Ο ΤΟΥΡΚΟΜΑΧΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ ΗΡΩΑΣ

Ευρετήριο Άρθρου

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στήν κεντρική πλατεία τών Τιράνων, πρωτεύουσας τής σύγχρονης Αλβα νίας, δεσπόζει ο εντυπωσιακός ανδριάντας ενός αγέρωχου έφιππου πολεμιστή, πού καθηλώνει τον περαστικό παρατηρητή με την αυστηρή του έκφραση και την αρειμάνια δύναμη πού αποπνέει η «κίνησή» του.
Ο πολεμιστής φέρει χαρακτηριστικό μεσαιωνικό εξοπλισμό, με θώρακα, σπαθί και περικεφαλαία, τήν οποία κοσμεί τό κεφάλι ενός αρσενικού ζαρκαδιού, προφανής συμβολισμός πού παραπέμπει στήν δράση τού συγκεκριμένου πολεμιστή σέ ορεινές περιοχές, εκεί όπου τά υπερήφανα αυτά αγρίμια ζούν και αναπνέουν τόν αέρα τής ελευθερίας.
H κατατοπιστική επιγραφή στή βάση τού ανδριάντα είναι, βεβαίως, στην Αλβανική γλώσσα και πληροφορεί τόν περαστικό παρατηρητή ότι, πρόκει ται γιά τόν ηγεμόνα «GJERGJ KASTRIOTI SKΑNDERBEU», ο οποίος έζησε και έδρασε τόν 15ο αιώνα μ.Χ. οι δε σύγχρονοι Αλβανοί, τόν προβάλλουν και τόν τιμούν ως εθνικό ήρωά τους.
Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η Αλβανική γλώσσα, μέχρι τα τέλη τού 19ου αιώνα, ήταν μόνο προφορική και απέκτησε γραπτή έκφραση μόλις τότε, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν παλαιότερα κείμενά της.
Επομένως, εάν κάποιος ιστορικός ερευνητής θέλει να βρεί «πώς» θα γράφονταν η παραπάνω επιγραφή στον 15ο αιώνα, πρέπει ν’ ανατρέξει στην γλώσσα με την οποία εκφράζονταν γραπτά οι κάτοικοι τής ευρύτερης Ηπείρου (όπου ανήκε και το μεγαλύτερο μέρος τής σημερινής Αλβανίας) κατά την εποχή εκείνη.
Όμως, τέτοια γλώσσα η οποία να ομιλείται αλλά και να γράφεται στην Ηπειρο, από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές τού 20ου αιώνα, υπήρξε μόνο μία και αυτή ήταν η Ελληνική.
Το συμπέρασμά μας αυτό προκύπτει αβίαστα τόσο από πληθώρα αρχαιολογικών ευρημάτων (επιγραφές, νομίσματα, αγγεία, σφραγίδες κ.λπ.) όσο και από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα τής «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας τόσο στην εκπαίδευση και στην νομοθεσία, όσο και στην διπλωματία και στο εμπόριο, η δε επίσημη χρήση της δεν έπαψε ούτε στην διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, μέχρι και τον 20ο αιώνα.
Συνεπώς, κάθε στοιχειωδώς μορφωμένος (αλλά και «υποψιασμένος»…) σύγχρονος Ελληνας, ο οποίος θα διαβάσει τήν συγκεκριμένη Αλβανική επιγραφή, ανατρέχοντας στην αρχική Ελληνική καταγραφή τής επωνυμίας τού έφιππου «Αλβανού» ήρωα, θα διαπιστώσει ότι πολύ απλά αυτός ονομάζονταν «Γεώργιος Καστριώτης».
Oσο γιά την προσωνυμία του ως «SKΑNDERBEU», στήν Ελληνική καταγραφή της αποδίδονταν ως «ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ», πού είναι μία «συναιρετική» παραφθορά από την Τουρκική έκφραση «ΙσκεντέρΜπέη», η οποία σημαίνει στην Ελληνική γλώσσα «Αλέξανδρος άρχων».
Και βέβαια, είναι αυτονόητο συμπέρασμα ότι, η προσωνυμία αυτή προσέ διδε τιμή και αξία στον «φέροντα» πολεμιστή, ακριβώς επειδή αποτελούσε ευθεία αναφορά στον αρχαίο Ελληνα στρατηλάτηκοσμοκράτορα, τον ανίκητο Μέγα Αλέξανδρο, το όνομα τού οποίου οι Ασιατικοί λαοί μνημονεύουν, ακόμη και σήμερα, ως «Ισκάνταρ».
Αλλά ποιός ήταν αυτός ο άγνωστος στην παμψηφία τών σημερινών Ελλήνων μεσαιωνικός ήρωαςπολεμιστής, με το «Αλβανοποιημένο» Ελληνικό ονοματεπώνυμο και το Ελληνικής ιστορικής επεξηγήσεως προσωνύμιο, στον οποίο οι σύγχρονοι Αλβανοί αποδίδουν τέτοιες εξαιρετικές τιμές;;;
Γιά να βρούμε την «άκρη», είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στά ιστορικά γεγονότα και στοιχεία τής εποχής εκείνης, όπως αυτά προκύπτουν από υπάρχοντα (ευτυχώς αρκετά) συγγραφικά κείμενα, επιστολές και κάθε άλλου είδους καταγραφές.
Ευθύς εξ αρχής λοιπόν, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η πολεμική δράση τού Γεωργίου Καστριώτη, όπως στην συνέχεια θα την περιγράψουμε, ανάγεται σε μιά εποχή (14431468 μ.Χ.) την οποία η σύγχρονη εκπαιδευτική (δηλαδή η διδασκόμενη στα σχολεία μας), Ελληνική ιστορία την αντιπαρέρχεται σχεδόν με αποστροφή, περιορίζοντας επιγραμματικά τίς διδαχές της πρός τά Ελληνόπουλα, στην δήθεν «εκ θεού» (…) πτώση τής Κωνσταντινούπολης και στίς ατελέσφορες ηττοπαθείς θρηνωδίες γι’ αυτήν.
Όμως, την ίδια εκείνη εποχή, στα απάτητα βουνά και τις δυσπρόσιτες κοιλάδες τής Βορείου Ηπείρου και τής σημερινής Αλβανίας, ο Γεώργιος Καστριώτης «Σκεντέρμπεης» και οι συμμαχητές του «έγραφαν» με ποταμούς αίματος μιά πρωτοφανή αντιστασιακή εποποιία κατά τών εισβολέων Τούρκων, η οποία κράτησε είκοσι πέντε (25) ολόκληρα χρόνια.
Ο δε απόηχός της είχε ιδιαίτερη σημασία στις ιστορικές εξελίξεις που σηματοδότησε η Οθωμανική κατάκτηση τών Βαλκανίων, αποτελώντας, στα πεντακόσια και πλέον έτη που κράτησε η επάρατη Τουρκοκρατία, ένα μοναδικό διαρκές αφυπνιστικό και παροτρυντικό υπόδειγμα επαναστατικού πνεύματος.

II. Η ΟΜΗΡΙΑ.
Ας πάρουμε λοιπόν, τά πράγματα από την αρχή.
O Γεώργιος Καστριώτης, γεννημένος τό έτος 1405 μ.Χ., ήταν ο νεώτερος (4oς κατά σειρά) γυιός τού Ιωάννη Καστριώτη, γόνου γνωστής από τά ιστορικά αρχεία Ελληνοβυζαντινής οικογένειας και στρατιωτικού άρχοντα, στίς αρχές τού 15ου αιώνα, τής Κρόιας ή Κρούγιας, πόλεως τής σημερινής μέσης Αλβανίας (λίγα χιλιόμετρα βόρεια τών Τιράνων) και τής γύρω από αυτήν περιοχής.
Ο μεσαιωνικός ιστορικός συγγραφέας «Σίλβιος Αινείας», ο οποίος δεν ήταν άλλος από τόν μετέπειτα Πάπα τής Ρώμης Πίο Β’ (14051464), όντας σύγχρονος τού Γεωργίου Καστριώτη και έχοντας σπάνια δυνατότητα συλλογής πληροφοριακών στοιχείων, τόσο γιά την εποχή του όσο και γιά προγενέστερα ιστορικά συμβάντα, επιβεβαιώνει ρητά ότι, οι Καστριώτες ήσαν Ελληνες Μακεδόνες και ότι πιό συγκεκριμένα κατάγονταν από τήν περιοχή τής Ημαθίας.
Πράγματι, ο παππούς τού Γεωργίου, ο Κωνσταντίνος Καστριώτης (ο οποίος φέρεται να απεβίωσε το έτος 1390 μ.Χ.), ιστορείται ως άρχοντας τών Μακεδονικών πόλεων Βέροιας και Καστοριάς, μία δε βάσιμη εκδοχή προελεύσεως τού επιθέτου του είναι η παραφθορά εκ τού «Καστ(ο)ριώτης».
Αλλά και στο παλαιότατο βιβλίο με τίτλο «The Historie of George Kastriot», πού εκδόθηκε στο Λονδίνο τό έτος 1594, αναφέρεται η Μακεδονία ως αρχική καταγωγή τών Καστριωτών και χαρακτηρίζεται ο πατέρας τού ήρωα, Ιωάννης Καστριώτης, ως «…Ελλην πρίγκηψ που ηγεμόνευσε στην Ηπειρο…».
[ Πρός επιβεβαίωση τών ανωτέρω, παραθέτουμε και το Aγγλικό κείμενο από το συγκεκριμένο βιβλίο :
«…George Castriot …surnamed Scanderbeg by the Turks, among when it was his lot to dwell many years, was the youngest son of a Grecian prince named john Castriot, who reigned in Epire, a country lying on the Gulf of Venice, and now called Albania ; which name is also …(«χάσμα»)… as well as that of Epire. The family of Castriot had its origin in Macedonia, and anciently ruled over Epire with renown…» κ.λπ. ]
Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται επίσης ότι, ο Γεώργιος Καστριώτης είχε και Σερβική καταγωγή από τήν μητέρα του Βοϊσάβα, η οποία ήταν Σέρβα πριγκίπισσα και η οικογένειά της («Tribalda») διέθετε μακραίωνες «ευγενείς περγαμηνές».
Ακόμη, τά ιστορικά στοιχεία μάς πληροφορούν ότι, ο Γεώργιος Καστριώτης, ύστερα από στρατιωτική ήττα τού πατέρα του Ιωάννη σέ πολεμική σύγκρουση με τούς Οθωμανούς Τούρκους, περί τό έτος 1428, παραδόθηκε ως όμηρος (μαζί μέ τούς τρείς μεγαλύτερους αδελφούς του), στόν Τούρκο Σουλτάνο Μουράτ Β’ (1404 1451), ο οποίος βασίλευσε από το έτος 1422 μέχρι τον θάνατό του.
Οι Τούρκοι, όπως τό συνήθιζαν, υποχρέωσαν τούς νεαρούς Ηπειρώτες ομήρους σέ επίσημο εξισλαμισμό (τελετουργική διαδικασία πού περιελάμβανε και επώδυνη περιτομή…) αλλά ο εν λόγω Σουλτάνος, εντυπωσιασμένος από τήν ευρωστία, τήν ευφυϊα και τήν γενναιότητα τού συνομηλίκου του Γεωργίου Καστριώτη, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα γιά τήν στρατιωτική αλλά και τήν ευρύτερη εκπαίδευσή του. (Iδέτε και Σαράντου Καργάκου : «Αλβανοί, Αρβανίτες, Ελληνες» Εκδ. Ι.Σιδέρης Αθήνα 2000.)
Στήν αυλή τού Οθωμανού Σουλτάνου, ο Γεώργιος Καστριώτης διακρίθηκε τόσο σέ ηρωϊσμό (μεταξύ άλλων κατορθωμάτων του αναφέρεται ότι μονομάχησε μέ έναν θηριώδη και προκλητικό Σκύθη, αρχηγό μισθοφόρων, τόν οποίο κατέκοψε μέ τό σπαθί του, αποσπώντας τόν θαυμασμό και τήν εύνοια τού Σουλτάνου…), όσο και γιά τήν στρατιωτική του ιδιοφυϊα όταν, ως συναρχηγός σημαντικής εκστρατείας στην Μικρά Ασία εναντίον τού επίσης Τούρκου ηγεμόνα τής Καραμανίας, τον κατανίκησε, επιδεικνύοντας σπάνιες στρατηγικές ικανότητες.
(Ιδέτε Τίτου Γιοχάλα : «Γεώργιος Καστριώτης Σκεντέρμπεης», Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ).
Γι’ αυτή τήν σπουδαία στρατιωτική νίκη του αλλά και γιά άλλα σημαντικά πολεμικά ανδραγαθήματά του πού επακολούθησαν κατά την συμμετοχή του σε Οθωμανικές εκστρατείες εναντίον Ούγγρων, Βόσνιων, Μογγόλων κ.ά., ο Γεώργιος Καστριώτης, έλαβε την εξαιρετική τιμή να επονομασθεί από τόν ίδιο τόν Σουλτάνο, με την επωνυμία «ΙσκεντέρΜπέη» δηλαδή, όπως προαναφέραμε, «Αλέξανδρος άρχων» ή «ηγεμών».
Τό καθοριστικό αυτό γεγονός επιβεβαιώνει και «εκ πλαγίου» τήν Ελληνικότητα τού Γεωργίου Καστριώτη, εφ’ όσον αποκαλύπτει ότι κ α ι στήν συνείδηση τών επικυριάρχων του Οθωμανών Τούρκων, ο νεαρός ήρωας εθεωρείτο Ελληνικού γένους.
Ειδικώτερα δε, ήταν εκ καταγωγής ΗπειροΜακεδόνας, ακριβώς όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος, από μέν τον πατέρα του Φίλιππο, βασιλιά τών Μακεδόνων, από δε τήν μητέρα του MυρτάληΟλυμπιάδα, θυγατέρα τού βασιλιά τών αρχαίων Ηπειρωτών Μολοσσών.
Όμως και ενώ επιφανειακά τουλάχιστον ο Σκεντέρμπεης, ως εξισλαμισμένος όμηρος, φαίνονταν νά έχει ενσωματωθεί και αφομοιωθεί πλήρως στήν Οθωμανική στρατιωτική ιεραρχία όπου η ανέλιξή του ήταν ραγδαία, η διαδοχική δηλητηρίαση τών δύο αδελφών του (γιά τον 3ο αδελφό του λέγεται ότι είχε γίνει μοναχός στο όρος Σινά…) και ο επίσης ύποπτος θάνατος τού πατέρα του περί το έτος 1439, τόν «αφύπνισαν» βίαια και άρχισε νά έχει μυστικές επικοινωνίες μέ επιφανείς άνδρες τής πρώην πατρικής του επικράτειας, αναζητώντας τήν κατάλληλη ευκαιρία γιά νά ξεφύγει από τούς Τούρκους.
Η ευκαιρία τού δόθηκε τό θέρος τού έτους 1443, στήν πόλη Νίσσα τού Κοσσυφοπεδίου, κατά τήν διάρκεια σημαντικής μάχης τού Οθωμανικού στρατού (τής αριστερής πτέρυγας τού οποίου ηγείτο ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης), εναντίον στρατιάς Ούγγρων, Βοσνίων και Σέρβων υπό την ηγεσία τού Μαγυάρου (δηλαδή Ούγγρου) ήρωα Γιάνκου Χουνεντουάρα, πού δεν ήταν άλλος από τόν περίφημο, γιά τούς αντιτουρκικούς πολέμους του, «Ιωάννη Ουνυάδη» τών Βυζαντινών χρονογράφων άλλως τόν «Λευκό Ιππότη» τών Καθολικών Χριστιανών.
Στήν συγκεκριμένη μάχη ο Σκεντέρμπεης (ίσως κατόπιν προσυνεννοήσεως μέ τόν Ουνυάδη…) αποσπάσθηκε αιφνιδιαστικά από τήν Οθωμανική παράταξη επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σχηματισμού από αφοσιωμένους Ηπειρώτες τής σωματοφυλακής του και, καλπάζοντας νυχθημερόν, διέφυγε στήν πόλη Κρόια όπου και κατόρθωσε να καταλάβει τό πατρογονικό του εξαιρετικά οχυρό κάστρο, παραπλανώντας μέ ευφυές στρατήγημα τήν Τουρκική φρουρά πού τό κατείχε.
[ Γιά τούς λάτρες τών ιστορικών λεπτομερειών αναφέρουμε ότι, το φρούριο τής Κρόιας είχε κατασκευασθεί από τούς Βυζαντινούς και το έτος 1250 μ.Χ. κατέχονταν από τον Δεσπότη τής Ηπείρου Μιχαήλ ΑγγελοΚομνηνό (ιδέτε Επίτομο Λεξικό «ΗΛΙΟΥ», σελ. 2546) δεδομένου ότι το «Δεσποτάτο τής Ηπείρου» στην ακμή του, προς Νότον μέν είχε όρια τον Αμβρακικό κόλπο, προς Βορράν έφθασε να κατέχει εδάφη τού σημερινού κράτους τού Μαυροβουνίου, προς Ανατολάς προστατεύ ονταν από την επιμήκη οροσειρά τής Πίνδου και τών Βορειοηπειρωτικών βουνών και πρός Δυσμάς κατείχε την αντίστοιχη παραλιακή «ζώνη» τού Ιονίου πέλαγος και τής «εισόδου» στην Αδριατική θάλασσα.]

