.ΚΙ.Ν. (Ελληνοευρωπαϊκής Κινήσεως Νέων), όπως οι: Γιώργος Βερνίκος, Μάκης Παρασκευόπουλος, Νίκος Αλιβιζάτος, Ξενοφών Γιαταγάνας κ.ά. (3)

 Ετσι λοιπόν, τό βραδάκι τής 20ης Φεβρουαρίου 1973, ήρθαν νά μέ βρούν στό πατρικό σπίτι μου στό Παγκράτι η Ιωάννα Καρυστιάνη, ήδη εκλεγμένη Πρόεδρος τών Κρητών φοιτητών, μαζί με τον Αλέκο Αλαβάνο (και την συντρόφισσά του Κάτια), που ήσαν σημαντικά στελέχη τής ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ, αλλά δέν μπορούσαν νά κοιμηθούν στά σπίτια τους, γιατί απ’ έξω τούς παραμόνευαν περιπολικά τής Αστυνομίας με γνωστούς ασφαλίτες. (4)

  Οπότε, τακτοποίησα τούς παραπάνω συναγωνιστές γιά ύπνο σέ γειτονικό άδειο διαμέρισμα από το οποίο είχα τα κλειδιά και τό πρωί ήρθαν στο σπίτι μου όπου πήραμε πρωινό από τήν μητέρα μου, η οποία «με σφιγμένη καρδιά» ήταν ένθερμα σύμφωνη με τίς επικίνδυνες πρωτοβουλίες μου, ως παλαίμαχη αγωνίστρια-νοσοκόμα στόν ΕΛΑΣ επί Γερμανικής Κατοχής.

 Στήν συνέχεια εμείς, ανά δύο, πήραμε ταξί πού μάς άφησαν ακριβώς έξω  από τήν κύρια πύλη τής Νομικής Σχολής στήν οδό Σόλωνος κι αυτό γιά ν’ αποφύγουμε την σύλληψή μας από τόν κλοιό τών αστυνομικών γύρω από την Νομική, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί ότι κάτι ετοιμάζαμε και «μάς περίμεναν στις γωνίες», πράγμα πού δέν απέφυγαν αρκετοί άλλοι, επίσης «σταμπαρισμένοι» συναγωνιστές φοιτητές, όπως ο Γιώργος Παριανός πού τόν περίμεναν οι ασφαλίτες στήν αφετηρία τού λεωφορείου του και έτσι δέν τόν είχαμε στήν κατάληψη.

 Ωστόσο, γύρω στίς 11 π.μ. η προσέλευση των συμφοιτητών/τριών ήταν τεράστια γιατί εκτός από τούς «συνήθεις υπόπτους» τής Νομικής και τής Φιλοσοφικής, κατέφθασαν οργανωμένοι πολλοί συμφοιτητές τής γειτονικής Φυσικομαθηματικής με επικεφαλής τον δυναμικό Διονύση Μαυρογένη, τής Βιομηχανικής Πειραιώς με τον Γιώργο Φιλιππάκη, αλλά και πολλοί άλλοι κινητοποιημένοι από τούς Εθνικοτοπικούς Συλλόγους, όπως τών Ηπειρωτών πού είχαν πρόεδρο τον δραστήριο Στέφανο Τζουμάκα, τών Χίων, τών Αρκάδων, τών Ηλείων και βεβαίως τών Κρητών, οπότε το συνολικό πλήθος που βρέθηκε εντός τής Νομικής σχολής γύρω στο μεσημέρι, όταν αποφασίσαμε να κλείσουμε την κεντρική πύλη, κατά τούς υπολογισμούς μας είχε φτάσει τίς 2.000 με 2.500 χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες. (5)

 Ο ενθουσιασμός όλων ήταν απερίγραπτος και κορυφώθηκε όταν πολλοί βρέθηκαν στις δύο επάλληλες ταράτσες τού κεντρικού κτιρίου, οπότε πλέον η κατάληψη έγινε αισθητή σε όλη την περιοχή πέριξ τής οδού Ακαδημίας, όπου υπήρχαν μεγάλα πολυόροφα κτίρια με γραφεία, φροντιστήρια και κατοικίες, αλλά και δεκάδες αφετηρίες λεωφορείων πρός κάθε κατεύθυνση και διάφορες συνοικίες, με συνέπεια η είδηση τής καταλήψεως να διαδοθεί αστραπιαία σε όλη την Αθήνα και βεβαίως σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Γιάννινα, όπου υπήρχαν μεγάλες πανεπιστημιακές σχολές.

 Από τις δύο ταράτσες τής Νομικής εκφωνούνταν από εκατοντάδες στόματα τα έντονα συνθήματα, όπως το «Φέρτε μας τα αδέλφια μας» (για τούς ήδη στρατευμένους συμφοιτητές μας), «Λευτεριά στους Φοιτητές», «Συμπαράσταση Λαέ» κ.λπ., ενώ αναρτήθηκαν πρόχειρα πανώ με τά ίδια συνθήματα, ενώ κορυφαία ενορχηστρώτρια στίς εκεί εκδηλώσεις αναδείχθηκε η Ιωάννα Καρυστιάνη, πού η διαπεραστική «ηλεκτρική» φωνή της προκαλούσε ρίγη συγκινήσεως και ανέβαζε τον ενθουσιασμό όλων μας.

 Θυμάμαι έντονα, ότι σε κάποια διακοπή τής εκφωνήσεως τών συνθημάτων και ενώ ήμουν στο 3ο όροφο τού κτιρίου από την πλευρά τής οδού Μασσαλίας, με πλησίασε η Ιωάννα μαζί με τον Θάνο Μικρούτσικο, πού τον είχα γνωρίσει πιό πρίν, από την συντρόφισσά του Κοραλλία Σωτηριάδου.

 Είχαν ήδη ετοιμάσει ένα κείμενο πού θα αποτελούσε τον περίφημο «Ορκο τών φοιτητών» και ήθελαν να το «χτενίσω». Καθήσαμε οι τρείς μας στα σκαλιά και το βρήκα εξαιρετικό, κάνοντας μόνο δύο-τρείς λεκτικές παρατηρήσεις, ενώ αμέσως μετά η Ιωάννα τον εκφώνησε στήν ταράτσα, όπου όλοι «εν χορώ» επαναλάμβαναν τον όρκο. (6)

  Θυμάμαι και πρέπει ν’ αναφερθώ στην δραστήρια παρουσία στην κατάληψη τών συναγωνιστών φοιτητών τής Νομικής : Μάκη Παρασκευόπουλου, Χρήστου Λάζου, Γιώργου Χαραλαμπόπουλου, Γιώργου Αγιοστρατίτη, Νίκου Μπίστη, Στέφανου Τζουμάκα, Γιώργου Παπαπέτρου, Γιάννη Μαντζουράνη, Νίκου Μεγγρέλη, Γιάννη Σεργόπουλου, Τάσου Φιλίππου, Γιάννη Διαμαντίδη, Σωτήρη Φέλιου, αλλά και τού Θοδωρή Καλούδη, πού είχε την φαεινή ιδέα να φέρει και να εγκαταστήσει μιά πολύτιμη μικροφωνική/μεγαφωνική εγκατάσταση με την οποία ενημερωνόμαστε για διάφορες ανακοινώσεις και διαδικασίες τών επιτροπών μέσα στήν πολιορκημένη Νομική.

  Τις βραδυνές ώρες εκείνης τής ιστορικής ημέρας, ο γράφων βρέθηκα και με μία μικρή ομάδα νεώτερων συμφοιτητών και συμφοιτητριών στή γωνία τής 1ης ταράτσας τού αποκλεισμένου κτιρίου με μέτωπο στην οδό Ακαδημίας, όπου συγκροτήθηκε αυθόρμητα μιά μικρή χορωδία, με την οποία για αρκετή ώρα τραγουδούσαμε πατριωτικά άσματα όπως τό επικό «Πότε θα κάνει ξαστεριά», τό δημοτικό «Παιδιά τής Σαμαρίνας» και άλλα.

 Τά τραγούδια αυτά ακούγονταν μέ ευκρίνεια μέχρι τήν οδό Ακαδημίας όπου πάρα πολλοί γονείς και συγγενείς τών πολιορκημένων φοιτητών, ξενυχτούσαν κρατώντας αναμμένα κεριά και ανάμεσά τους -όπως έμαθα μετά- ήταν και η μητέρα μου Μαρία Κοσσυβάκη-Σιδέρη.