ΙΙΙ. Η ΕΠΟΠΟΙΪΑ.
Μέ ορμητήριο τό περίφημο κάστρο τής Κρόιας, ο Γεώργιος Καστριώτης κήρυξε, τήν 28η Νοεμβρίου 1443, μιά παράτολμη επανάσταση κατά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία δέν άργησε νά εξαπλωθεί σέ αρκετές περιοχές τής ευρύτερης Ηπείρου, δηλαδή τής σημερινής Βορείου Ηπείρου και τής μέσης Αλβανίας αλλά και τής Βορειοδυτικής Μακεδονίας.
Την εποχή εκείνη, ο Σκεντέρμπεης περιγράφεται ως ένας φημισμένος ηγέτης /πολεμιστής, μέ πλούσια στρατιωτική αλλά και πολιτική εμπειρία, τον οποίο περιέβαλε ήδη ένα «φωτοστέφανο» κατορθωμάτων και θρύλων, γεγονός πού προσέλκυσε υπό τήν σημαία του (ερυθρή μέ μαύρο και λευκό δικέφαλο αετό κάτω από ένα εξάκτινο αστέρι), πλήθος Ηπειρωτών πολεμιστών χριστιανικού θρησκεύματος (Eλλήνων και Αλβανών), τους οποίους ένωνε τό μένος εναντίον τών Ασιατών επιδρομέωνκατακτητών, οι οποίοι επί πλέον ήσαν και αλλόδοξοι, δηλαδή Μωαμεθανοί.
Ο μύθος «βεβαίωνε» ότι, η μητέρα τού Σκεντέρμπεη κατά τήν γέννησή του ονειρεύτηκε πώς γέννησε ένα «δράκοντα», τού οποίου η κεφαλή βρυχόταν στα Ηπειρωτικά Κεραύνια όρη και η …ουρά του έφθανε στην Αδριατική θάλασσα, μέχρι και την Βενετία.
Ιστορείται ότι, ως νέος ακόμη, ο Γεώργιος Καστριώτης είχε μεγαλοπρεπή εμφάνιση, η δε ομορφιά τών χαρακτηριστικών του και το καλοκαμωμένο σώμα του, συνοδεύονταν από μιά εξαιρετική ρώμη. (Ιδέτε «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», Τεύχος 14, σελ. 2431, Αθήναι 1968.)
Ο Ελληνας συγγραφέας Ανδρ. ΠαπαδόπουλοςΒρεττός, στο βιβλίο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΣΤΡΙΩΤΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΘΕΝΤΟΣ ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗ» «Εκδοσις ΝΕΑ» Εν Αθήναις 1884, περιγράφει την παρουσία του ως εξής :
«Το ανάστημά του ήν γιγαντιαίον, η κεφαλή του εφαίνετο επάνωθεν τών υψηλοτέρων του στρατιωτών, είχε την ρίνα γρυπήν…, το μέτωπον πλατύ… Είχεν τά γένεια μακρά…»
Λέγονταν ακόμη μεταξύ άλλων ότι το σπαθί του («ασήκωτο» γιά έναν συνηθισμένο άνδρα), ήταν …«μαγικό» και ότι μέ μιά σπαθιά μπορούσε νά αποκεφαλίσει ταύρο ή νά κόψει «στά δύο» έναν σιδεροντυμένο ιππότη, γεγονός που επιβεβαιώθηκε αρκετές φορές, στις πολυάριθμες μάχες πού έδωσε ο «Σκεντέρμπεης» εναντίον τών Τούρκων αλλά και στην Ιταλία, όπου εκστράτευσε γιά να συνδράμει τον σύμμαχο και φίλο του βασιλέα Αλφόνσο τής Νεαπόλεως.
Είναι πιθανό ότι επρόκειτο γιά ένα από τά περίφημα «δαμασκηνά», δηλαδή τά ατσαλένια σπαθιά από τήν Δαμασκό τής Συρίας, πού κατασκευάζονταν μέ ειδική επεξεργασία και όπως είναι γνωστό κυριολεκτικά «έκοβαν σίδερα»…
Όμως, επειδή το εκτιθέμενο στό Μουσείο τού «Κάπο ντί Μόντε», στην Νεάπολη τής Ιταλίας, ως «μαγικό σπαθί τού Σκεντέρμπεη», είναι εμφανώς δυτικής τεχνοτροπίας, ενδέχεται να προέρχονταν από το Τολέδο τής Ισπανίας, όπου η κατασκευή σπαθιών είχε αποκτήσει αντίστοιχη ποιότητα και φήμη με εκείνη τής Δαμασκού. (Βέβαια, στήν περίπτωση τού «Σκεντέρμπεη», όπως θά δούμε και στήν συνέχεια, σημασία είχε τό «χέρι» πού κρατούσε τό όποιο σπαθί…)
Κηρύσσοντας λοιπόν, τό έτος 1443, τήν απροσδόκητη επανάστασή του κατά τών Οθωμανών Τούρκων ήδη κατακτητών τού μεγαλύτερου μέρους τής Βαλκανικής ο Γεώργιος Καστριώτης, συμμαχώντας και βοηθούμενος από τοπικούς ηγεμόνες και αρχηγούς «φαρών», οργάνωσε σύντομα κατά τρόπο θαυμαστό, ένα τακτικό στράτευμα περίπου 1516.000 ανδρών, το οποίο αποτελούσαν συμπατριώτες του, Ελληνες και Αλβανοί, κατανέμονταν δε, σε ελαφρύ ιππικό και πεζικό εξειδικευμένων δράσεων, τακτικού αλλά κυρίως ανορθόδοξου πολέμου .
Ηγούμενος αυτού τού σκληροτράχηλου στρατεύματος ο Σκεντέρμπεης, επί είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια (μέχρι την 17η Ιανουαρίου 1468, οπότε πέθανε ξαφνικά από ελονοσία), αντιμετώπισε νικηφόρα τις αλλεπάλληλες εναντίον του Τουρκικές εκστρατείες, στίς οποίες επικεφαλής τίθονταν οι επιφανέστεροι Οθωμανοί στρατηγοί αλλά και οι ίδιοι οι Σουλτάνοι Μουράτ Β’ και Μωάμεθ Β’. (Ο 2ος ήταν ο γνωστός πορθητής τής Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 1453.)
Τό γεγονός ότι ιστορικά αναφέρονται υπέρ τις δέκαπέντε (15 !!!) Τουρκικές εκστρατείες εναντίον τού Γεωργίου Καστριώτη και τών συμπολεμιστών του, (ότι) οι Οθωμανικές εκστρατευτικές δυνάμεις ανέρχονταν κάθε φορά σέ πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες και (ότι) επικεφαλής τών εκστρατειών έφθαναν στό σημείο νά τίθενται οι ίδιοι οι Σουλτάνοι, αποτελούν φανερές αποδείξεις τής σημασίας πού είχε γιά τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία η δυναμική τής επανάστασης τού Σκεντέρμπεη και η αδήριτη γιά τούς Τούρκους αναγκαιότητα τής υποταγής του άλλως τής «πάση θυσία» εξόντωσής του.

Εδώ, πρέπει να επισημάνουμε ότι η «σπουδή» τών Τούρκων να κάμψουν την αντίσταση τού Σκεντέρμπεη, ήταν εύλογη διότι :
1. H διατήρηση τής ανεξαρτησίας ενός αρκετά μεγάλου τμήματος τής ευρύτερης Ηπείρου, όπως ήταν η περιοχή πού έλεγχαν τά στρατεύματά του, συντηρούσε άσβυστο το αγωνιστικό αντιστασιακό πνεύμα κατά τών Οθωμανών εισβολέων, σε όλη την «μόλις» κατακτημένη Βαλκανική χερσόνησο και απειλούσε διαρκώς, τούς αλλόφυλους κατακτητές, με νέες εξεγέρσεις.
2. Η απελεύθερη επικράτεια τού Σκεντέρμπεη, έχοντας «πλάτη» στην Αδριατική θάλασσα, διατηρούσε ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας, εφοδιασμού και ενισχύσεων από την Ιταλία και, κατ’ επέκταση, από την λοιπή χριστιανική Ευρώπη.
3. Εφ’ όσον ο Σκεντέρμπεης είχε υπό τον στρατιωτικό του έλεγχο την Ηπειρωτική ακτή και επομένως το εκεί κρίσιμο θαλάσσιο πέρασμα («στενά» τού Οτράντο), προφανώς απέκλειε την δυνατότητα άμεσης αποβατικής επέκτασης τών Τούρκων εις βάρος τών ηγεμονιών και τών «δημοκρατιών» τής Ιταλίας, σε μιά εποχή (δεκαετία 14431453) κατά την οποία οι λαοί τους και οι ηγεμόνες τους δεν είχαν συνειδητοποιήσει τουλάχιστον στο βαθμό πού επιβάλλονταν τον καταστροφικό κίνδυνο πού αποτελούσε μιά Τουρκική εισβολή και κατοχή τών εδαφών τους και ήσαν ανέτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν.
(Οντως, η «αναπόφευκτη» Οθωμανική εισβολή στήν νότια Ιταλία επιχειρήθηκε μετά τον θάνατο τού «Σκεντέρμπεη», κατά το έτος 1480, όμως τότε ευτυχώς οι πολιτικοστρατιωτικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν στούς Τούρκους την επέκτασή της, εκτός από την κατάληψη και την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή τής ακμάζουσας Ιταλικής πόλεωςλιμένος τού Οτράντο, πού δεν ήταν άλλη από την αρχαιοελληνική πόλη τού Υδρούντος.)
Ωστόσο γιά να επανέλθουμε στά γεγονότα τής ιστορίας μας μετά τίς πρώτες εντυπωσιακές στρατιωτικές επιτυχίες τού Σκεντέρμπεη, με 1η σημαντική μάχη και νίκη του, την 29η Ιουνίου 1444, στήν τοποθεσία Τορβιόλο τής Βορείου Ηπείρου, ανάμεσα στις πόλεις Πόγραδετς και Ελβασάν (ιδέτε Ισμαήλ Κανταρέ, «ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ», Εκδόσεις «Πορεία». Πρόλογος Νικ. Μπούτβα), έσπευσαν να ενταχθούν στίς τάξεις τού στρατού του και άλλοι ανεξάρτητοι Βαλκάνιοι πολεμιστές, όπως Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βούλγαροι, οι ηγεμόνες τών οποίων πρόσφατα είχαν υποκύψει στούς Τούρκους επιδρομείς.

Ετσι, γιά πρώτη ίσως φορά μετά από τά χρόνια τού αρχαίου Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου, δημιουργήθηκε στον Ηπειρωτικό χώρο, μιά εγχώρια οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, η οποία δεν είχε τά χαρακτηριστικά «ευκαιριακής» επιστρατεύσεως.
Πράγματι, φαίνεται ότι, ο στρατός τού Σκεντέρμπεη ήταν μια δύναμη συγκροτημένη και εκπαιδευόμενη να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα γιά δράση ώστε, αφ’ ενός να μην αφήνει στον δόλιο επιδρομέα δυνατότητες αιφνιδιασμών και αφ’ ετέρου να μπορεί εκείνη ως ετοιμοπόλεμη να τον αιφνιδιάζει, να τον πανικοβάλλει, να τού προξενεί οδυνηρές απώλειες και εν τέλει να τον τρέπει σε άτακτη φυγή, πέρα από τά πάτρια εδάφη.
Αποκαλυπτικό τής αγέρωχης αυτοπεποίθησης και τών μακρόπνοων επιδιώξεων τού Γεωργίου Καστριώτη, είναι ένα μοναδικό «ντοκουμέντο» αναντίρρητης αποδεικτικής αξίας τών ιστορικών στοιχείων πού επικαλούμαστε.
Πρόκειται γιά την η ίδια την ηγεμονική σφραγίδα του, όπου απεικονίζεται «Βυζαντινός» δικέφαλος αετός, ο οποίος έχει κάτω από τά νύχια του λύκο ή τσακάλι (έμμεση αλλά σαφής αναφορά στούς Ασιάτες Τούρκους επιδρομείς…), φέρει δε κυκλικά επιγραφή στην Ελληνική γλώσσα όπου (επί λέξει αλλά με αναγκαίες γραμματικές συντμήσεις) διαβάζουμε : «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΩ ΘΥ, ΑΥΤ. ΡΩΜ., Ο ΜΕΓ. ΑΥΘ. ΤΟΥΡ. ΑΛΒ. ΣΕΡΒΙ. Κ. ΒΟΥΛΓΑΡΙ.».
ΔΗΛΑΔΗ, ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ : «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ, ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ, Ο ΜΕΓΑΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥΡΚΩΝ, ΑΛΒΑΝΩΝ, ΣΕΡΒΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ».
Η ιστορική αυτή σφραγίδα, η οποία εντοπίστηκε το έτος 1634 και εκτίθεται στο εθνικό μουσείο τής Κοπεγχάγης στην Δανία, είναι μπρούτζινη, σχήματος «ωοειδούς», έχει μήκος έξη εκατοστά και βάρος 280 γραμμάρια (ιδέτε ιστοσελίδα «Google» τού Διαδικτύου, (http : // en. Wikipedia. org / wiki / Skanderbeg αλλά και παρατιθέμενες φωτογραφίες), αποκαλύπτει και αποδεικνύει αναντίρρητα την Ελληνική γραφή αλλά και την Ελληνική «λαλιά», εκείνου τού μεγάλου Ηπειρώτη ηγέτηπολεμιστή.
Παράλληλα όμως, η ανωτέρω «κτητορική» επιγραφή τού Σκεντέρμπεη, με την επίσημη προβολή (πιό επίσημη δεν γίνεται…) τής Ελληνικής εκδοχής τής προσωνυμίας του, δηλαδή «Αλέξανδρος Βασιλεύς», αποκαλύπτει την πολιτειακή επιδίωξη τής επανάστασής του, δηλαδή την ανασύσταση τουλάχιστον κατ’ αρχήν τού Ελληνοβυζαντινού Δεσποτάτου τής Ηπείρου και τής Μακεδονίας, εν συνεχεία δε την επιδιωκόμενη «γύρωθεν» επέκτασή της στον Βαλκανικό χώρο, με στόχο την ένταξη σ’ αυτήν τών λαών της, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη υπόδουλοι στον τυραννικό Οθωμανικό ζυγό.
Το ότι η επέκταση αυτή δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε, οφείλεται στην στρατηγική και πολιτική «μυωπία» τών τότε βασιλέων και λοιπών ηγεμόνων τής χριστιανικής Ευρώπης, ειδικότερα δε οφείλεται στήν αδίστακτη και κυνική (στην πρόταξη τών οικονομικών και εμπορικών ανταγωνιστικών συμφερόντων της…), πολιτική τής ναυτικής «δημοκρατίας» τής Βενετίας.
Πράγματι, η «Γαληνοτάτη» όπως την αποκαλούσαν η οποία κυριαρχούσε τότε στην Αδριατική θάλασσα, κατέχοντας στρατιωτικά τμήματα τών βορείων Ηπειρωτικών παραλίων πέραν τού Δυρραχίου, ενίσχυε μέν τον Σκεντέρμπεη αλλά προφανώς ενεγώντας υστερόβουλα μόνον όσο χρειάζονταν γιά ν’ αντιστέκεται στους Τούρκους μέσα στα στενά όρια τής μικρής επικράτειάς του, χωρίς όμως να αποκτά προϋποθέσεις γιά μιά ευρύτερη διεύρυνσηεπέκτασή της, πού η στρατηγική ιδιοφυία του ήταν βέβαιο ότι θα την επιτύγχανε.
Είναι πρόδηλο ότι οι Ευρωπαίοι «Φραγκολεβαντίνοι» θεωρούσαν ως «χειρότερη» πολιτειακή/εξουσιαστική εξέλιξη στην χερσόνησο τού Αίμου (ακόμη και από την επάρατη Οθωμανική επέκταση/κατάκτηση…), την σύσταση ενός ισχυρού Ελληνικού κράτους με βασιλέα έναν αγέρωχο και μη χειραγωγούμενο «Ρωμαιοβυζαντινό» άρχοντα, μακραίωνης ευγενούς Ελληνικής καταγωγής.
Κι αυτό διότι, προσλαμβάνοντας ο Καστριώτης την συμβολική ονομασία «Αλέξανδρος βασιλεύς», διακήρυττε σαφέστατα ότι θεωρούσε την επιδιωκόμενη βασιλεία του, ως «κληρονομική» αναβίωση και ιστορική συνέχεια τών αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων και Ηπειρωτών βασιλέων (κορυφαία μορφή τών οποίων υπήρξε βεβαίως ο Μέγας Αλέξανδρος) αλλά και τών πλέον πρόσφατων «Ρωμαίων», δηλαδή τών ΕλληνοΒυζαντινών αυτοκρατόρων.
Οπότε, είναι σαφές ότι, οι Δυτικοί «σύμμαχοί» του προτιμούσαν αντ’ αυτού ως αντιπάλους, τούς Οθωμανούς Σουλτάνους οι οποίοι, ναί μέν ήσαν επίφοβοι εχθροί τους και ήδη κατακτητές τών εδαφών τής Ελληνικής χερσονήσου αλλά δεν διέθεταν «κληρονομικούς τίτλους» κατοχής της και επομένως μπορούσαν «νόμιμα» να την διεκδικούν από αυτούς!!!
(Παρομοίως άλλωστε στην εποχή μας, οι σύγχρονοι «Φραγκολεβαντίνοι», δηλαδή οι Η.Π.Α και η Ευρωπαϊκή Ενωση, μεθόδευσαν, με κάθε δόλιο, αναίσχυντο και βίαιο τρόπο, τον κατακερματισμό τών Βαλκανικών λαών στα περιορισμένα πλαίσια αλληλοϋποβλεπόμενων κρατιδίων, με «ηγέτες» χειραγωγούμενα ανδρείκελα, υπό την απειλητική «γειτονία» μιάς υπερεξοπλισμένης από τους ίδιους και γι’ αυτό ασύδοτης και θρασύτατης Τουρκίας, πού διαρκώς βυσσοδομεί και καραδοκεί γιά να επανεπεκταθεί στα Βαλκάνια, στοχεύοντας να ανασυστήσει την αιμοχαρή Οθωμανική αυτοκρατορία τών βαρβάρων προγόνων της…)
Σε κάθε περίπτωση τότε ο μεγαλοφυής στρατηλάτης Γεώργιος Καστριώτης, βρέθηκε εξ αρχής αναγκασμένος να «ισοφαρίσει» τις αμείλικτες ανισότητες μεταξύ τού ολιγάριθμου στρατού του και τών τεράστιων Οθωμανικών στρατιών, με τις οποίες γνώριζε ότι, άμεσα θα έρχονταν αντιμέτωπος.
Ετσι λοιπόν, χωρίς να χάσει χρόνο, επέβαλλε υποχρεωτική στράτευση και σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση τών μαχίμων ανδρών, στίς περιοχές πού ήλεγχε μέσω τών συμμαχητών του «οπλαρχηγών» ενώ παράλληλα σχεδίασε και εφάρμοσε δοκιμασμένες (από την Ελληνική αρχαιότητα και την πιό πρόσφατη Βυζαντινή / Ακριτική παράδοση), στρατηγικές διεξαγωγής ανορθόδοξου πολέμου και μαχών, μέ συνδυασμούς τακτικών υποχωρήσεων και ξαφνικών αντεπιθέ σεων, με ευφυείς ενέδρες και τακτική «καμμένης γής», με κυκλωτικές κινήσεις και εξουθενωτικές νυκτομαχίες.
Επίσης, είναι αξιοσημείωτη η πολεμική τακτική τού Καστριώτη στήν αντιμετώπιση τών πολιορκιών τής Κρόιας, η οποία, χάρη στο εξαιρετικά οχυρό κάστρο της, αποτελούσε το κύριο αντιστασιακό προπύργιο τής επανάστασης, γι’ αυτό πολιορκήθηκε πολλές φορές και με ιδιαίτερη επιμονή από τά Οθωμανικά στρατεύματα, επικεφαλής τών οποίων είχαν τεθεί οι ικανότεροι Τούρκοι στρατηγοί αλλά και όπως ήδη προείπαμε οι ίδιοι οι Σουλτάνοι Μουράτ Β’ και Μωάμεθ Β’.
Ο Σκεντέρμπεης ποτέ δεν κλείστηκε στο κάστρο του στην Κρόια κατά την διάρκεια τών δυσβάστακτων αυτών πολιορκιών, αναθέτοντας την ηγεσία τών πολιορκημένων συμμαχητών του σε έμπιστους και αποδειγμένα ικανούς οπλαρχηγούς του, μεταξύ τών οποίων αναδείχθηκε ιδιαίτερα ο περίφημος «Κόντης» Ουρανός.
Παράλληλα, ο ίδιος ο Καστριώτης επικεφαλής ευέλικτων στρατιωτικών τμημάτων (ελαφρών ιππέων και ορεσίβιων καταδρομέων), μετακινείτο συνεχώς στίς γύρω απάτητες οροσειρές, ελέγχοντας «περιμετρικά» την ευρύτερη περιοχή, εξοντώνοντας και λεηλατώντας τις εφοδιοπομπές τών Τούρκων ή «κεραυνοβολούσε» τίς στρατοπεδευμένες γύρω από την πολιορκημένη καστρόπολη Οθωμανικές στρατιές, τρομοκρατώντας τις με αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις και καταρρακώνοντας το ηθικό τους. (Ιδέτε σχετικά Ισμαήλ Κανταρέ : «ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ», Εκδόσεις «Πορεία».)
Με την ευφυή αυτή στρατηγική και τακτική, ο Σκεντέρμπεης, αφ’ ενός συντηρούσε σε εγρήγορση και με υψηλό ηθικό τούς πολιορκημένους συμμαχητές του οι οποίοι δεν αισθάνονταν απομονωμένοι και αφ’ ετέρου, διατηρώντας την πρωτοβουλία τών πολεμικών κινήσεων, έλεγχε προσωπικά την συνοχή τών επισφαλών συμμαχιών του με τούς άλλους άρχοντεςοπλαρχηγούς, πολλοί από τούς οποίους δέχονταν συνεχείς δελεαστικές προτάσεις εξαγοράς τους εκ μέρους τών Τούρκων, προκειμένου να αποστατήσουν. (Αλλωστε, όπως είναι γνωστό, κάποιοι από αυτούς, δυστυχώς υπέκυψαν στον «πειρασμό»…)
Τέλος, ο Σκεντέρμπεης κατόρθωσε να οργανώσει (χάρη σε παλαιές φιλίες από την περίοδο τής ομηρείας του στην Οθωμανική «Αυλή»), άρτια «δίκτυα» ανιχνεύσεων και στρατιωτικής κατασκοπίας, τα οποία έφθαναν έως τήν Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε τών Οθωμανών μέχρι τό έτος 1453, οπότε κατελήφθη η Κωνσταντινούπολη.
Αποτελεί χαρακτηριστική απόδειξη αυτού τού άριστου στρατηγικού σχεδιασμού και τής αποτελεσματικότητος τής τακτικής τού Καστριώτη, η «αγκίστρωση» και η παγίδευση (την 10η Οκτωβρίου 1445) μιάς ισχυρής Οθωμανικής στρατιάς υπό τον ΦιρούζΠασά, αποτελούμενης από είκοσι χιλιάδες ιππείς, στά στενά τού Πρίζεν, όπου βρίσκεται η συμβολή τών ποταμών Δρίνου και Μάτι, γιά να επακολουθήσει η ολοσχερής εξόντωσή της.
Ακολούθησε (την 27η Σεπτεμβρίου 1446), ο στρατηγικός εγκλωβισμός μιάς άλλης μεγάλης Οθωμανικής στρατιάς υπό τον ΜουσταφάΠασά, στην πεδιάδα τής πόλεως Οττονέτα όπου, μετά από νυκτερινό αιφνιδιασμό τού Σκεντέρμπεη, κατεσφάγησαν περί τούς πέντε χιλιάδες Τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίσθηκαν πανικόβλητοι. (Ιδέτε «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», Τεύχος 14, σελ. 2431, Αθήναι 1968.)
Όμως, οι περιφανείς εκείνες νίκες τού Σκεντέρμπεη δεν «χαροποιούσαν», όλους τούς στρατιωτικούς αντιπάλους τών Τούρκων…
Οι δόλιοι Βενετοί δεν έπαψαν ποτέ να ενεργούν «πισώπλατα» εναντίον του και σε πολλές περιπτώσεις (πάντοτε προτάσσοντας το οικονομικό τους όφελος…), έφθασαν να εφοδιάζουν με τόν στόλο τους τις εκστρατευτικές εναντίον τού Σκεντέρμπεη δυνάμεις τών εχθρών τους Οθωμανών (…) αλλά και να συνομωτούν σε βάρος του (με την συνεργασία και κάποιων Αλβανών φυλάρχων), ιδιαίτερα όταν εκείνος αρνήθηκε, εν έτει 1447, να δηλώσει «φόρου υποτελής» στην «Γαληνοτάτη», ώστε να τεθεί υπό την …«προστασία» της.
Ο αγέρωχος Σκεντέρμπεης, όχι μόνο δεν υπέκυψε στούς ωμούς εκβιασμούς τους αλλά και δεν δίστασε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα, τόσο τους Βενετούς όσο και τους Τούρκους όταν εκείνοι έχοντας συνάψει μεταξύ τους συνθήκες ειρήνης την άνοιξη τού έτους 1448, τού κήρυξαν τον πόλεμο, προφανώς «τελούντες εν συννενοήσει».
Ετσι λοιπόν, συγκεντρώνοντας ταχύτατα τις δυνάμεις του, ο Καστριώτης αποφάσισε να αντιμετωπίσει πρώτα στούς Βενετούς πού διέθεταν περί τους 14.000 άνδρες, οι περισσότεροι από τούς οποίους ήσαν μισθοφόροι Αλβανοί και συγκεκριμένα Γκέκηδες ή «Μιρδίτες», δηλαδή Χριστιανοί καθολικού δόγματος όπως και οι Βενετοί.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στην Ηπειρωτική καστρόπολη Σκούταρι την 3η Ιουλίου 1448 και ήταν σκληρή αλλά ο επαναστατικός στρατός τού Καστριώτη θριάμβευσε και οι αντίπαλοί του είχαν περισσότερους από δύο χιλιάδες νεκρούς και ισάριθμους αιχμαλώτους, τους οποίους εκείνος φερόμενος μεγαλόψυχα τούς άφησε ελεύθερους.
Μετά από αυτή την βαρειά στρατιωτική ήττα της, η Βενετία αναγκάσθηκε να ζητήσει ανακωχή και τελικά, την 4η Οκτωβρίου 1448, στην Βορειοηπειρωτική πόλη Αλέσιο, συμφωνήθηκε ειρήνη πολυετούς διάρκειας.
Εν τώ μεταξύ όμως, αμέσως μετά την μάχη στο Σκούταρι, ο Σκεντέρμπεης, στράφηκε εναντίον τών Τούρκων πού, εκμεταλλευόμενοι τον πόλεμό του με τους Βενετούς, είχαν προελάσει ήδη μέχρι την Κρόια και την πολιορκούσαν.
Κινούμενος ταχύτατα ο Σκεντέρμπεης, έφθασε απροόπτα στα νώτα τους και τούς αιφνιδίασε μέσα στην νύχτα, ενώ οι πολιορκημένοι υπερασπιστές τής Κρόιας, με επικεφαλής τον φρούραρχο «Κόντη» Ουρανό, έκαναν έξοδο και απέκλεισαν κάθε δυνατότητα διαφυγής τών εχθρών.
Η συντριβή τών Οθωμανών ήταν ολοκληρωτική, με οδυνηρές απώλειες πού έφθασαν τις πέντε χιλιάδες νεκρούς και αντίστοιχους αιχμαλώτους, μεταξύ δε αυτών ήταν και ο αρχηγός τους ΜουσταφάΠασά. (Ιδέτε «Ιστορία Εικονογραφημένη», Εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», Τεύχος 14, σελ. 2431, Αθήναι 1968, Giacomo de Antonellis.)
ΙV. OI BΑΘΕΙΕΣ ΠΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ
Τά περιγραφόμενα πιό πάνω σημαντικά στρατιωτικοπολιτικά γεγονότα (παντελώς άγνωστα γιά την διδασκόμενη Ελληνική ιστορία), επιβεβαιώνονται από σημαντικούς Ευρωπαίους ιστορικούς συγγραφείς και είναι πρόδηλο ότι δημιουργούν αφορμές γιά πολλά σύνθετα ερωτηματικά μεγάλης ιστορικής σημασίας.
Στον γράφοντα τουλάχιστον, ευθέως δημιουργούν τήν πεποίθηση ότι, η απροσδόκητη μεταστροφή τού Γεωργίου Καστριώτη, από τήν δελεαστική αναρρίχησή του στίς υψηλότερες βαθμίδες τής Οθωμανικής στρατιωτικής ιεραρχίας, στην αδήλου μέλλοντος ριψοκίνδυνη επιστροφή του στά πάτρια εδάφη και στήν κήρυξη μιάς επανάστασης από «μηδενική βάση», δεν είναι μία απλή «βλέποντας και κάνοντας» επιλογή του.
«Εδώ» δεν πρόκειται γιά την προσπάθεια διάσωσης τής μικρής κληρονομικής φεουδαρχικής επικράτειας τού πατέρα του, «έπαθλο» το οποίο ευχερώς θα μπορούσε να αξιώσει και να επανακτήσει ο Γεώργιος Καστριώτης, είτε από τον εγκάρδιο φίλο του Σουλτάνο Μουράτ Β’ γιά τις μέχρι τότε σημαντικές υπηρεσίες του στον Οθωμανικό στρατό είτε (εφ’ όσον απέδρασε από την ομηρεία του) με την «εγγύηση» τών Βενετών οι οποίοι «διακαώς» θα τον ήθελαν πολέμαρχο τών δικών τους στρατευμάτων.
Αντιθέτως, ο Σκεντέρμπεης ευθύς εξ αρχής διακηρύσσει (και η σφραγίδα του είναι αψευδής μάρτυρας σ’ αυτό…), ότι επιδιώκει την θεμελίωση μιάς επικράτειας απόλυτα ανεξάρτητης από τις «μεγάλες δυνάμεις» τής εποχής του (στις οποίες είτε προτείνει ισότιμη συμμαχία είτε όπως είδαμε δεν διστάζει να τις αντιμετωπίσει ευθέως με τά όπλα…), οπότε η αγέρωχη επιλογή του είναι προφανές ότι καθιστά το «διακύβευμά» του όχι απλώς ριψοκίνδυνο αλλά κυριολεκτικά θανάσιμο.
Επομένως, αυτή η «μη συνετή» επιλογή του πρέπει να υποκρύπτει κι άλλες μή αντιληπτές εκ πρώτης όψεως αιτιολογικές παραμέτρους τις οποίες επιβάλλεται να επισημάνουμε και ν’ αναλύσουμε.
Όπως προείπαμε, ο Γεώργιος Καστριώτης παραδόθηκε ως όμηρος στους Οθωμανούς περί το έτος 1428, δηλαδή σε ηλικία 23 ετών περίπου, γεγονός πού σημαίνει ότι, είχε ήδη λάβει πλήρη Ελληνοβυζαντινή παιδεία αλλά και άριστη στρατιωτική εκπαίδευση στην «αυλή» τού ηγεμόνα πατέρα του, εφ’ όσον οι ευγενείς νέοι τής εποχής εκείνης, από την εφηβεία τους ασκούνταν επισταμένως θεωρητικά και πρακτικά στα πολεμικά πράγματα.
(Η ιστορούμενη μέχρι θανάτου μονομαχία του με τον Σκύθη αρχηγό, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, επιβεβαιώνει «τού λόγου το αληθές»…)
Εν συνεχεία, οι πολεμικές γνώσεις τού νεαρού Καστριώτη δεν έμειναν «ανενεργείς» κατά την πολυετή ομηρεία του στην Οθωμανική αυλή, εφ’ όσον ο ίδιος ο Σουλτάνος Μουράτ Β’, θαυμάζοντας την έντονη προσωπικότητα και τις ιδιαίτερες ικανότητές του, είχε επιμεληθεί ο ίδιος για τήν πνευματική καλλιέργειά του και τήν ανώτερη θεωρητική στρατιωτική εκπαίδευσή του, αποβλέποντας στην ταχεία ανέλιξή του και την πλήρη ένταξή του στην ηγε τική τάξη τών Οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Επομένως, η επιδιωκόμενη από το Σουλτανικό περιβάλλον επιμελημένη στρατιωτική αναβάθμιση τού Καστριώτη, ασφαλώς εμπεριείχε και την δυνατότητα τής άμεσης πρόσβασής του σε Βυζαντινά θεωρητικά στρατιωτικά συγγράμματα (λ.χ. «Τά Τακτικά» τού Αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τού «Σοφού», το «Στρατηγικόν» τού Αυτοκράτορα Μαυρικίου και τού Βυζαντινού στρατηλάτη Κατακαλών «Κεκαυμένου», το «Περί παραδρομής πολέμου» τού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά κ.ά.), με αντίστοιχη γνώση πολύτιμων λεπτομερειών από παλαιούς πολέμους και σημαντικές μάχες, με «καθοδηγητικές» αναφορές σέ τακτικές και κατορθώματα ονομαστών στρατηγών τού ιστορικού παρελθόντος.
Δηλαδή, στοιχεία και γνώσεις τις οποίες, μιά ανερχόμενη κατακτητική/επεκτατική δύναμη (όπως υπήρξαν οι Οθωμανοί Τούρκοι τού 14ου και 15ου αιώνα), είχε τήν ανάγκη αλλά και τήν ευχέρεια νά «συλλέξει», λεηλατώντας τά αρχεία και τις βιβλιοθήκες δεκάδων σημαντικών Βυζαντινών / Ελληνικών πόλεων και φρουρίων, τόσο στήν Μικρά Ασία όσο και στήν Βαλκανική χερσόνησο.