 Στά ξημερώματα τής νύχτας εκείνης, ο γράφων «λαγοκοιμήθηκα» στά καθίσματα μιάς μικρής αίθουσας τής Νομικής σχολής, μαζί με τον φίλο Γιώργο Χαραλαμπόπουλο. Θυμάμαι ακόμη, παραπλεύρως συγκοιμώμενο και τόν πρωτοετή Ανδρέα Κούρκουλα, νεώτερο αδελφό τού Αλκη Κούρκουλα, τότε σημαντικού συναγωνιστή και μετέπειτα γνωστού δημοσιογράφου. (7)

 Εκεί, μέ τό ξύπνημά μας κατά τίς 6.30 π.μ., ο γράφων είχα μιά πρωτότυπη ιδέα: Αυτή τής επάρσεως τής Ελληνικής σημαίας πού υπήρχε σέ ιστό στήν ταράτσα τής Νομικής Σχολής, στή γωνία τών οδών Σόλωνος και Μασσαλίας.

 Εμπιστεύτηκα τήν ιδέα μου στόν Γιώργο Χαραλαμπόπουλο πού ενθουσιάστηκε και μέ τό ξημέρωμα, περίπου κατά τίς 7 π.μ., αρχίσαμε νά ξεσηκώνουμε όσους κοιμόντουσαν στίς επί μέρους αίθουσες και τά αμφιθέατρα «Σαριπόλων» και Φιλοσοφικής, οπότε μέ σύντονες προσπάθειες, συγκεντρώσαμε στο χώρο τής σημαίας, περί τούς τριακόσιους (300) «αγουροξυπνημένους» συμφοιτητές και συμφοιτήτριες.

 Διακινδυνεύοντας τό σκαρφάλωμα στήν γωνία τού πρεβαζιού, όπου ήταν τά σίδερα στήριξης τού ιστού τής σημαίας, προετοίμασα τά σχετικά μέ τά σχοινιά της και έδωσα τό σύνθημα γιά τήν ανάκρουση τού Εθνικού ύμνου από τούς συγκεντρωμένους, ενώ αναρτούσα αργά τήν μεγάλη σημαία τής Νομικής Σχολής.

 Αυτό τό αναπάντεχο γεγονός τής τελετουργικής επάρσεως τής Ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση τού Εθνικού ύμνου (πού δεν ξέφυγε από τους ανταποκριτές τού ξένου τύπου που καραδοκούσαν και φωτογραφήθηκε με τηλεφακό), απεδείχθη ως ένα από τά πιο σημαντικά γεγονότα τής καταλήψεως διότι, ενώ η προπαγάνδα τής Χούντας συστηματικά μάς συκοφαντούσε ως ….«αλήτες», «απάτριδες» και «αναρχικούς», η πράξη μας αυτή, πού ανέδειξε τόν ένθερμο πατριωτισμό μας, τούς στέρησε το «επιχείρημα». (8)

 Οι συνέπειες τής εν λόγω πρωτοβουλίας μου, φάνηκε άμεσα, εφ’ όσον, τήν ίδια ημέρα (22.2.1973), η Πρυτανεία τού ΕΚΠΑ  (μέ πρύτανη τόν Καθηγητή τής Ιατρικής Αθηνών Κων/νο Τούντα), μάς απηύθυνε πρόσκληση γιά διαπραγματεύσεις, ενώ μέχρι τότε υπήρχε απολυτη άρνηση επικοινωνίας μαζί μας, ώστε νά μήν νομιμοποιήσουν τό φοιτητικό κίνημα.

 Ο γράφων, με τίς συναγωνίστριες τής Φιλοσοφικής Τιτίκα Σαράτση και Κλειώ Κόντου, ήμουν μεταξύ τών φοιτητών πού μετέβησαν από την πολιορκημένη Νομική Σχολή στό Κεντρικό κτίριο τού ΕΚΠΑ και γνωρίζω «πρώτο χέρι» τίς συζητήσεις και τίς διαπραγματεύσεις μας εκεί, στίς οποίες πήραν μέρος ως εκπρόσωποί μας και μέλη τής επιτροπής τής καταλήψεως, ο Γιώργος Βερνίκος (που είχε αποκλεισθεί έξω από την κατάληψη την 1η ημέρα), ο Γιάννης Μαντζουράνης, ο Νίκος Μπίστης και ο Χρήστος Λάζος. (Αν θυμάμαι καλά…).