Εξ ίσου σημαντικές και πολύτιμες στρατιωτικές γνώσεις ή πληροφορίες είχαν «αντλήσει» οι Οθωμανοί και από επιφανείς Βυζαντινούς άρχοντεςστρατηγούς, οι οποίοι (δεν είναι άγνωστο…) «πρόθυμα» εξισλαμίστηκαν και με τον ζήλο τού «εξωμότη», οικειοθελώς προσέφεραν τίς «καλές» τους υπηρεσίες (στρατιωτικές και πολιτικές), στούς Τούρκους κατακτητές.
Αλλωστε, οι πρώιμοι Βυζαντινοί κρατούντες, όντες οι ίδιοι μετεξελιγμένοι «Ρωμαίοι» τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας («κληρονόμου» και αυτής τών Ελληνιστικών Βασιλείων τών Σελευκιδών, τών Πτολεμαίων και τών Μακεδόνων), όλες εκείνες τις γνώσεις, πληροφορίες και μνήμες τις είχαν «διδαχθεί» από τούς ένδοξους Ελληνες στρατηλάτες τής Αρχαιότητας και από τις περί αυτών καταγραφές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. (Λ.χ. Αρριανού «Τέχνη Τακτική», Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις», Αιλιανού «Στρατηγικά» κ.λπ.)
Πράγματι, είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι επιφανείς Βυζαντινοί στρατιωτικοί ηγήτορες (λ.χ. Βελισάριος, Ναρσής, Κατακαλών «Κεκαυμένος», Ιωάννης Κουρκούας, Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τσιμισκής, Νικηφόρος Ουρανός, Γεώργιος Μανιάκης, Αλέξιος Στρατηγόπουλος κ.ά.), εφάρμοζαν στρατηγικές και τακτικές τού Μιλτιάδη, τού Κίμωνα, τού Αγησιλάου, τού Επαμεινώνδα, τού Ιφικράτη, τού Φιλίππου, τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και τού Πύρρου, οι οποίοι δικαίως εθεωρούντο ιστορικά (μαζί με τον Καρχηδόνιο Αννίβα και τούς Ρωμαίους, Σκιπίωνα και Ιούλιο Καίσαρα), οι μέγιστοι στρατηλάτες τού ιστορικού παρελθόντος.
Προκειμένου να γίνει αντιληπτό ακόμη και από τους αδαείς περί τα στρατηγικά και στρατιωτικά πράγματα, το τι σήμαινε αρχαιοΕλληνική οργάνωση στρατού, θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή τού εξειδικευμένου βιβλίου, «Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», τού Δρ. Μανούσου Εμμ. Καμπούρη (Εκδ. Αθήνα 2008) όπου περιγράφεται ότι :
«…Ο στρατός του Αλεξάνδρου υλοποίησε ταυτόχρονα όλες τις μέχρι τότε καινοτομίες σε οπλισμό, εκπαίδευση, οργάνωση, διοίκηση, θετικές επιστήμες, μαθηματικά, ιατρική, τακτική, στρατηγική, λογιστική, επιμελητεία, οικονομική και πολιτική θεωρία, πολεοδομία, ναυπηγική. Διεξήγε ολοκληρωτικό πόλεμο και, αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, δεν ήταν πολύ διαφορετικός από τους υπόλοιπους ελληνικούς στρατούς της εποχής του…»
(Όμως) «Η πολεμική μηχανή του Φιλίππου και μετά του Αλεξάνδρου, ….σφυρηλάτησε σε μια ενιαιότητα, την τακτική ιδιοφυϊα του Ξενοφώντα και του Επαμεινώνδα, τις εκπαιδευτικές και πειθαρχικές διαδικασίες του Πελοπίδα, την επιχειρησιακή και οργανωτική σκέψη του Ιάσονα των Φερών, τις καινοτομίες του Ιφικράτη, την επιμελητειακή και διοικητική ιδιοφυϊα του Διονυσίου Α’ των Συρακουσών, την ηρωϊκή παράδοση των Ομηρικών επών και του Λεωνίδα, την συστηματική χρήση τολμημάτων και την επιβράβευση τής πρωτοβουλίας τού Δημοσθένη και τού Βρασίδα και την στρατηγική προοπτική και εμπειρία τού Αγησιλάου…»
Γίνεται λοιπόν ευχερώς κατανοητό ότι, εφ’ όσον ο Γεώργιος Καστριώτης, διδασκόμενος και εκπαιδευόμενος στήν Οθωμανική στρατιωτική «Ακαδημία», εγκολπώθηκε τις εν λόγω γνώσεις, πληροφορίες και στρατηγικές και στην συνέχεια με τήν ιδιαίτερη στρατηγική του ιδιοφυία επάξια τίς εφάρμοσε στα πεδία τών μαχών, τ α υ τ ό χ ρ ο ν α έγινε γνώστης τής ιστορικής αξίας και τής διαχρονικής σπουδαιότητος εκείνων τών εμπνευσμένων αρχαίων στρατηλατών, οι οποίοι «έτυχε» νά ήσαν Ελληνες, ειδικότερα δε, ο Αλέξανδρος και ο Πύρρος υπήρξαν «ΗπειροΜακεδόνες» όπως και ο ίδιος.
Ας έρθουμε στήν θέση ενός νέου άνδρα, τόσο προικισμένου και ικανού πνευματικά, ψυχικά και σωματικά, όπως μάς τόν περιγράφουν τά ιστορικά στοιχεία, τόν οποίο ωριμάζουν πρώιμα, τά όσα «καταιγιστικά» γεγονότα τών αρχών τού 15ου αιώνα βιώνει.
Δηλαδή, τούς άνισους προγονικούς αγώνες, τήν πατρική στρατιωτική ήττα, την βίαιη ομηρεία τού ιδίου και τών αδελφών του, τον «τραυματικό» εξισλα μισμό του και ακόμη τό νεοβαρβαρικό Τουρκικό περιβάλλον όπου, γιά τήν ανέλιξη τών εξισλαμισμένων ομήρων, ίσχυε ο αμείλικτος κανόνας : «ο θάνατός σου, η ζωή μου».
Να επισημάνουμε ακόμη, την πρόδηλη ισχυρή μνήμη και θέλησή του, χάρη στις οποίες παρέμειναν «νωποί» οι συναισθηματικοί του δεσμοί μέ την ιδιαίτερη πατρίδα του και τούς οικείους του, την κρυμμένη οργή του γιά τις εν ψυχρώ δολοφονίες τών αδελφών του και την αδυναμία φανερής αντιδράσεώς του σ’ αυτές, μέσα στον ασφυκτικό κλοιό τής Οθωμανικής «αυλής», στην οποία ασφαλώς δεν έπαυε να είναι «υπό επιτήρηση» παρά την προσωπική Σουλτανική ευμένεια.
Ας συναθροίσουμε στά εν λόγω δεδομένα τήν «επικίνδυνη» γνώση του γιά τήν ένδοξη Ελληνική ιστορική του «κληρονομιάρίζα», μέσω τών πολύτιμων στρατιωτικών γνώσεων και πληροφοριών τις οποίες οι ίδιοι οι επικυρίαρχοι Τούρκοι τού παρείχαν γιά το δικό τους όφελος και συμφέρον, «επικυρώθηκε» δε μέ τήν εγκωμιαστική προσωνυμία τών στρατηγικών ικανοτήτων του η οποία και τον «σφράγισε» ιστορικά. («Σκεντέρμπεης» = «Αλέξανδρος άρχων»).
Σε όλα αυτά τά στοιχεία που σκιαγραφούν το πλαίσιο όπου ανδρώθηκε ως όμηρος ο νεαρός Καστριώτης αλλά συνθέτουν και την δυναμική τής διαμόρφωσης τού χαρακτήρα του, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την εκ τών έσω άριστη πληροφόρηση, γνώση και εκτίμησή του, γιά τίς όποιες στρατιωτικές αδυναμίες και μειονεκτήματα τών Οθωμανών Τούρκων.
Ο ιστορικός Περικλής Ροδάκης (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα «Κλέφτες και Αρματωλοί» Τομ. Α’, σελ. 89) γράφει σχετικά:
«Η πείρα που απέκτησε (ο «Σκεντέρμπεης») στόν τούρκικο στρατό γιά τήν δύναμη τής Τουρκίας, τόν έπεισε ότι οι Τούρκοι δέν ήσαν αήττητοι. Γνώριζε καλά τίς αδυναμίες τού τούρκικου στρατού και είχε προσωπική πείρα γιά τήν αντίσταση τών λαών στήν τουρκική κατάκτηση. Η Τουρκία είχε μπεί πλέον στήν 2η φάση τών κατακτήσεών της. Οι κατακτημένοι λαοί τής προβάλλουν τώρα αντίσταση…»
Πράγματι, εκείνη την εποχή, με την κατάληψη τής Θεσσαλονίκης από τον Σουλτάνο Μουράτ Β’ (έτος 1430) ολοκληρώνεται η Οθωμανική κατάκτηση τής κεντρικής Μακεδονίας και μέρους τής Ηπείρου και ο σκληρός τουρκικός ζυγός πού επιβλήθηκε στις αστικές / αγροτικές περιοχές της, υποχρέωσε τό υπόδουλο πλέον, Ελληνικό πληθυσμιακό στοιχείο, σε μαζική φυγή προς τις απρόσιτες ορεινές και, επομένως, περισσότερο ασφαλείς περιοχές.
Γράφει σχετικά ο Ελληνας ιστορικός συγγραφέας Κων/νος Βακαλόπουλος :
«…Η Πίνδος, ο Γράμμος, το Βέρμιο, ο Ολυμπος, τά Πιέρια, τά Χάσια αρχικά αλλά και οι άλλοι, πιό απόμακροι ορεινοί όγκοι τής Μακεδονίας και τής ευρύτερης Ηπείρου στην συνέχεια, αποτέλεσαν το έσχατο καταφύγιο γιά μεγάλες συμπαγείς μάζες καταδιωγμένων Ελληνικών πληθυσμών, πού εξ αρχής αγωνίζονταν τόσο γιά την ελεύθερη επιβίωσή τους όσο και γιά την διατήρηση τής εθνικής συνείδησής τους, αρνούμενοι τον εύκολο δρόμο τού εξισλαμι σμού.» (Ιδέτε Κων.Α.Βακαλόπουλου : «ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ», Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, έτος 1988, σελ. 3031.)
Παράλληλα, ο συνεπώνυμός του ιστορικός Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, στο βιβλίο του «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΩΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΦΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» (Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου τού Αίμου, Θεσσαλονίκη 1985), συμπληρώνει γιά την ίδια εποχή:
«Τά ψηλά βουνά έσωσαν τότε την Ελλάδα. Από την Μακεδονία ως την Κρήτη, τά βουνά, τά οποία ο «Κοσμάς Αιτωλός», γι’ αυτόν τον λόγο, θα τά ονομάσει ευλογημένα…».

Αλλά και η Ελληνίδα ιστορικός, Μαρία ΝυσταζοπούλουΠελεκίδου, στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιό της «ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» (Εκδοση Κέντρου Σπουδών Ν.Α. Ευρώπης, Αθήνα 1988, σελ.27), ορθά επισημαίνει :
«…Αμέσως μετά την Τουρκική κατάκτηση, εκδηλώνεται μια φυγή των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, πού εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις : Aρχικά προς τις ελεύθερες ακόμη ή φραγκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές και προς την Ιταλία ή γενικότερα προς την Δύση… Ένα δεύτερο κύμα στράφηκε προς τά ορεινά και απόκεντρα μέρη του εσωτερικού όπου, μακρυά από τον έλεγχο και την καταπίεση του κατακτητή, θα μπορούσαν να επιβιώσουν.
Αυτό το δεύτερο κύμα ήταν περισσότερο πολυάριθμο και σημαντικό και προκάλεσε αληθινό ξερίζωμα των Ελληνικών πληθυσμών.»
(Όμως) «Αυτή η φυγή στο εσωτερικό της χώρας είχε τεράστια εθνική σημασία, γιατί εμπόδισε την εξωτερική μετανάστευση, διαφύλαξε την καθαρότητα του γένους και ευνόησε την ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου κατά τους πρώτους και πιο σκληρούς αιώνες της Οθωμανικής δουλείας.»
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι, η δυσπρόσιτη ορεινή Ελλάδα και ιδιαίτερα η Ηπειρος, από πολύ ενωρίτερα αποτελούσε καταφύγιο τών «απροσκύνητων» και λίκνο αντιστάσεως τών Ελληνικών πληθυσμών σε κάθε εποχή και μορφή δεσποτισμού, τέτοια δε υπήρξε και η δογματική ανθελληνική Βυζαντινοκρατία, τουλάχιστον μέχρι και τά χρόνια τής Μακεδονικής δυναστείας, δηλαδή μέχρι τόν 10ο αιώνα και κατά το πρώτο μισό τού 11ου αιώνα.
Ετσι λοιπόν, διαβάζουμε στό σπάνιο Χειρόγραφο τού Μιχαήλ Ψελλού από τήν Ανδρο, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος τού αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τού «Σοφού». (Δεν πρόκειται γιά τον γνωστό Μιχαήλ Ψελλό, φιλόσοφο και συγγραφέα τού 11ου αιώνα, στον οποίο αναφερόμαστε πιό κάτω…) :
«…Εκπαλαι οι παίδες τής Ελλάδος απάσης άχρι Ηπείρου, εστάθησαν …απειθείς εις τάς προσταγάς είτε τής παλαιάς Ρώμης είτε τής νέας…».
«…Αυτοί ήτον αρκετοί ως ανδρειωμένοι να αντισταθούν ακόμη και με πόλεμον. Οθεν εν ευκολία δεν επείθοντο εις τάς προσταγάς των βασιλέων…»

«Διά τούτο και κατά τον καιρόν Κωνσταντίνου τού Κοπρώνυμου, εκλήθησαν Αγραφα τά ορεινά αυτών μέρη, επειδή όχι μόνον δεν υπέγραψαν (την υποταγήν των) αλλά και τους (αυτοκρατορικούς) εξάρχους εις Τρίκαλα Θεσσαλίας, θανάτω μαχαίρας παρέδωσαν…»
(Τό ανωτέρω χειρόγραφο βρέθηκε στό μοναστήρι τής Παναγίας Προυσιώτισσας και το μνημονεύει ο Κων/νος Σάθας στό βιβλίο του «Κυπριακά»…)
Οντας λοιπόν ο Σκεντέρμπεης (γιά να επανέλθουμε στο ιστορικό ζήτημα πού ερευνούμε), ήδη υψηλόβαθμος αξιωματούχος τής Οθωμανικής στρατιωτικής ιεραρχίας και έχοντας σημαντικό ενεργό ρόλο στίς πολεμικές κατακτητικές επιχειρήσεις τών Τουρκικών στρατιών στην ευρύτερη περιοχή τών Βαλκα νίων, είναι πρόδηλο ότι «εισέπραττε αφυπνιστικά» την εικόνα τών τραγικών κοινωνικών συνθηκών διαβιώσεως τών υπόδουλων Μακεδονικών και Ηπειρωτικών πληθυσμών, πού ήξερε καλά ότι ήσαν συμπατριώτες του και τά δεινά τους έπλητταν οδυνηρά τις καταγωγικές του μνήμες και ευαισθησίες.
Παράλληλα, οι πολεμικές αυτές επιχειρήσεις τών Οθωμανών κατακτητών, στις οποίες ο Σκεντέρμπεης συμμετείχε «εκώνάκων», τόν έφεραν και σε άμεση πολεμική αντιπαράθεση πρός παλαιούς συμμαχητές τού πατέρα του Ιωάννη Καστριώτη αλλά και δικούς του μελλοντικούς συμμάχους οι οποίοι μάχονταν ηρωϊκά τούς Τούρκους στα βουνά τής Δυτικής Μακεδονίας και τής Ηπείρου, μέχρι την σημερινή βόρεια Αλβανία, όπως λ.χ. ο Γεώργιος ΑριανίτηςΚομνηνός και αρκετοί άλλοι Τουρκομάχοι οπλαρχηγοί.
Η πολεμικήαντιστασιακή αξιοσύνη τους τόν «διαβεβαίωσε» ότι, σ’ αυτούς τούς ομοφύλους του αρειμάνιους πολεμιστές μπορούσε να στηρίξει την μελλοντική επανάστασή του την οποία προφανώς, σχεδίαζε «εξαντλητικά» στό νού του επί χρόνια αντλώντας τις στρατιωτικές δυνάμεις πού θα χρειάζονταν γιά ν’ αντιμετωπίσει με επιτυχία τούς Οθωμανούς δυνάστες.
Καθ’ όσον μάς αφορά λοιπόν, είναι ολοφάνερο πώς, όταν ο Γεώργιος Καστριώτης ξεκίνησε μιά ριψοκίνδυνη «όλα γιά όλα» επανάσταση, γιά νά συστήσει (κατ’ αρχήν) ένα ανεξάρτητο Ηπειρωτικό κράτος υπό τήν ηγεμονία του αλλά και αποβλέποντας (όπως ήδη αναλύσαμε αλλά και η ιστορική σφραγίδα του «επικυρώνει»…), στην μελλοντική δημιουργία μιάς ευρύτερης εδαφικά και πληθυσμιακά «μεταΒυζαντινής» αυτοκρατορίας, είχε ήδη επιβεβαιώσει στα μύχια τής μεγάλης ψυχής του, κατ’ αρχήν το «ασύμβατο» τής εθνικής του καταγωγής και τού φιλελεύθερου χαρακτήρα του, εν σχέσει πρός τήν Ασια τική βαρβαρότητα τής Οθωμανικής αυλής.