 Ωστόσο, έχω να εκθέσω και ένα ανέκδοτο γεγονός πού συνέβη τότε εκεί…

 Μέ αφορμή το ευρύχωρο ναυτικό αμπέχωνο πού φορούσα, «επιλέχτηκα» από τόν τότε Καθηγητή τής Θεολογικής και Επίσκοπο Ανδρούσης Κο Αναστάσιο (επρόκειτο γιά τόν σημερινό σεβάσμιο Αρχιεπίσκοπο τής Αλβανίας!!!), πού είχε φροντίσει νά προμηθευτεί (500) αναβράζοντα δισκία βιταμίνης «C», συσκευασμένα ανά (50) σε «ζωνάρια» από αλουμίνιο και τά οποία μού «έζωσαν» στή μέση μου και καλυπτόμενα από το φαρδύ αμπέχωνό μου και τα πέρασα στή Νομική Σχολή. Εκεί ανέλαβα να διανείμω τίς βιταμίνες στούς συμφοιτητές και συμφοιτήτριες πού δεν είχαν βάλει κάτι στο στόμα τους επί περισσότερες από 30 ώρες και με λίγο νερό ήπιαν από μία δυναμωτική πορτοκαλλάδα. (Θυμάμαι ενδεικτικά, ότι τήν πρώτη βιταμίνη την έδωσα στην συναγωνίστρια Ολγα Τρέμη, στις ημέρες μας γνωστή δημοσιογράφο…)

 Βέβαια, η σχετική απειρία μας στήν οργάνωση μιάς τέτοιας εκτάσεως και σημασίας πολυπληθούς εκδηλώσεως, χωρίς την πρόβλεψη κάποιων στοιχειωδών προμηθειών διατροφής και λοιπών χρειωδών, δεν μάς επέτρεψε να την συνεχίσουμε για Τρίτη ημέρα, κατά την οποία ενδεχομένως να είχαν συμβεί πολλά αναπάντεχα για την τύχη τής Χούντας, εφ’ όσον ο λαϊκός αναβρασμός σε πολλές συνοικίες, όπως λ.χ. στην Καισαριανή, ήταν έντονος και ήδη πολύς κόσμος είχε βγεί στους δρόμους με συνθήματα.

 Όμως, τις απογευματινές ώρες τής 22ης Φεβρουαρίου, πολλά άτομα -κυρίως πρωτοετείς φοιτητές και φοιτήτριες πού είχαν πάρει μέρος στην κατάληψη με πολύ ενθουσιασμό αλλά ήσαν και εντελώς απροετοίμαστοι για την συνεχιζόμενη διάρκειά της- είχαν αρχίσει να δυσφορούν και ζητούσαν να ανοίξουν οι πύλες για να φύγουν, γεγονός που βεβαίως θα ήταν καταστροφικό για την κατάληψη.

 Η απρόοπτη αυτή εξέλιξη, επέβαλε την νέα συνεννόησή μας με την Σύγκλητο στην οποία, αυτή την φορά, πήγε μία διμελής αντιπροσωπεία από τούς Νίκο Μπίστη και Γιάννη Μαντζουράνη, οι οποίοι απαίτησαν να απομακρυνθούν σε ικανή απόσταση από την Νομική σχολή οι αστυνομικοί και οι χουντικοί τραμπούκοι φοιτητές που «καραδοκούσαν» για να μάς επιτεθούν σε περίπτωση εξόδου.

 Επιστρέφοντας οι δύο παραπάνω συναγωνιστές μάς ανακοίνωσαν, ότι ο Πρύτανης Κων/νος Τούντας εγγυόταν προσωπικά για την ασφάλεια και την σωματική ακεραιότητά μας σε περίπτωση ομαδικής αποχωρήσεώς μας.

 Οπότε, μετά από μερικές επί μέρους συσκέψεις και συνεννοήσεις, επικυρώθηκε η απόφαση για συνολική αποχώρησή μας από το κτίριο, ενώ κατέφθασε έξω από την μεγάλη θύρα ο Πρύτανης και εγώ συμφώνησα να παραμείνω μαζί του μέχρι την πλήρη εκκένωση τού κτιρίου, εφ’ όσον τα περισσότερα παιδιά με γνώριζαν φυσιογνωμικά και έννοιωθαν εμπιστοσύνη βλέποντάς με, ενώ αποχωρούσαν στο σκοτάδι πού είχε ήδη πέσει.

 Εκεί στην μεγάλη θύρα τής Νομικής παρέμεινα επί μία ώρα περίπου, όσο έβγαιναν από το κτίριο ομάδες-ομάδες οι συμφοιτητές και οι συμφοιτήτριες, απεχώρησα δε τελευταίος (μαζί και ο νεώτερος συμφοιτητής Γιάννης Δρόσος, μετέπειτα καθηγητής Νομικής και Δικηγόρος), οπότε, με «αγκαζέ» τον Πρύτανη, πού πρός τιμή του με συνόδεψε για την ασφάλειά μου μέχρι την οδό Ακαδημίας, διέφυγα πρός το Παγκράτι.