Παράλληλα όμως, εξ ίσου βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι, ο Σκεντέρμπεης είχε πλήρως συνειδητοποιήσει τήν σημασία τής ιστορικής καταγωγής του από εκείνους τούς θρυλικούς αρχαίους Ηπειρώτες προγόνους του στούς οποίους (όπως εν συνεχεία θα δούμε), συχνά με υπερηφάνεια αναφέρονταν εγγράφως και γιά τήν επιτυχία τού σκοπού του εφάρμοσε «πιστά» τίς αξεπέραστες στρατηγικές και τακτικές τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τό παράδειγμα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και τού Πύρρου, ο Σκεντέρμπεης στίς μάχες διοικούσε τά στρατεύματά του από τήν «πρώτη γραμμή», πολεμώντας έφιππος και προκαλώντας μόνο μέ τήν εμφάνισή του πανικό στούς Τούρκους, αξίζει δέ ν’ αναφερθεί ότι ήταν ακαταμάχητος στίς μονομαχίες, στίς οποίες συχνά προκαλούσε τούς αρχηγούς τών αντιπάλων στρατευμάτων.
Ιστορείται ότι σε μάχη εναντίον μεγάλης Τουρκικής στρατιάς 70.000 (!!!) ανδρών, μέ αρχηγό τόν Αλβανό εξωμότη Μπαλαμπάν, ο Σκεντέρμπεης τόν προκάλεσε σέ μονομαχία και κυριολεκτικά «τόν έκοψε στή μέση» μέ μιά σπαθιά (…) εν συνεχεία δέ μονομάχησε μέ τόν ανηψιό τού Μπαλαμπάν, τόν οποίο επίσης κατέκοψε μέ τό θρυλικό σπαθί του.
Ας σημειωθεί μάλιστα ότι τό κατόρθωμά του αυτό συνέβη τήν 27η Απριλίου 1467, όταν ο Σκεντέρμπεης ήταν ήδη 62 ετών (!!!) και δυστυχώς δεν έμελλε να ζήσει παρά μόνο μερικούς μήνες ακόμη.
Αυτές οι συχνές «Ομηρικές» μονομαχίες και οι αντίστοιχες νίκες τού Σκεντέρμπεη, είχαν καταλυτικές ψυχολογικές συνέπειες γιά τό ηθικό τών Τούρκων εισβολέων, στήν συγκεκριμένη δε μάχη όλη εκείνη η τεράστια Οθωμανική στρατιά τράπηκε σέ άτακτη φυγή, παρόμοια όπως η «προσωπική» επέλαση τού Αλεξάνδρου εναντίον τού ίδιου τού Δαρείου (τό έτος 332 π.Χ. στήν Ισσό αλλά και τό έτος 331 π.Χ. στά Γαυγάμηλα), έτρεψε σέ πανικόβλητη φυγή τόν Πέρση «Μεγάλο Βασιλέα» Δαρείο και εν συνεχεία όλο τόν απειράριθμο Περσικό στρατό.

V. ΟΙ ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΠΟΙΟΙ ΗΣΑΝ
Αλλά όσο κι αν ο Σκεντέρμπεης ήταν μιά εξαιρετική περίπτωση στρατηγικής μεγαλοφυίας και οι ιστορικοπολιτικές συνθήκες τής εποχής τού επέτρεψαν να αξιοποιήσει τις σπάνιες στρατιωτικές ικανότητές του, είναι σαφές ότι χρειάζονταν και αντάξιους επιτελείςσυναγωνιστές, προκειμένου να ενεργοποιήσει και να υλοποιήσει τούς μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς του.
Πράγματι, όπως προαναφέραμε, συμμαχητές κατά την έναρξη τής επανάστασης τού 1443 και κατά τούς πολυετείς πολεμικούς αγώνες πού επακολούθησαν, ο Γεώργιος Καστριώτης είχε σημαντικούς Ηπειρώτες Ελληνες και Αλβανούς άρχοντες«οπλαρχηγούς».
(Η 1η επαναστατική συνέλευση έγινε στήν πόλη Lezhes, τής σημερινής μέσης παράλιας Αλβανίας ιδέτε Kristo Frasheri : «Skanderbeu Jeta dhe vepra», σελ. 136, όπου βεβαίως «Lezhes» δεν είναι παρά η «μετεξέλιξη» στά σημερινά Αλβανικά, τής ονομασίας τής αρχαίας Ελληνικής πόλης Λισσός…)
Ως σημαντικότεροι από εκείνους τούς γενναίους συναγωνιστές τού Σκεντέρμπεη (Ιδέτε και Fan S. Noli : «HISTORIA E SKENDERBEUT» Kryezotitte Arberise 14051468. Εκδ. 2004, σελ. 35 και 41), αναφέρονται οι εξής:
Gjergj και Konstandin Arianiti, Konti Vrana, Theodor Korona, Pal και Gjergj StresBalsha, Pal Dukagjini, Nikola Dukagjini, Lek Zaharia, Lek Dushmani, Pjeter Spani, Gjon Muzhaqi, Pjeter Emmanueli, Zaharia Gropa, Pal και Gjin Maneshi, Franco Koleti, Andrea Perllati, Andrea και Τanush Thopia, Stefan Cernovic και άλλοι.
Ωστόσο, διαβάζοντας τά ανωτέρω ονοματεπώνυμα στην σύγχρονη Αλβανική γλώσσα (η οποία όπως προείπαμε αποδόθηκε «γραπτά» μόλις στα τέλη τού 19ου αιώνα), ελάχιστοι σύγχρονοι ιστορικοί ερευνητές Ελληνες ή άλλοι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να διακρίνουν «με την πρώτη ματιά» την πραγματική εθνικότητα τών περισσοτέρων από εκείνους τούς πρωτεργάτες τής επανάστασης τού Σκεντέρμπεη.
Αλλωστε, αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι σύγχρονοι Αλβανοί σωβινιστές, οι αυτοαποκαλούμενοι και «Σκιπετάροι», στα πολλά σύγχρονα Αλβανικά βιβλία πού έχουν εκδόσει και στις ευάριθμες «ιστοσελίδες» τους στό διαδίκτυο, όπου εμφανίζουν («αντιστάσεως μη ούσης»…), αναφέροντάς τους, τον μεν Γεώργιο Καστριώτη, ως …«Αλβανό βασιλιά», τούς δε οπλαρχηγούςσυμμαχητές του, ως «Αλβανούς φυλάρχους».
Όμως, η εθνικότητα τών εν λόγω οπλαρχηγών τού Σκεντέρμπεη (όπως άλλωστε και τού ίδιου…), είναι σαφέστατη εάν αποδώσουμε τά ονοματεπώνυμα αυτά στην Ελληνική γλώσσα, την οποία όλοι τους μιλούσαν και σ’ αυτήν έγραφαν τότε, ασχέτως εάν οι περισσότεροι παράλληλα ήσαν «δίγλωσσοι», έχοντας ως δεύτερη γλώσσα (όμως μόνο προφορική), την Αλβανική.
Διότι αυτό πού συνέβη στην προκειμένη και όχι μόνο περίπτωση, είναι η σημερινή «Αλβανοποίηση» τών ονομάτων εκείνων τών Βορειοηπειρωτών οπλαρχηγών, τά οποία στην μεγάλη πλειοψηφία τους είναι ακραιφνώς Ελληνικά.
Ιδού λοιπόν «αποκρυπτογραφημένοι» με την ισχύουσα νύν αλλά και τότε Ελληνική γραφή, οι πιό πάνω Ηπειρώτες Ελληνες πολέμαρχοι : Γεώργιος Αριανίτης και (ο γυιός του) Κωνσταντίνος Αριανίτης, «Κόντης» Ουρανός, Θεόδωρος Κορώνης, Παύλος και Γεώργιος ΣτρέσιοςΜπάλτσας (συγγενείς τού Σκεντέρμπεη και αρχηγοί τών Χιμαριωτών), Παύλος και Νικόλαος ΔούκαςΓκίνης, Ζαχαρίας και Δούσμανης Λέκκας, Πέτρος Σπανός, Ιωάννης Μουζάκης, Πέτρος Εμμανουήλ, Ζαχαρίας Γκρόπας, Παύλος Μάνεσης, Φραγκίσκος Κωλέτης, Ανδρέας Περλάτος (και αρκετοί άλλοι).
Όπως εκθέτουμε με λεπτομέρειες σε επόμενο κεφάλαιο τού βιβλίου μας, τά περισσότερα από τά ανωτέρω επώνυμα τά «συναντούμε» μέχρι σήμερα σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, εφ’ όσον επρόκειτο για πολυάριθμες «φάρες» οι οποίες, μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη και την επικράτηση των Οθωμανών στον Ηπειρωτικό χώρο, υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν «συν γυναιξί και τέκνοις», προκειμένου να αποφύγουν την εκδικητική μανία τών κατακτητών, τα παιδομαζώματα και τους εξισλαμισμούς.
Εύλογα δε, επέλεξαν ως ασφαλείς τόπους «απόκρυψής» τους, τόσο τις ορεινές και απρόσιτες περιοχές τής Ελλάδος όσο και αυτές τής Κάτω Ιταλίας, όπως το Βασίλειο τής Νεαπόλεως, την Απουλία, το Ρηγίο, την Καλαβρία και την Σικελίας όπου ήδη το Ελληνικό στοιχείο ήκμαζε εκεί από αιώνες.
Ωστόσο, στούς ανωτέρω αρειμάνιους Ηπειρώτες οπλαρχηγούςπολεμιστές τού Σκεντέρμπεη θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τ ό σ ο τόν «Χαμουζά» ή «Χαμζά» Καστριώτη («μικρανηψιό» τού Σκεντέρμπεη), αρχηγό τού ελαφρού ιππικού με σημαντική πολεμική δράση, ο οποίος όμως αργότερα δυστυχώς αυτομόλησε στούς Τούρκους και ηγήθηκε Τουρκικής στρατιάς εναντίον τών συμπατριωτών του (…) ό σ ο και την Ελένη Καστριώτη, αδελφή τού Σκεντέρμπεη («Μαμίτσα» γιά τούς Αλβανούς), για την οποία ιστορείται ότι έφερε πολεμική στολή, συμμετείχε στις μάχες και εν τέλει φονεύθηκε μαχόμενη.
(Ιδέτε και Fan S. Noli : «HISTORIA E SKENDERBEUT», σελ. 37, 70 και 79.)
Αλλά ποιοί ήσαν αυτοί οι άρχοντες οπλαρχηγοί, μιάς περιορισμένης σε έκταση (επομένως και σε αντίστοιχη αριθμητική στρατιωτική ισχύ) περιοχής, οι οποίοι στήριξαν πρόθυμα μιά τόσο άνιση επανάσταση ενάντια στην μεγαλύτερη στρατιωτική υπερδύναμη τής εποχής τους πού μέσα σε 150 χρόνια είχε «σαρώσει» όλους τούς αντιπάλους της σε Μικρά Ασία και Βαλκανική, διακινδυνεύοντας τά πάντα με τήν συμμετοχή τους σ’ αυτήν;;;
Κάποιοι ιστορικοί έγραψαν ότι η Οθωμανική αυτοκρατορική εξουσία δεν είχε «χώρο» γι’ αυτούς τούς ανυπότακτους «Ρωμαιοβυζαντινούς» τοπικούς άρχοντεςφεουδάρχες και όπου επικρατούσε, τούς εξόντωνε ή τούς υποχρέωνε σε εξισλαμισμό, οπότε ήταν ζήτημα επιβιώσεως (τών ιδίων και τών προνομίων τους), η επανάσταση και η αντίσταση στόν Τούρκο κατακτητή.
Σεβαστή και εν μέρει ορθή η άποψη αυτή, ωστόσο δ ε ν αρκεί γιά να «εξη γήσει» ο ύ τ ε τό «αποννενοημένο» τής επανάστασης τού Σκεντέρμπεη (ο οποίος, όπως προείπαμε, κάλλιστα, θα μπορούσε να επιλέξει τήν δελεαστική καλοπέραση τής Σουλτανικής «αυλής» και το ελκυστικό μέλλον τού εξισλαμισμένου εξωμότη, αντί να παίξει το κεφάλι του «κορώνα γράμματα»…) ο ύ τ ε τίς απροσδόκητες επιτυχίες και τήν απίστευτη χρονολογικά διάρκειά της.
Εμείς θεωρούμε ότι κάτι άλλο ήταν το αποφασιστικό στοιχείο τής ιδιαιτερότητάς της, γι’ αυτό και πέρα από την εμβάθυνσή μας στα χαρακτηριστικά στοιχεία τής προσωπικότητας τού ίδιου τού Σκεντέρμπεη, εκτιμούμε ότι είναι σημαντικό να γνωρίσουμε (εφ’ όσον, «εκ τού όνυχος τον λέοντα…) και κάποιους από τούς «επώνυμους» επιτελείς του οι οποίοι εξ αρχής τόν πλαισίωσαν στους μακροχρόνιους αγώνες του, αναφερόμενοι ενδεικτικά σε κάποιους εξ αυτών και κατ’ αρχήν στόν επιφανέστερο από αυτούς, τόν παλαίμαχο «Τουρκομάχο» Γεώργιο Αριανίτη Κομνηνό.
Η σύγχρονη Αλβανική ιστοριογραφία, προσεγγίζοντας επιφανειακά (και προφανώς υστερόβουλα…), τις αναφορές τις σ’ αυτόν, τόν προβάλλει ως έναν σεβαστό «φύλαρχο» πολυμελούς Αλβανικής «φάρας» ο οποίος είχε επικυριαρχία σε μία αρκετά εκτεταμένη περιοχή τής σημερινής Νότιας Αλβανίας με επίκεντρο το Ελβασάν (αρχαία Ελληνική πόλη Δαυλία…) και είχε μιά προηγούμενη «ακαθόριστη» πολεμική δράση εναντίον τών Οθωμανών Τούρκων.
Όμως, τά ιστορικά στοιχεία αποκαλύπτουν «άλλα» δεδομένα καταγωγής και δράσεως τού Γεωργίου ΑριανίτηΚομνηνού, τού οποίου και μόνο το ονοματεπώνυμο υποδηλώνει αδιάψευστη Ελληνικότητα.
Πράγματι (όσο κι αν τό γεγονός αυτό φαίνεται «απίστευτο»…), η Ελληνοβυζαντινή οικογένεια τών Αριανιτών υφίσταται «επωνύμως» και δρά στρατιωτικά στήν περιοχή τής Δ.Μακεδονίας και τής Ηπείρου, ήδη 450 (!!!) χρόνια π ρ ί ν από τήν εποχή πού περιγράφουμε.
(Γιά τήν οικογενεία Αριανίτη, ιδέτε και το «Νεώτερο Επίτομο Λεξικό», Εκδόσεις «ΗΛΙΟΣ», σελ. 551.)
Στήν διάρκεια αυτών τών «ταραγμένων» αιώνων, πολλοί πολεμιστές από την συγκεκριμένη Ελληνική αρχοντική οικογένεια, διακρίθηκαν στούς αγώνες εναντίον τών Σλαύων και τών Βουλγάρων, ο δε απώτερος γνωστός γενάρχης της, ο στρατηγός και πατρίκιος Δαυϊδ Αριανίτης, υπήρξε από τούς ικανότερους επιτελείς τού πλέον ένδοξου Βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ τού επονομαζόμενου και «Βουλγαροκτόνου», ο οποίος βασίλευσε κατά την ιστορική περίοδο τών ετών 9761025 μ.Χ.
[ Διευκρινίζουμε εδώ ότι, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ήταν εκείνος ο οποίος, μετά από πολυαίμακτους πολεμικούς αγώνες, πού διήρκεσαν τριάντα (30) και πλέον χρόνια, συνέτριψε τούς Βουλγάρους, απελευθερώνοντας μεγάλες περιοχές τής Θράκης, τής Μακεδονίας και τής Ηπείρου όπου οι Ελληνικοί πληθυσμοί υπέφεραν τά πάνδεινα από τις Βουλγαρικές επιδρομές, με τις σφαγές, τις λεηλασίες και τούς εξανδραποδισμούς πού αυτές συνεπάγονταν.
Αλλά δεν ήταν μόνο ασύγκριτος πολεμικός ηγέτης, εκείνος ο «χαλκέντερος» αυτοκράτορας, ο οποίος βασίλευσε ένδοξα σχεδόν επί πενήντα χρόνια!!!
Η πατρική του συμπεριφορά πρός τις λαϊκές τάξεις, από τις οποίες «αντλούσε» τους πολεμιστές του πού τον λάτρευαν, έμεινε παροιμιώδης, είναι δε γνωστό ότι με καίριες νομοθετικές ρυθμίσεις προσπάθησε να εξισορροπήσει τις εξουθενωτικές κοινωνικές ανισότητες τής φεουδαρχικής εποχής του.

Ειδικότερα, ο περίφημος νόμος του γιά το «αλληλέγγυον», δηλαδή γιά την επιβολή τής υποχρεώσεως στούς μεγαλογαιοκτήμονες τής αυτοκρατορίας να αναλαμβάνουν τά φορολογικά βάρη τών μικροκαλλιεργητών τής περιοχής τους, τά παιδιά τών οποίων θυσιάζονταν στους πολέμους ή έμεναν ανάπηροι πολέμου, είναι διαχρονικής διδαχής και σημασίας.