 Ωστόσο, η πορεία τού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, με εφαλτήριο τήν ιστορική (διήμερη) κατάληψη τής Νομικής Σχολής Αθηνών, εν συνεχεία «απογειώθηκε», μέ συνεχείς καταλήψεις στην ίδια αλλά και σε όλες τίς Ανώτατες Σχολές και Ιδρύματα τών Αθηνών και ακόμη στή Θεσσαλονίκη, στήν Πάτρα, στά Γιάννινα κ.λπ. βεβαίως μέ συνέπεια τά ακόμη πιό σκληρά μέτρα καταστολής τής Χούντας, μέ αθρόες επιστρατεύσεις και συλλήψεις και μέ άγρια βασανιστήρια από τήν Στρατιωτική Αστυνομία (Ε.Σ.Α.) και τήν Γενική Ασφάλεια Αθηνών, από «διακεκριμένα» στελέχη της, όπως οι διαβόητοι Αστυνόμοι: Mάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης κ.λπ.

 Ομως, το επίκεντρο τών αντιδικτατορικών ζυμώσεων ήταν πάντοτε η Νομική Αθηνών και παρά τήν δραματική εισβολή τής Ασφάλειας στίς 20.03.1973, με συνέπεια τούς τραυματισμούς αρκετών φοιτητών και τίς συλλήψεις πολλών άλλων (απ’ όπου ο γράφων κατόρθωσα να διαφύγω σώος «ως εκ θαύματος», γιά να βρεθώ μετά δύο ημέρες στό …Αγιο Ορος, κρυπτόμενος εκεί επί μία εβδομάδα…), κατά τον μήνα Απρίλιο 1973 κατακτήσαμε το δικαίωμα σε καθημερινές ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις στήν περίφημη σκάλα τού τρίτου ορόφου έξω από το μεγάλο Αμφιθέατρο Σαριπόλων, με ομιλίες, συζητήσεις και «ζυμώσεις στη βάση», όπου ο γράφων υπήρξα από τούς τακτικούς ομιλητές, άν και εμφανιζόμουν και αποχωρούσα με μύριες προφυλάξεις και «κόλπα». (9)

 Πράγματι, η Χούντα πού ανησυχούσε σφόδρα από αυτή την διαρκή εστία επαναστατικών διεργασιών, εφάρμοσε ένα σχέδιο στοχευμένων συλλήψεων, ιδιαίτερα στις αρχές Μαϊου 1973, με συνέπεια τον απορφανισμό τού φοιτητικού κινήματός μας, με συνέπεια στα μέσα Μαϊου οι συγκεντρώσεις μας να φυλλοροούν και με βία να συγκεντρώνονται 250-300 συναγωνιστές και συναγωνίστριες, ενώ και οι συνεννοήσεις μεταξύ τών ηγετικών συναγωνιστών να είναι από πολύ δυσχερείς έως αδύνατες εφ’ όσον πάρα πολλοί ήσαν, είτε δέσμιοι είτε στήν παρανομία.

 Ετσι λοιπόν, στά μέσα Μαίου 1973, είχα μιά τολμηρή ιδέα, την οποία συζήτησα με μερικούς συναγωνιστές που συνάντησα σ’ ένα παλιό διώροφο κτίριο τής οδού Ζωοδόχου Πηγής, όπου στεγάζονταν κάποιος εθνοτοπικός σύλλογος.

 Η ιδέα μου ήταν η εξής: εφ’ όσον δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε άμεσα το βάρος επομένων συγκεντρώσεων, σε μία τελευταία συγκέντρωση, να ορίσουμε απ’ ευθείας την επόμενη για το …Φθινόπωρο τής ίδιας χρονιάς!!!

 ¨Ετσι λοιπόν, στήν τελευταία συγκέντρωση στή Νομική Σχολή, στίς 16.05.1973, όπου ομιλητές, εκτός από τον γράφοντα ήταν οι : Παναγιώτης Λαφαζάνης και Τάσος Σαπουνάκης, δηλώσαμε πρός τούς συγκεντρωμένους συναγωνιστές (μόνον 120-150 περίπου…), ότι: «λόγω τής επικείμενης εξεταστικής περιόδου Μαϊου-Ιουνίου, η επόμενη συγκέντρωσή μας ορίζεται για την 20η Σεπτεμβρίου 1973», οπότε να «ζυμώσουν» όλο το καλοκαίρι την ημερομηνία αυτή, κρατώντας έτσι ενεργή την συνέχεια τού φοιτητικού κινήματος.