Δεν είναι δε «απορίας άξιον» ότι εξ αιτίας τού νόμου αυτού, εκείνος ο σπουδαίος αλλά και φιλολαϊκός αυτοκράτορας ήλθε σε σφοδρή αντιπαράθεση, τόσο με τούς πάμπλουτους φεουδάρχες τής εποχής του όσο και με τό δογματικό ιερατικό κατεστημένο που τούς υποστήριζε, αναγκάζοντάς τους (όμως) να υποκύψουν εμπρός στην χαλύβδινη αποφασιστικότητά του.
Και επειδή κάποιοι σύγχρονοι ιστοριομύωπες αμφισβητούν τήν Ελληνικότητα τής καταγωγής τού Βασιλείου «Βουλγαροκτόνου», πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι, πέρα από τον Ελληνικής καταγωγής προπάππο του, τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα, η μητέρα του η περίφημη Θεοφανώ ήταν Ελληνίδα, γόνος αρχοντικής Μανιάτικης οικογένειας και παρά τις αντιρρήσεις τού Ιερατείου τής Βυζαντινής Εκκλησίας, επέμενε να την αποκαλούν «Σπαρτιάτισσα» ή «Λάκαινα». Ιδέτε Βασ. Μισύρη : «Από το παρελθόν τού Ελληνικού Λαού», Εκδόσεις «ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ», Αθήνα 2004, σελ. 89.]
Ας πληροφορηθούμε λοιπόν, τι αναφέρουν γιά τον στρατηγό τού Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, τον Δαυϊδ Αριανίτη, οι ιστορικοί Χρήστος Παναγιωτόπουλος και Ηλίας Αναγνωστάκης, σε μιά γλαφυρή στην ανάγνωσή της, ιστορική μονογραφία («ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Τεύχος 27, Νοέμβριος 1998) :
«…Με την υποταγή της βόρειας Βουλγαρίας στα τέλη τού έτους 1002 μ.Χ., ολοκληρώθηκε η κύκλωση των εναπομεινάντων Βουλγαρικών εδαφών. Ο αυτοκράτορας ικανοποιημένος από την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων κατευθύνθηκε με το επιτελείο του και τον κύριο όγκο των στρατευμάτων του στην Θεσσαλονίκη όπου πέρασε τον χειμώνα του 10021003. Η θέση του Διοικητή της Θεσσαλονίκης είχε μείνει κενή λόγω της αποστολής του στρατηγού Νικηφόρου Ουρανού στην Αντιόχεια. Την θέση αυτή ανέλαβε με εντολή τού αυτοκράτορα, ο πατρίκιος Δαυϊδ Αριανίτης…»
Επομένως, υπό τις διαταγές εκείνου τού ένδοξου αυτοκράτορα τών «Ρωμαίων», διακρίνεται ο ΕλληνοΒυζαντινός στρατηγός Δαυϊδ Αριανίτης, γιά τόν οποίο ιστορείται ότι εν συνεχεία κατά τά έτη 10151018 μ.Χ., επί κεφαλής Βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων, μάχεται νικηφόρα κατά τού τελευταίου Τσάρου τών Βουλγάρων Ιβάν Βλαδισλάβ, απελευθερώνοντας τίς Ελληνικές πόλεις/φρούρια, Καστοριά, Φλώρινα και Μοναστήρι. ( Ιδέτε Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, «Ιστορία τής Μακεδονίας», Θεσσ/νίκη 1983, σελ. 106.)
Παράλληλα, στην ιστορική μονογραφία τού σύγχρονου Ελληνα Ιστορικού Γ.Καρδαρά : «Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος Το απόγειο τής Βυζαντινής Δύναμης» διαβάζουμε :
«…Η συνέχεια τής πορείας τού αυτοκράτορος Βασιλείου ήταν ένας θριαμβευτικός περίπατος… Κατευθύνθηκε προς τά Σκόπια όπου εγκατέστησε ως νέο «κατεπάνω» τής Βουλγαρίας τον στρατηγό και πατρίκιο Δαυϊδ Αριανίτη…»
Όμως και έτερος σημαντικός συμμαχητής τού Σκεντέρμπεη, ο «Κόντης» Ουρανός, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, προφανέστατα ήταν απόγονος άλλου Ελληνοβυζαντινού στρατηγού, τού περίφημου Νικηφόρου Ουρανού ο οποίος, επικεφαλής μεγάλης Βυζαντινής στρατιάς, είχε συντρίψει κατά το έτος 997 μ.Χ. τόν Βούλγαρο «Τσάρο» Σαμουήλ, σε πολύνεκρη μάχη, παρά τόν Σπερχειό ποταμό (λίγα χιλιόμετρα βόρεια από τις Θερμοπύλες…) και όπως είδαμε παραπάνω, το έτος 1002 μ.Χ. μάχονταν στην άλλη άκρη τής αυτοκρατορίας, στην Αντιόχεια τής Συρίας, εναντίον τών Αράβων.
Καθ’ όσον δε αφορά το προσωνύμιο «Κόντης», πρόδηλα ήταν ο τίτλος πού έφερε κληρονομικά η Ελληνοβυζαντινή οικογένεια τών Ουρανών και η αναφορά του ως …κυρίου ονόματος τού συγκεκριμένου οπλαρχηγού οφείλεται στην άγνοια πού είχαν οι αρχικοί ιστοριογράφοι πού κατέγραψαν τά γεγονότα τής εποχής τού Σκεντέρμπεη αλλά και στην αντίστοιχη άγνοια τών νεώτερων Αλβανών ιστορικών οι οποίοι εξέλαβαν τον συγκεκριμένο βυζαντινό τίτλο ευγενείας ως κύριο όνομα και έτσι μάς προέκυψε ο …Αλβανός φύλαρχος «Konti Urana» ή «Vrana».
Στην «Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους» (Εκδοτική Αθηνών, Τόμος Θ’, σελ. 282), διαβάζουμε ότι :
«…Οι Κόντοι και οι Κεφαλάδες ήταν αξιώματα και τίτλοι διοίκησης που παραχωρούσαν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες σε σημαντικούς επιτελείς τους…».

Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται και από το «Χρονικό τού Μορέως», τού Πέτρου Κολονάρου, όπου στους στίχους 678683 διαβάζουμε :
«…Ορίζει, γράφει γράμματα σ’ εκείνον τον μαρκέσιν (Μαρκήσιο)
ωσαύτως και εις τους έτερους κοντάδες, κεφαλάδες…»
(Χαρακτηριστική ανάμνηση εκείνου τού Βυζαντινού τίτλου ευγένειας, είναι η προσφώνηση «κόντες», η οποία διασώζεται ακόμη στά νησιά τού Ιονίου, ως ένδειξη σεβασμού και τιμής προς τον προσφωνούμενο…)
Αλλωστε, η ανωτέρω ανιστορική μετατροπή τίτλου ευγενείας σε κύριο όνομα, δεν είναι η μοναδική, γεγονός πού μάς επιτρέπει να διερωτηθούμε γιά την πιθανή σκοπιμότητά τους.
Στην περίφημη «Αλεξιάδα» τής Αννας Κομνηνής αναφέρεται ότι κατά την άμυνα τού Δυρραχίου κατά τών Νορμανδών επιδρομέων, εν έτει 1081 μ.Χ., ο πατέρας της ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός: «…την πόλεως φρουράν …ανέθετο τώ εξ’ Αρβάνων ορμωμένω Κομισκόρτη…»
Και βεβαίως είναι πασίγνωστο ότι «Κόμης (τής) Κόρτης» ήταν ρωμαϊκόβυζαντινό αξίωμα στρατιωτικού άρχοντα και ακόμη ότι τά «Αρβανα» ήσαν διοικητική περιφέρεια στην βόρειο Ηπειρο, μεταξύ Δελβίνου και Χιμάρας. (Ιδέτε Αθαν. Ψαλίδα (17671829) «Γεωγραφία», Ηπειρωτικά Χρονικά, Ετος 1931.»)
Ωστόσο, αρχικά οι παλαιότεροι Ευρωπαίοι ιστορικοί και αργότερα οι νεώτεροι Αλβανοί ομόλογοί τους πού ασχολήθηκαν με τά περιγραφόμενα στην «Αλεξιάδα» γεγονότα, παραγνωρίζοντας τον συγκεκριμένο Βυζαντινό στρατιωτικό τίτλο, τον μετέτρεψαν σε …κύριο όνομα, εμφανίζοντας ως «ιστορικό γεγονός» την υπεράσπιση τού Δυρραχίου, εν έτει 1081 μ.Χ., από τον πρώτο αναφερόμενο ιστορικά «Αλβανό» (επειδή κατάγονταν από τά «Αρβανα» ή «Αλβανα»), ο οποίος δήθεν είχε το κύριο όνομα «Κομισκόρτης»!!!
(Ιδέτε, Ερ. Λ. Βρανούση, «ΚΟΜΙΣΚΟΡΤΗΣ Ο ΕΞ ΑΡΒΑΝΩΝ», Εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1962.)
Βεβαίως, η παρουσία ΕλληνοΒυζαντινών στρατιωτικών αρχόντων στην ευρύτερη Ηπειρο, ως εκπροσώπων διοίκησης τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είναι γνωστή και επιβεβαιωμένη ιστορικά.
Ομως υπήρξε μιά εποχή κατά την οποία η Ηπειρος απετέλεσε κατ’ εξοχήν χώρο εγκατάστασης και δράσης πολυάριθμων Ελληνοβυζαντινών οικογενειών και περί αυτών τών γεγονότων, πού επιβεβαιώνουν και επεξηγούν τά λοιπά στοιχεία τής ιστορίας τού Σκεντέρμπεη όπως στην συνέχεια τα περιγράφουμε θα επικαλεστούμε το μοναδικό στό είδος του βιβλίο τού Κωνσταντίνου Σάθα, «Ελληνες Στρατιώται εν τη Δύση» (Εκδόσεις «ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ», Αθήνα 1993), όπου αναφέρονται τά εξής :
«…Μετά την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Βενετούς το έτος 1204 μ.Χ., οι περισσότεροι κάτοικοί της κατέφυγαν στην Ηπειρο, μεταξύ δε αυτών ήσαν και γόνοι σημαντικών οίκων τού Βυζαντίου, όπως οι Κομνηνοί, οι Δαλασσηνοί, οι Σεβαστοί, οι Αγγελοι, οι Μελισσηνοί, οι Δούκες και πολλοί άλλοι…»
( Επισημαίνουμε ότι, από την μεγάλη οικογένεια τών Δαλασσηνών προέρχονταν και η Μαρία Δαλασσηνή, μητέρα τού αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού, από δε την επίσης σπουδαία οικογένεια τών Μελισσηνών η ονομαστή Ευδοκία, η οποία στέφθηκε το 768 μ.Χ. στο πλευρό τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’.)
Επόμενο ήταν λοιπόν, μεταξύ τών ανωτέρω επιφανών Βυζαντινών που εγκαταστάθηκαν τότε στην ευρύτερη Ηπειρο και τών τοπικών «Ρωμαίων»Ηπειρωτών αρχόντων, να υπάρξουν αρκετές επιγαμίες και έτσι προέκυψαν κοινοί απόγονοι πού έφεραν μικτά επώνυμα, όπως ο ανωτέρω Γεώργιος ΑριανίτηςΚομνηνός, ο Νικόλαος ΔούκαςΓκίνης και άλλοι στους οποίους θ’ αναφερθούμε στην συνέχεια.
Συνεπώς, οι ενδεικτικές αναφορές σε συγκεκριμένους συμμαχητές τού Σκεντέρμπεη, αποκαλύπτουν ότι δ ε ν επρόκειτο γιά κάποιους τυχαίους «Αλβανούς» φεουδάρχες πού επαναστάτησαν αποκλειστικά γιά τά «στενά» συμφέροντά τους και συγκυριακά «πήραν τά όπλα» γιά νά τά προστατεύσουν.
Η εξαιρετικά εμβριθής στις ιστορικές της έρευνες, σύγχρονη Ελληνίδα συγγραφέας Μαρία ΜιχαήλΔέδε, στο σημαντικό βιβλίο της, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ» ( Εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ», Αθήνα 1997 ), αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
«…Τόν 15ο αιώνα, ο εθνικός ήρωας τής (σημερινής) Αλβανίας, Γεώργιος ΚαστριώτηςΣκεντέρμπεης, αυτοαπεκαλείτο ταυτόχρονα και «Ηπειρώτης» και «Αλβανός». Ο βιογράφος του από την Σκόδρα Μαρίνος Μπαρλέτιος τον αποκαλούσε «PRINCEPS EPIROTARUM» (Πρίγκιπα τών Ηπειρωτών).
(Όμως) «…Ο Καστριώτης, ήξερε πολύ καλά την καταγωγή του… και την διακήρυσσε, επικαλούμενος τον Ελληνισμό του σε δύσκολες στιγμές, με ύψιστη σημασία για τον αγώνα του…».
«…Μέσα στην επικράτειά του περιλαμβάνονταν τά φέουδα και οι εκτάσεις τών Μουζάκηδων, τών Αριανιτών, τών Μπάλτσα και, φυσικά, τών ίδιων τών Καστριωτών και από τους πληθυσμούς αυτών τών εδαφών στρατολόγησε τους αγωνιστές του…».
«…Ελληνες αρχηγοί δέσποζαν στον χώρο αυτόν και (επομένως) μπορούσαν να στρατολογούν γενναίους και φιλελεύθερους μαχητές από εκεί…».
«…Με όλα όσα δημιουργήθηκαν μεταξύ αυτού και τών άλλων αρχηγών, πού άλλωστε αρκετοί ήσαν και συγγενείς του, άρα Ελληνες, έως ένα βαθμό εξ’ αίματος, όπως ο Μπάλτσας ή εξ’ αγχιστείας όπως οι Αριανίτες, (όλων δε) τελικά, ο μεγάλος τους στόχος ήταν απελευθερωτικός…»
«…Αυτών έγινε αρχηγός ο Γεώργιος Καστριώτης και είναι φυσικό, αφού είχε πληρέστατη γνώση και ακέραια συνείδηση τής Ελληνικής του καταγωγής» (εφ’ όσον) «…επανηλειμμένα διακήρυξε τον Ελληνισμό του…, καθορίζοντας ως επίσημη γλώσσα τού κράτους του την Ελληνική γλώσσα και μ’ αυτήν την γλώσσα μιλούσε και έγραφε γιά την προγονική ΗπειροΜακεδονική του καταγωγή…».
Απόλυτα επιβεβαιωτικό ιστορικό στοιχείο τών παραπάνω καταγραφών, αποτελεί η διακήρυξη πού απηύθυνε αυτοπροσώπως ο Γεώργιος Καστριώτης πρός τόν Πάπα και τούς Καρδιναλίους τής Λατινικής Εκκλησίας, λίγα έτη πρίν από τον απροόπτο θάνατό του.
( Ιδέτε Κων/νου Σάθα, «ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΕΛΛΑΣ», σελ.17, όπου αναφέρονται τά ακόλουθα 🙂
«…Ο μέγας τής Ηπείρου ηγεμών Γεώργιος ο Καστριώτης, τοσάκις κατασυντρίψας τάς τρομεράς τού Μωάμεθ φάλαγγας, …μάτην δ’ επικαλεσθείς την συνδρομήν τής Χριστιανοσύνης, απεφάσισεν ίν’ αυτοπροσώπως μεταβή εις την Ρώμην… Παρουσιασθείς ενώπιον τού Πάπα και τών Καρδιναλίων ο Σκενδέρβεης, εξώρκισεν αυτούς εις τον κατά τού Μωάμεθ πόλεμον …ως εξής :
«Μετά την καταστροφήν τής Ασίας και τής Ελλάδος, μετά την σφαγήν τών ηγεμόνων τής Κωνσταντινουπόλεως, τής Τραπεζούντος, τής Σερβίας, τής Βοσνίας και τής Μολδοβλαχίας, μετά την υποδούλωσιν τής Πελοποννήσου και τού μεγαλυτέρου μέρους τής Μακεδονίας και τής Ηπείρου, έμεινα μόνος εγώ μετά τού αδυνάτου και μικρού κράτους μου, με τους στρατιώτας μου εξηντλημένους εκ τόσων πολέμων, κατεστραμμένους εκ τόσων μαχών, ώστε η Ηπειρος δεν διατηρεί πλέον ουδέν μέρος υγιές ίνα λάβη νέας πληγάς και δεν τής έμεινε πλέον αίμα ίνα χύση υπέρ τού χριστιανικού λαού.»
«Εις την Μακεδονίαν ταύτην, την γενέτειραν τοιούτων ηγεμόνων και στρατηγών, δεν μένει άλλο ειμή μόνον η ημετέρα ανδρεία και ψυχή ακαταδάμαστος. Δράμετε λοιπόν προς βοήθειάν μας, εν όσω ένει καιρός…».
Αποκαλύπτεται και επιβεβαιώνεται λοιπόν, από την συνθετική προσέγγιση τών ανωτέρω ιστορικών στοιχείων ότι, τόσο ο Γεώργιος Καστριώτης όσο και οι αρειμάνιοι οπλαρχηγοί συμμαχητές του, οι οποίοι τόν πλαισίωσαν σε εκείνους τούς φοβερούς αντιτουρκικούς επαναστατικούς αγώνες του, ήσαν χαρακτηριστικές περιπτώσεις εκπροσώπων Ηπειρωτικών «πατριών» (κυρίως Ελληνικών αλλά βεβαίως και Αλβανικών και Σερβικών), με μακραίωνη γενοφυλετική αγωνιστική παράδοση αλλά και βαθειά συνείδηση τής ηθικής υποχρέωσής τους να μάχονται «πάση δυνάμει», υπερασπίζοντας μέχρι τέλους τήν ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Δηλαδή, να μάχονται υπερασπίζοντας ενσυνείδητα τήν ευρύτερη περιοχή τής καταγωγής τους και τούς συγγενείςσυμπατριώτες τους, έστω στα πλαίσια μιάς φεουδαρχικής αντιλήψεως πού επί αιώνες είχε καθιερώσει το «Ρωμαϊκό» (Βυζαντινό) αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας / διακυβερνήσεως, κατά πολύ διαφοροποιημένο όμως στην εποχή πού περιγράφουμε, γι’ αυτό και πρέπει να ερευνήσουμε «πώς» και «γιατί» αυτό έγινε κατορθωτό.

VΙ. Η ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ.
Είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι, ύστερα από τήν δόλια κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τούς Φράγκους και Βενετούς το έτος 1204 (και παρά τήν ανακατάληψή της, το έτος 1258 από τον Ελληνα πολέμαρχο Αλέξιο Στρατηγόπουλο, στο όνομα τού αυτοκράτορα τής Νίκαιας, Μιχαήλ Παλαιολόγου), η κεντρική Βυζαντινή εξουσία ε ί τ ε «απουσιάζει» πλέον από την περιοχή τού σημερινού Ελλαδικού χώρου ε ί τ ε είναι σκιώδης και συχνά καταλύεται και υποκαθίσταται από διάφορους αναπάντεχους επιδρομείς, όπως Noρμανδούς, Καταλανούς και Αραγωνέζους ή από τους «συνήθεις υπόπτους» Βουλγάρους.
Ο Ρώσος ιστορικός Α.Βασίλιεφ, στο μνημειώδες έργο του, «Ιστορία τής Βυζα ντινής Αυτοκρατορίας» (Εκδόσεις Μπεργαδή, Τόμος Β’ σελ. 852) γράφει σχετικά :
«…Λόγω τής φεουδαλικής εξελίξεως τής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε αρχίσει πρίν από τους Παλαιολόγους, ο μέχρι τότε καλά οργανωμένος κεντρικός κρατικός μηχανισμός, εξασθένησε σιγάσιγά και μερικές φορές το «Ιερόν Παλάτιον» (δηλαδή η Κεντρική εξουσία τής Κωνσταντινούπολης) δεν είχε σχεδόν τίποτε να κάμη, δεδομένου ότι, η Αυτοκρατορία ήταν διηρημένη και αδιοργάνωτη σε πολύ μεγάλο βαθμό.»
Συνεπακόλουθα, την αντίσταση κατ’ αυτών τών «απρόσκλητων» επιδρομέων και την αντίστοιχη προστασία τών γηγενών πληθυσμών τής ηπειρωτικής Ελλάδος, αναλαμβάνουν, αρχικά το «τοπικό υποκατάστατο» τής Βυζαντινής εξουσίας, δηλαδή το «Δεσποτάτο τής Ηπείρου» τής δυναστείας τών «Αγγέλων Κομνηνών» με έδρα την Αρτα και όταν αυτό (κατά το έτος 1340) καταρρέει, η ευθύνη περνά «στους ώμους» τοπικών αρχόντων Ελληνοβυζαντινής καταγωγής και συνειδήσεως.
Οι άρχοντες εκείνοι όμως, από την εποχή τής «Φραγκοκρατίας» και εφ’ εξής, ολοένα και περισσότερο αναγκάζονται να βασιστούν γιά την συγκρότηση και στελέχωση τής στρατιωτικής τους δυνάμης, σε γηγενείς συμπατριώτες τους και πολύ λιγώτερο σε αλλογενή ή μισθοφορικά στρατεύματα πού (δέν) στέλνει η κεντρική Βυζαντινή εξουσία, εφ’ όσον η ίδια ολοένα φθίνει από τις ατελείωτες εξουσιαστικές και θρησκειολογικές έριδες, μέχρι το αναπόφευκτο τέλος της, κατά το έτος 1453, με την κατάληψη τής Πόλης από τούς Τούρκους.
O Aγγλος συγγραφέας Donald Mc Nikol, στο βιβλίο του : «Το τέλος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (σελ. 3435, Εκδόσεις «Ινστιτούτο τού βιβλίου»), γράφει γιά την πολιτική, κοινωνική, διοικητική και στρατιωτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στον Ελλαδικό χώρο στην εποχή (έτος 1282) τού θανάτου τού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου :
«…Η βασιλεία του υπογράμμιζε το επιμύθιο που οι διάδοχοί του έπρεπε να αποδεχθούν, δηλαδή ότι η αυτοκρατορία δεν μπορούσε πιά να διοικηθεί σαν μία ενότητα από μία συγκεντρωτική γραφειοκρατεία. Το πνεύμα τής τοπικής αυτονομίας είχε θεριέψει πολύ…»
Η συγγραφέας Αννα Δημητρίου στο βιβλίο της : «Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία» (Εκδόσεις ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ, Ετος 1992, σελ.150151) είναι απόλυτα «εύστοχη» όταν γράφει ότι :
«Ο υπόδουλος (στους Φράγκους και Ενετούς) Βυζαντινός Ελληνισμός, χρειάζονταν πρότυπα για τόνωση του πεσμένου ηθικού του και για το ξεκίνημα αντίστασης ενάντια στους κατακτητές…»
«Και τα πρότυπα αυτά μόνο στους μέχρι χθές εξοστρακισμένους μεγάλους αρχαίους προγόνους του θα τά εύρισκε. Στο ηρωϊκό και δοξασμένο παρελθόν του…».
Αλλά και ο Απόστολος Βακαλόπουλος, γράφει γιά το ίδιο θέμα :
«…Από την αρχαία Ελλάδα έπρεπε να αντλήσουν παραδείγματα φιλοπατρίας και ηρωϊσμού. Επρεπε να τα μιμηθούν εάν ήθελαν να σωθούν. Εκείνοι οι αρχαίοι Ελληνες πρόγονοι, οι «ειδωλολάτρες», είχαν επιτελέσει θαυμάσια πράγματα σε κάθε τομέα. Το όνομά τους δεν ήταν πιά αποκρουστικό…».
«Ετσι δεν ήταν, ούτε συμπτωματικό ούτε και παράξενο ότι, ύστερα από το έτος 1204 μ.Χ., το όνομα Ελλην προβάλλεται πάλι ως Εθνικό. Λόγιοι, βασιλείς και άρχοντες αισθάνονται την ανάγκη να το χρησιμοποιούν και το επικαλούνται με πλήρη συνείδηση. Με αυτόν τον τρόπο ο Ελληνικός λαός ξανακερδίζει το εθνικό του όνομα και φαίνεται σαν ν’ ανακαλύπτει τον εαυτό του…»
Ο Αυτοκράτορας τής Νίκαιας, Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, έγραψε ότι ήταν ενθουσιασμένος από την «επανανακάλυψη» και χρήση τής αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, την οποία σαφώς προτιμούσε από την επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα τής εποχής του :
«Αλλά τη Ελληνίδι διαλέξομαί σου διαλέκτω, ήν και μάλλον ησπασάμην ή το αναπνείν…» (Δηλαδή, ότι την αγαπά περισσότερο από την αναπνοή του!!!)
Ο ίδιος Ελληνολάτρης αυτοκράτορας, μένει «ενεός» θαυμάζοντας τά αρχαία μνημεία τής Περγάμου και εύλογα, τά θεωρεί «Ελληνικής μεγαλόνοιας μεστά και σοφίας ταύτης ινδάλματα…».
Αλλά και ο διάδοχός του, επίσης αυτοκράτορας τής Νίκαιας, Ιωάννης Γ’ ΔούκαςΒατάτσης, το έτος 1237, σε απαντητική επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’, γράφει ότι :
«Εν τώ γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει και από του γένους αυτών, το ταύτης ήνθησεν αγαθόν και εις τους άλλους διεδόθη.»
Η Αννα Δημητρίου γράφει ακόμη ότι, ειδικότερα οι «Λασκαρίδες» αυτοκράτορες τού Κράτους τής Νίκαιας, παράλληλα με τις ασταμάτητες πολεμικές τους επιχειρήσεις εναντίον τών Φράγκων κατακτητών τής Ελληνικής χερσονήσου και τού Αρχιπελάγους αλλά και τών Σελτζούκων Τούρκων τής Ανατολικής Μικράς Ασίας, βρίσκουν χρόνο και γιά έργα πνευματικά :
«Συλλέγουν αρχαία χειρόγραφα όλων των επιστημών και τεχνών, ιδρύουν δημόσιες βιβλιοθήκες, ανώτερες εκπαιδευτικές σχολές και φροντίζουν για την πνευματική ανάπτυξη τού Κράτους και τών υπηκόων τους…»
Ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, στο βιβλίο του : «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΩΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΦΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε), γράφει σχετικά :
«Κατά την πρώτη πολιορκία τής Θεσσαλονίκης (13831387) από τούς Τούρκους, ο ικανός και βαπτισμένος στα νάματα τής κλασσικής παιδείας, διοικητής της, ο πρίγκιπας Μανουήλ Παλαιολόγος, εγκαρδιώνει τούς κατοίκους της με ομιλία του, λέγοντάς τους ότι δεν είναι μόνο «Ρωμαίοι» («Ρωμιοί») δηλαδή κάτοικοι τού Ανατολικού Ρωμαϊκού (ή Βυζαντινού) κράτους αλλά και Ελληνες, εφ’ όσον είναι απόγονοι τών στρατιών τού Φιλίππου και τού Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Αναφέρεται επίσης από αρκετούς ιστορικούς ότι, στα χρόνια τών Παλαιολόγων αναπτύχθηκε (μετά από πολλούς αιώνες…), η μελέτη τών μαθηματικών και τής αστρονομίας και πολλοί ΕλληνοΒυζαντινοί τής εποχής ασχολήθηκαν με τις εν γένει θετικές επιστήμες, συλλέγοντας το υλικό τους από τά αρχαία έργα τού Ευκλείδη και τού Πτολεμαίου καθώς και από Αραβικά και Περσικά συγγράμματα τά οποία βεβαίως στηρίζονταν σε αρχαίες Ελληνικές «πηγές».
Ακόμη, αρκετές ιατρικές πραγματείες (αυστηρά απαγορευμένες μέχρι τότε από το φανατισμένο Βυζαντινό ιερατείο…), ανήκουν στην περίοδο τών Παλαιολόγων, αναφέρεται μάλιστα ότι ένα Βυζαντινό εγχειρίδιο ιατρικής τού τέλους τού 13ου αιώνα, είχε μεγάλη απήχηση στην Ιατρική τής Δύσεως και διδάσκονταν στην Ιατρική Σχολή τών Παρισίων μέχρι τον 17ο αιώνα.
Παρατηρείται επίσης σοβαρή ενασχόληση και με την Νομολογία, «απαύγασμα» δε αυτής είναι ένα σπουδαίο νομοθετικό έργο, η πασίγνωστη «Εξάβιβλος» τού Κων/νου Αρμενόπουλου, δικαστού και νομομαθούς από την Θεσσαλονίκη, πού αποτελεί εμβριθή συλλογή από σημαντικά παλαιά νομοθετικά έργα γιά το Αστικό, το Ποινικό αλλά και το Αγροτικό δίκαιο.
( Μετά το μοιραίο έτος 1453, η «Εξάβιβλος» ευτυχώς διασώθηκε και διαδόθηκε στην Δύση, όπου μελετήθηκε γιά αιώνες ως βασική νομολογία τού δικαίου τών Ευρωπαϊκών κρατών.)
Εχουμε ακόμη, στην ίδια περίοδο, αναζωογόνηση τών τεχνών, τής συγγρα φής και τής ποίησης (σημαντικό δείγμα το περίφημο «Χρονικό τού Μωρέως» στην Ελληνική γλώσσα) αλλά και στην ζωγραφική, τέτοια ώστε ο ιστορικός Α.Βασίλιεφ να αποφαίνεται ότι, υπήρξε θεμελιώδης η επίδραση τού Βυζαντίου τών Παλαιολόγων στην αντίστοιχη Ιταλική τέχνη τής Αναγέννησης.
Απροσδόκητα λοιπόν, εκείνα τά 250 χρόνια μεταξύ τών δύο καταλήψεων τής Κωνσταντινούπολης (1204 και 1453), αποδεικνύονται αποφασιστικά γιά την βαθμιαία επανΕλληνοποίηση τών «Ρωμαιοβυζαντινών» πληθυσμών τού ευρύτερου Ελλαδικού χώρου.
Ολοι αυτοί είχαν υποστεί μακραίωνη και μεθοδευμένη «εξάλειψη ιστορικής μνήμης», ώστε να λησμονήσουν ότι ήσαν Ελληνες και να αυτοαποκαλούνται μόνο με το όνομα τών κατακτητών τής αρχαίας Ελλάδος, δηλαδή «Ρωμαίοι» και κατ’ εξέλιξιν «Ρωμηοί».
Δηλαδή (και αυτό δεν επιτρέπεται πλέον να αποκρύπτεται…), γιά λόγους θρησκειολογικούς/δογματικούς, είχαν υποστεί μιά ενσυνείδητα σχεδιασμένη, βίαιη και συστηματική αποκοπή από τις αρχαιοΕλληνικές προγονικές «ρίζες» τους, τις ιστορικές μνήμες τους γιά τις ένδοξες καταγωγικές τους αξίες αλλά το χειρότερο είχαν στερηθεί και την στοιχειώδη δυνατότητα τής ενασχολήσεώς τους με κάθε είδους εκπαίδευση στην φιλοσοφία, στις θετικές επιστήμες, στις καλές τέχνες, στον αθλητισμό κ.λπ. γιατί αυτές απαγορεύονταν και διαβάλλονταν από το φανατισμένο «πολυπολιτισμικό» (κάτι μάς θυμίζει αυτό…), Βυζαντινό χριστιανικό ιερατείο, ως «αιρετικές», «ειδωλολατρικές» και «παγανιστικές».
[ Παρομοίως στις ημέρες μας, αντίστοιχοι αργυρώνητοι σφογγοκωλάριοι πλανηταρχικών εξουσιαστικών κέντρων, προωθούν και πάλι, με εγκληματική επιπολαιότητα ως «πανάκεια εκσυγχρονισμού», την αποκοπή τών νέων Ελλήνων από τις προαιώνιες ιστορικές και πολιτισμικές μας ρίζες, διαβάλλοντας και συκοφαντώντας τούς αντιστεκόμενους πατριώτες, δηλαδή τούς εν αγωνία τελούντες πνευματικούς ανθρώπους αλλά και τους απλούς ενσυνείδητους πολίτες, οι οποίοι ανησυχούν και προβληματίζονται γιά τό μέλλον τής Πατρίδας και τού Ελληνικού λαού, ως …«σωβινιστές» και «ρατσιστές»!!! ]
Ομως τότε στην ιστορική εποχή πού εξετάζουμε, η αδήριτη αναγκαιότητα υπερασπίσεως τής ελευθερίας, τής ζωής και τής περιουσίας τών Ελληνογενών πληθυσμών, έναντι κατακτητών και επιδρομέων, οι οποίοι ήσαν επίσης Χριστιανοί, ε ί τ ε «Καθολικοί» (Φράγκοι, Βενετοί, Γενοβέζοι, Νορμανδοί) ε ί τ ε «Ορθόδοξοι» (Βούλγαροι, Σλαύοι κ.ά.), ανέδειξε και επέβαλλε έκτοτε τήν συσπείρωσή τους γύρω από ένα διαφοροποιημένο αξιακό «πόλο έλξεως».
Ο ιστορικός Α.Βασίλιεφ είναι κατηγορηματικός στην άποψη αυτή :
«Την εποχή τής πολιτικής και οικονομικής του παρακμής, ο Ελληνισμός εφαίνετο να συγκεντρώνει όλη του την ικμάδα για να δείξη την ζωτικότητα τού προγονικού κλασσικού πολιτισμού και για να προσφέρει ελπιδοφόρα σημεία για την μελλοντική Ελληνική Αναγέννηση τού 19ου αιώνος… Τίς παραμονές τής επερχόμενης καταστροφής, όλη η Ελλάς συγκέντρωνε την πνευματική της δραστηριότητα γιά να ρίξη την τελευταία θαυμάσια λάμψη της…».
Αλλωστε, εκτός από τά διασωζόμενα συγγράματα και τις περγαμηνές, ήσαν «παρόντα» και τά απανταχού εγκατεσπαρμένα αρχαία ερείπεια, καθώς και οι προφορικές γενηά πρός γενηά ιστορικές μνήμες, πού υπενθύμιζαν στούς «παραζαλισμένους» από τις αλλεπάλληλες δουλείες αιώνων, Ελληνικούς πληθυσμούς ότι κάποιοι μισοξεχασμένοι πρόγονοι, δημιούργησαν, δίδαξαν, αγωνίστηκαν, θυσιάστηκαν και δοξάστηκαν, στά ίδια αιματοποτισμένα χώματα.