 Ωστόσο, με την λήξη τής συγκεντρώσεως εκείνης και κατά τήν αποχώρησή μου από την Σχολή, με εντόπισαν και μέ συνέλαβαν στήν οδό Σίνα, οι «σεσημασμένοι» αστυνομικοί τού Σπουδαστικού τής Γενικής Ασφάλειας Σμαϊλης και Κανούσης, πού με μετέφεραν με περιπολικό στό ΕΑΤ-ΕΣΑ, (όπισθεν τού σημερινού Μεγάρου Μουσικής).

 Εκεί (στό κελί «Ο») μαζί τούς νεώτερους συμφοιτητές Ανδρέα Νικολόπουλο και Δημήτρη Μαλεβίτη, υποστήκαμε γιά 15 ώρες περίπου, διαδοχικό ομαδικό και ατομικό ξυλοφόρτωμα από τούς διαβόητους Εσατζήδες βασανιστές «Τσέλιγκα», «Σερίφη», «Πέτρου» κ.λπ. Από εκεί διατηρώ ακόμη και την ανάμνηση τής απώλειας δύο δοντιών τής δεξιάς οδοντοστοιχίας μου, από τις στοχευμένες  γροθιές και χαστούκια τού φανατισμένου Τσέλιγκα. (…)

 Όμως, η ένταση και η έκταση τού φοιτητικού ξεσηκωμού που προηγήθηκε αλλά και το κίνημα τού Ναυτικού τον Μαϊο 1973, με την διαφυγή τού Αντιτορπιλλικού «ΒΕΛΟΣ» στην Ιταλία, είχε θορυβήσει την Χούντα και την υποχρέωσε να προσπαθήσει να «εξωραϊσει» το καθεστώς της.

 Αυτό έγινε με τον σχηματισμό Κυβέρνησης υπό τον παλαιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη, η οποία ανέλαβε το καλοκαίρι τού 1973 και με μέτρα αποφυλακίσεως και αποστρατεύσεως τών φοιτητών επιχείρησε να κατευνάσει τήν αυξανόμενη αγανάκτηση τού Ελληνικού λαού, αν και ματαίως όπως αποδείχτηκε.

 Ετσι λοιπόν, στις 20 Σεπτεμβρίου 1973, έξω από την Νομική Σχολή βρέθηκαν συγκεντρωμένοι περίπου 2.500 χιλιάδες φοιτητές, αποφασισμένοι και έτοιμοι για την συνέχεια τού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, οπότε η κορύφωση αυτή δεν άργησε να συμβεί με τά συνταρακτικά γεγονότα τής μεγάλης καταλήψεως τού Πολυτεχνείου στίς 14, 15, 16, 17 Νοεμβρίου 1973 και ήταν το πλέον δυναμικό αντιστασιακό γεγονός στήν διάρκεια τής 7χρονης δικτατορίας τών Συνταγματαρχών!!!

 Όμως, όπως κατέγραψε ο γνωστός Ολλανδός δημοσιογράφος Currant πού με τίς τολμηρές ανταποκρίσεις του πληροφορούσε αυθεντικά την Ευρώπη για τα δραματικά γεγονότα τής φοιτητικής εξεγέρσεως μας: «Μπορεί η κατάληψη τού Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973 να θεωρείται δικαίως η κορυφαία στιγμή τού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, όμως η ιστορική κατάληψη τής Νομικής που προηγήθηκε, τον Φεβρουάριο 1973, ήταν η πρώτη ομαδική αντιστασιακή εκδήλωση κατά τής Χούντας και γι’ αυτό υπήρξε εξ ίσου σημαντική».

——————————————————————————————————

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΑ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
——————————————————

 1. Στό λιτό κείμενό του με τίτλο «ΣΑΝ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ», ο Γιώργος Ιωάν. Χαραλαμπόπουλος (εγκάρδιος φίλος από πρίν αλλά και συναγωνιστής σε εκείνα τα ιστορικά γεγονότα) έγραψε: «Κανείς από μάς δεν φαντάζονταν το 1970, ότι οι διάφορες κλειστές παρέες του φοιτητικού κόσμου θα ενώνονταν σάν σταγόνες σιγά σιγά, θα ζυμώνονταν σε θέσεις και αιτήματα και θα εξελίσσονταν στον χείμαρρο πού βιώσαμε στην κατάληψη τής Νομικής Σχολής (21 Φλεβάρη τού ’73) και αργότερα στο Πολυτεχνείο».

 2. Θυμάμαι ενδεικτικά μιά φίλη, πρωτοετή φοιτήτρια τής Φιλοσοφικής, τήν Γεωργία Αρβανίτη από το Αγρίνιο, πού χτυπήθηκε μέ «κοφτή παλάμη» στήν ρίζα τής μύτης της από αστυνομικό-τραμπούκο ονόματι Τσαούση και γιά 10 ημέρες έρχονταν στίς διεργασίες μας με έντονους μαύρους κύκλους στά πρισμένα μάτια της (…)

 3. Επεξηγώ, ότι εξ αιτίας τών αντιδικτατορικών μου πρωτοβουλιών αμέσως μετά την επιβολή τής Χούντας, οπότε η αυθόρμητη ομιλία μου πρός τούς πρωτοετείς συμφοιτητές μου, ήδη στις αρχές Μαϊου 1967, είχε επισύρει την πρώτη άμεση σύλληψή και τις ταλαιπωρείες μου στήν Γενική Ασφάλεια, η οποία τότε έδρευε στην οδό Μπουμπουλίνας, πίσω από το Πολυτεχνείο.

 Οπότε, εν συνεχεία απώλεσα τα μαθήματα τού 1ου έτους με εντολή τής Ασφάλειας πρός τούς καθηγητές μου. (Πλήν τής γενναίας Υφηγήτριας Κας Μ. Γουδή, βοηθού τού Καθηγητού τής Πολιτικής Οικονομίας Ξενοφώντα Ζολώτα, η οποία αρνήθηκε να με απορρίψει και μού εμπιστεύτηκε τίς αφόρητες πιέσεις πού είχε δεχθεί…), ενώ δεν μού έλειψαν οι συχνές κλήσεις στήν Γενική Ασφάλεια, όπου και «είχα την τιμή» να ανακριθώ κατ’ επανάληψη από τούς γνωστούς επικεφαλής αστυνομικούς Πέτρο Μπάμπαλη, Ιωάννη Καλύβα κ.ά.

 Εν συνεχεία, μετά το 1970 πλέον, είχα σημαντικές καθυστερήσεις σε αρκετά από τά μαθήματα τού πτυχίου μου, αφ’ ενός γιατί παράλληλα ήμουν αθλητής βόλλεϋ στον Πανιώνιο Γ.Σ. και αφ’ ετέρου γιά βιοποριστικούς λόγους, πολύ περισσότερο πού, όπου προσλαμβανόμουν για εργασία, μερικές ημέρες μετά απολυόμουν με παρέμβαση τής Ασφάλειας, τα όργανα τής οποίας με παρακολουθούσαν στενά.

  4. Πρέπει νά σημειώσω, ότι μέ τήν γνωστή πολιτική οικογένεια τού τ. Υπουργού Νίκου Αλαβάνου γνωριζόμουν από τήν προδικτατορική εποχή, και ειδικότερα μέ τους μεγαλύτερους γυιούς του, τόν Κωνσταντίνο (μεταδικτατορικά Γ.Γ. τού Υπουργείου Πολιτισμού και Βασίλη (συμφοιτητή μου και μετέπειτα Δικηγόρο Αθηνών).

 Όμως, στά πρώτα χρόνια τής δικτατορίας (1969-1970), είχαμε συναντήσεις στό πατρικό τους σπίτι (όπου είχα γνωρίσει και τον Αλέκο, τότε μαθητή Λυκείου) και κάναμε συζητήσεις γιά αντιστασιακές κινήσεις και πράξεις, όπως ήταν μιά σειρά άρθρων στήν ημερήσια εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», πού είχαν ευρεία απήχηση και οδήγησαν στό κλείσιμο τής γνωστής εφημερίδας, αλλά και την δραστηριοποίησή μας γιά σαμποτάρισμα τών μεθοδευμένων «αρχαιρεσιών» πού σχεδίαζε η Χούντα στο Πανεπιστήμιο για να δείξει «δημοκρατικό προφίλ» και τίς οποίες τότε αποτρέψαμε.

 Σ’ εκείνες τίς συναντήσεις μας είχα φέρει και συστήσει γιά πρώτη φορά στους Αλαβάνους, τόν φίλο και γείτονά μου Γεράσιμο (Μάκη) Παρασκευόπουλο πού εξελίχθηκε σέ άξιο ηγέτη τής νεολαίας «Ρήγας Φεραίος» (και πρέπει να τονίσω ότι υπήρξε από τούς βασικούς πρωτεργάτες τού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος), τόν Νίκο Αλιβιζάτο (νύν γνωστό Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ), καθώς και τόν Γιάννη Διαμαντίδη (μετέπειτα Βουλευτή Πειραιώς και Υπουργό).

 5. Οφείλω να καταγράψω, ότι κατά τίς απογευματινές ώρες τής 21ης Φεβρουαρίου 1973, κατέφθασε έξω από την Νομική, με πορεία και συνθήματα, μία μεγάλη ομάδα συμφοιτητών από την Πάντειο, οι οποίοι είχαν επικεφαλής τούς εγκάρδιους φίλους Χρήστο Παπαβασιλείου, Γιάννη Τζώρτζη κ.ά., και μετά από σκληρή συμπλοκή με τούς χουντικούς φοιτητές που ενέδρευαν γύρω από το κτίριο, κατόρθωσαν να μπούν στη Νομική σχολή από την θύρα τής οδού Σίνα και να συμμετάσχουν στην κατάληψη, ενώ παρέμεινε έξω από την Σχολή ο Γιώργος Βερνίκος πού τον εντόπισαν οι Χουντικοί και τον ξυλοφόρτωσαν άσχημα.

 6. Προσφάτως πληροφορήθηκα από τον -ακόμη εγκάρδιο φίλο- Μάκη Παρασκευόπουλο (και τ.Δήμαρχο Πύργου), ότι το αρχικό κείμενο τού όρκου τών φοιτητών, τότε, το είχε συντάξει ο ίδιος και το προώθησε στους Γιώργο Χαραλαμπόπουλο και Στέφανο Τζουμάκα. Εκείνοι το προώθησαν στην Ιωάννα Καρυστιάνη και έτσι προκύπτει, ότι εκείνο το επικό κείμενο ήταν, λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία, μιά σύνθεση σκέψης αρκετών συναγωνιστών τής μεγάλης κατάληψης τής Νομικής σχολής.

 7. Με τον Γιώργο Χαραλαμπόπουλο, εκτός από εγκάρδιοι φίλοι, υπήρξαμε συναγωνιστές σε πολλές φάσεις τού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και μία από αυτές ήταν η έκδοση και προώθηση, χέρι-χέρι, τής αντιστασιακής εφημερίδας «ΠΡΩΤΟΠΟΡΕΙΑ», η οποία όμως, στο 3ο φύλλο της κατασχέθηκε από την Γενική Ασφάλεια.

 8. Βέβαια, κάποια στελέχη τών κομμουνιστικών νεολαιών (ιδίως τής ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ), πού κυριαρχούσαν οργανωτικά στό φοιτητικό κίνημα και τό συγκεκριμένο γεγονός τής επάρσεως τής Ελληνικής σημαίας, ως άκρως αυθόρμητο «ξέφυγε» από τόν έλεγχό τους (…) εκ τών υστέρων μάς κατηγόρησαν ότι η πράξη μας «έδειχνε        εθνικιστικές τάσεις» (!!!) Τό  ότι, η Νομική Σχολή Αθηνών σήμερα, αλλά και υπέρ τα σαράντα (40) χρόνια δεν φέρει τήν Ελληνική σημαία στόν ιστό της, παρ’ ότι είναι ένα Ελληνικό δημόσιο κτίριο, αποκαλύπτει, ότι μιά αντιπατριωτική και βέβαια ανθελληνική νοοτροπία «φωλιάζει» ακόμη στά αρρωστημένα μυαλά κάποιων.

  9. Προσωπικά, στο διάστημα αυτό τού Απριλίου-Μαίου 1973, για να αποφύγω κάποια επίφοβη σύλληψή μου, αναγκάστηκα να απομακρυνθώ από το πατρικό μου σπίτι και να βιώσω ένα καθεστώς ημιπαρανομίας, διαμένοντας σ’ ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα στά Ιλίσια, πού ευγενώς μού είχε παραχωρήσει ο πολύ αγαπητός μου πρωτοξάδελφος Γιώργος Κοσμάς από την Αρτα (αείμνηστος σήμερα), τότε φοιτητής στο πτυχίο τής ΑΣΟΕΕ.

————————————————————————————————————

Τ Ε Λ Ο Σ

Loading