Ο Ελληνας συγγραφέας Πασχάλης Κιτρομηλίδης, στο βιβλίο του «Ρήγας Βελεστινλής» (Εκδ. Βουλής τών Ελλήνων, σελ. 43), αναφέρει χαρακτηριστικά ότι :
«…Ο Ρήγας Φεραίος έδειχνε μεγάλη ευαισθησία για την φυσική ομορφιά τών γνωρίμων και αγαπητών του τοπίων αλλά και για τις αρχαιότητες που θύμιζαν στον σύγχρονο επισκέπτη την κλασσική κληρονομιά τής χώρας…»
Αποδεικνύεται δηλαδή ότι, εκείνες οι αρχαιότητες, δηλαδή τά ανεξίτηλα ιστορικά και πολιτισμικά «ίχνη» τών αρχαίων προγόνων μας, έπαιξαν καίριο ρόλο στην συνειδητοποίηση τού μετέπειτα κορυφαίου «βάρδου» τής εθνικής μας παλιγγενεσίας, γιά τήν αξία και το μεγαλείο τής πατρογονικής του Ελληνικότητας και επομένως την αναγκαιότητα τής αναβιώσεώς της στην συνείδηση τών νεώτερων Ελληνικών γενεών.
Γενών οι οποίες, ζώντας επί αιώνες στα σκοτάδια τής ημιμάθειας και τής δεισιδαιμονίας πού τους είχαν επιβάλλει η δογματική μισαλλοδοξία και η θεοκρατική τρομοκρατία τής Βυζαντινοκρατίας, είχαν εξαναγκασθεί να «αποποιηθούν» και σχεδόν είχαν απωλέσει την εθνική τους αυτογνωσία.
Γιά τό πόσο σημαντική μπορεί να είναι η αίσθηση τής εθνικής αυτογνωσίας, θα επικαλεσθούμε μιά δήλωση τού γνωστού Πανεπιστημιακού ΚαθηγητήΑρχαιολόγου Δημήτρη Παντερμαλή, ο οποίος είχε τονίσει με έμφαση (σέ τηλεοπτική εκπομπή), ότι η ανακάλυψη τών παγκόσμιας πολιτισμικής σημασίας αρχαολογικών ευρημάτων στό Δίον τής Μακεδονίας, απετέλεσε έντονο στοιχείο αίσθησης υπερηφανείας γιά τούς κατοίκους τής περιοχής.
Όπως βεβαίωνε ο Ελληνόψυχος καθηγητής, οι άνθρωποι αυτοί έδειχναν μέ τήν χαρά και τήν συμμετοχή τους ότι, μέσω τής ανακαλύψεως τών αρχαιολογικών Ελληνικών ευρημάτων τού τόπου τους, επιβεβαίωναν τίς «ρίζες» τους, δηλαδή ακριβώς τήν πολύτιμη εθνική τους ταυτότητα.
Επιβεβαιωτικά στοιχεία αυτής τής αδήριτης ανάγκης πού ενυπάρχει ανέκαθεν στον άνθρωπο, γιά την αναζήτηση και την επιβεβαίωση τής καταγωγικής του προέλευσης, είναι και τά αναφερόμενα από τον σημαντικό Ελληνα ιστορικόαρχαιολόγο Επαμ. Α. Βρανόπουλο, στο εξαιρετικό βιβλίο του, «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ Ν.ΓΑΛΛΙΑ» (Εκδοση Κ.Ε.Μ.Ε., Αθήνα 1993). Γράφει σχετικά ο Ε.Β. :
«…Στην νότια Γαλλία δεν αποκρύπτουν το ελληνικό παρελθόν τού τόπου τους. Στα τουριστικά βιβλία και έντυπα, με εμφαντικό λόγο αναφέρονται στην ύπαρξη και ακμή τών ελληνικών αποικιών Μασσαλίας, Νίκαιας, Μονοίκου (Μονακό), Ηράκλειας, Αντίπολης (Αντίμπ), Ρόδου (εξ’ ού και Ροδανός ποταμός), Ολβίας, Θυλίνης, Αρελάτης (Αρλ) και Αγάθης. Τεράστια υπήρξε η επίδραση τών πόλεων αυτών στον εκπολιτισμό τών Γαλατών.»
«Οι Γαλάτες δεν έμαθαν από τους Ελληνες αποίκους μόνο την καλλιέργεια τής αμπέλου και τής ελιάς αλλά και την ελληνική αρχιτεκτονική, τις τέχνες, το θέατρο, τους αθλητικούς αγώνες, την κοπή νομισμάτων, το οργανωμένο εμπόριο και την συμμετοχή στα κοινά, προπάντων.»
«Ο αρχαίος Ελληνας ιστορικός και γεωγράφος Στράβων, ονομάζει χαρακτηριστικά την Μασσαλία διδακτήριο τών Γαλατών, ο δε Γαλάτης συγγραφέας Πομπήϊος Τρώγος κάνει λόγο περί τού εξελληνισμού τών Γαλατών.»
«Οι σύγχρονοι Γάλλοι τής Μασσαλίας (και τών άλλων γαλλικών πόλεων της Ν.Γαλλίας) μαθαίνουν από την παιδική ηλικία τους στο σχολείο, πώς οι αρχαίοι Φωκαείς πρωτοεκπολίτισαν την Δυτική Ευρώπη και αισθάνονται πολύ υπερήφανοι για την απώτερη αρχαιοελληνική καταγωγή τους…»
Τό γεγονός ότι, οι δύο διάσημοι «σύγχρονοι» Γαλάτες, ο Αστερίξ και ο Οβελίξ (…) οι ήρωες τών πασίγνωστων «κόμικ» (από την Ελληνική λέξη «κωμικό»), προφανώς «δανείστηκαν» τά ονόματά τους από τις ελληνικές λέξεις «άστρον» ή «αστέρι» και «οβελίας» (με την αντίστοιχη ελληνική εννοιολογική σημασία τους, δηλαδή τής ευφυϊας τού ενός και τής γαστριμαργικής βουλιμίας τού άλλου…), αποκαλύπτει και επιβεβαιώνει αυτή την μετ’ υπερηφανείας παραδοχή εκ μέρους τού δημιουργού τους, τού διάσημου Γάλλου συγγραφέα Ρενέ Γκοσινύ, τής αρχαιοελληνικής τους πολιτισμικής καταγωγής.
Αλλωστε, το «μαγικό φίλτρο» πού έκανε τούς εν λόγω Γαλάτες πολεμιστές ακαταμάχητους στην αντίστασή τους κατά τών Ρωμαίων κατακτητών όχι τυχαία φέρεται να παρασκευάζεται από έναν «Δρυίδη», δηλαδή ένα διανοούμενο γνώστη και συνεχιστή τής αρχαιοελληνικής πολιτισμικής παράδοσης τής Γαλατίας, εφ’ όσον οι Δρυίδες, δηλαδή οι ιερείς τής δρυός (με αρχική προϊστορική «καθιέρωσή» τους στο Μαντείο τού Διός τής Ηπειρωτικής Δωδώνης), όπως βεβαιώνει ο Ιούλιος Καίσαρ, στο περίφημο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «De bello Gallico», μ ι λ ο ύ σ α ν και έ γ ρ α φ α ν Ελληνικά!!!
Με δεδομένο ότι, τόσο η Ελληνική όσο και Γαλατική «μυθολογία» δέχονται ως απώτερο γενάρχη τών Γαλατών (αλλά και τών Κελτών) τον αρχαίο Ελληνα υπερήρωα Ηρακλή, γίνεται προφανές ότι, το περίφημο «μαγικό φίλτρο», ήταν κατά τον Ρ.Γκοσινύ μεταφορικά ο ενωτικός άλλως ο συσπειρωτικός αντιστασιακός «καταλύτης» τών Γαλατών, δηλαδή, η παναρχαία ιστορική πατριωτική αυτογνωσία τους.
Αντίστοιχα λοιπόν, στην ιστορική εποχή πού ερευνούμε (δηλαδή αμέσως μετά την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, το έτος 1204 μ.Χ.), καθοριστικό στοιχείο αυτής τής ιστορικής επανΕλληνοποίησης τών ούτως ή άλλως Ελληνογενών πληθυσμών, υπήρξε το γεγονός ότι, σημαντικοί λόγιοι, διανοούμενοι και συγγραφείς τής εποχής εκείνης, εγκαταλείποντας την υπόδουλη πλέον «βασιλεύουσα», κατέφυγαν στις «αυλές» πού δημιουργήθηκαν στις περιφερειακές «Αυτοκρατορίες» τής Νίκαιας και τής Τραπεζούντας καθώς και στις αντίστοιχες τών «Δεσποτάτων» τής Ηπείρου και τού Μυστρά.
Εκεί, απαλλαγμένοι από τόν ασφυκτικό δογματικό έλεγχο τής κεντρικής αυτοκρατορικής και πατριαρχικής/εκκλησιαστικής εξουσίας, μπόρεσαν να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους, προσφέροντας πολύτιμο διδακτικό έργο και δημιουργώντας τούς πρώτους περιφερειακούς πυρήνες μιάς αναπάντεχης μορφωτικήςπολιτισμικής αφυπνίσεως τών τοπικών πληθυσμών, ιδιαίτερα τής Ηπείρου, τής πρόσω Μικράς Ασίας, τού Πόντου και τής Νοτίου Πελοποννήσου, όπου κυρίως ήκμασαν εκείνα τά αυτοτελή και ανεξάρτητα Ελληνοβυζαντινά Κράτη.
Με αυτό τον τρόπο και γι’ αυτό τον λόγο, «άνθισε» και «καρποφόρησε» μιά γνωστική επανελληνοποίηση τών γηγενών πληθυσμών τών περιοχών αυτών, δημιουργώντας ισχυρούς «πόλους» εθνικής επανασυνειδητοποίησης και ιστορικής αυτογνωσίας τους, πού αποδείχθηκαν απαραίτητοι στούς απελευθερωτικούς αγώνες πού επακολούθησαν εναντίον τών Λατίνων κατακτητών τής πατρίδας τους.
Ο Αγγλος Donald Mc Nicol παρατηρεί και εδώ εύστοχα :
«…Η εκ νέου ανακάλυψη τής κλασσικής παιδείας, η οποία (εύλογα) προβάλλονταν ως Ελληνικό μονοπώλιο, ασφαλώς δεν απέβλεπε στην καλλιέργεια τής αμοιβαίας κατανόησης Ελλήνων και Λατίνων.»

«…Για την ακρίβεια, η κλασσική αναγέννηση προέρχονταν, εν μέρει, από την αυξανόμενη αυτοσυνειδησία τού Ελληνισμού μεταξύ τών Βυζαντινών, από ένα αίσθημα υπερηφανείας (τών Ελληνικών πληθυσμών) ότι η, εκ μέρους τους, αποκλειστικότητα στήν «ιδιοκτησία» τής αρχαίας Ελληνικής κληρονομιάς, τούς ξεχώριζε από τούς άξεστους και αγράμματους Λατίνους.»
Και βεβαίως (συμπληρώνουμε εμείς) πολύ περισσότερο θα τούς ξεχώριζε και θα τούς διαφοροποιούσε «προστατευτικά» λίγο αργότερα, από τούς βάρβαρους Τούρκους δυνάστες τους, στα τετρακόσια χρόνια τής αφόρητης σκλαβιάς τους.
Είναι ενδεικτική περίπτωση αυτής τής παρηγορητικής (μέσα στην απελπισία τής θλιβερής καταρρεύσεως τής κεντρικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας) αλλά και ενθαρρυντικής (καθ’ όσον αφορά την αναγκαιότητα προβολής τής οργανώσεως αντιστάσεως ενάντια στους κατακτητές), επανΕλληνοποίησης τών μέχρι τότε «πολυπολιτισμικών» Βυζαντινών ότι, ακόμη και ο μέχρι τότε φανατικός ανθέλληνας Νικήτας ο Χωνιάτης επιφανής Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο οποίος (στίς ώρες που οι Φράγκοι και οι Βενετοί βρίσκονταν στα πρόθυρα τής κατάληψης τής Πόλης, το μοιραίο έτος 1204), απέδιδε την επερχόμενη συμφορά στην …«ψευδοπαρθένο τών Ελλήνων, την Αθηνά» (τέτοια μισαλλόδοξη τύφλωση διακατείχε το εκκλησιαστικό ιερατείο…), ανακαλύπτει εκ τών υστέρων την αξία τών αρχαίων Ελλήνων και εγκωμιάζει με δέος την σοφία τών αρχαίων Αθηναίων και τούς νόμους τού Σόλωνος.
Ο ίδιος παραδέχεται στο βιβλίο του «Τά μετά την Αλωσιν συμβάντα» ότι, η ιστορία και η φιλοσοφία είναι αποκλειστικό εύρημα τών αρχαίων Ελλήνων και ότι, ο ίδιος :
«…δεν μπορεί να χαρισθεί πλέον σε βαρβαρικές πράξεις
κατά τών έργων τών αρχαίων Ελλήνων π ρ ο γ ό ν ω ν τ ο υ…»
( Συσσωρευμένες αποκαλυπτικές «τύψεις αιώνων» γιά τά ανείπωτα εγκλήματα τής δογματικής Βυζαντινοκρατίας κατά τού προγονικού μας Ελληνισμού…)
Από όλα λοιπόν τά παραπάνω ιστορικά συγγράμματα και στοιχεία αλλά και την θεωρητική μας προσέγγιση και ανάλυσή τους, προκύπτει αβίαστα ότι δ ε ν ήταν μόνον η συνήθης υπερασπιστική αναγκαιότητα τών υλικών αγαθών, ο «συσπειρωτικός καταλύτης» εκείνης τής προβολής έντονης αντιστασιακής δράσεως στους δόλιους Λατίνους και στην συνέχεια στους Οθωμανούς επιδρομείς.
Γιά εμάς ο «καταλύτης» αυτός ήταν κυρίως η αντίστοιχη γνώση και η εγκόλπωση τών ένδοξων προγονικών αξιών (ιστορικών, πνευματικών και πολιτισμικών), πού συσπείρωνε έκτοτε τόσο αποφασιστικά τούς άνευ κεντρικής κρατικής εκπροσώπησης και βαλλόμενους από παντού Ελληνογενείς «Ρωμαϊκούς» πληθυσμούς, υπό τις άμεσες ηγεσίες τών τοπικών Ελληνοβυζαντινών αρχόντωνοπλαρχηγών τους.
Οι οποίοι άρχοντες (αν μή τι άλλο) ήσαν συμπατριώτες τους, όμαιμοι, ομόγλωσσοι, ομόδοξοι και ομότροποι, αγωνιζόμενοι πλέον μαζί τους γιά τά ίδια εγχώρια «κοινά και συμφέροντα» αλλά «τώρα» κ α ι στο όνομα τών αναδεικνυομένων μετά από αιώνες «σιωπής» κοινών αρχαιοΕλληνικών «πατρίων και ιερών».
Και βέβαια το φαινόμενο αυτό υπήρξε ευρύτερο, εφ’ όσον αντίστοιχοι τοπικοί άρχοντες/ήρωες Ελληνικής συνειδήσεως «αναδείχθηκαν» κατά τους ίδιους εκείνους χρόνους και εξ αιτίας τών ιδίων νομοτελειακών γεγονότων, σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Τέτοιοι λ.χ. υπήρξαν οι Καλλέργηδες, οι Μουσούροι και οι Χορτάτσηδες στην Κρήτη, ο Λέων Σγουρός, ο Βουτσαράς Δοξαπατρής, οι Βρανάδες και αργότερα, ο Μιχαήλ Ράλλης, ο Γρέζας Παλαιολόγος και ο Κορκόνδυλος Κλαδάς στην Πελοπόννησο και άλλοι πολλοί αλλού…
Επομένως (και «επαγωγικά») αποκαλύπτεται ότι, οι ιστορικές συγκυρίες συνήργησαν ώστε να εμφανισθούν «αναπάντεχα» τέτοιοι τοπικοί πολέμαρχοι ενσυνείδητοι τής μακραίωνης Ελληνικής καταγωγής τους και τής αναγκαιότητος υπερασπίσεως τών πατρίων όπως αναδείχθηκαν στην Ηπειρο και την Δυτική Μακεδονία (450 ολόκληρα χρόνια μετά τούς Ελληνοβυζαντινούς στρατηγούς Δαυϊδ Αριανίτη και Νικηφόρο Ουρανό…), οι κατ’ ευθείαν απόγονοί τους Γεώργιος ΑριανίτηςΚομνηνός και «Κόντης» Ουρανός ή «Ουρανοκόντης» αλλά και ο Ιωάννης Καστριώτης, πατέρας τού Σκεντέρμπεη, τού κορυφαίου όλων εκείνων τών μεσαιωνικών «επιμελέστατα» αγνώστων ηρωϊκών Ελλήνων προγόνων μας.
Η συγγραφέας Μαρία ΜιχαήλΔέδε, στο σημαντικό βιβλίο τής οποίας, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ» ήδη αναφερθήκαμε, μάς επεξηγεί :
«Η στρατολόγηση τών δυνάμεων τού Καστριώτη γίνονταν από το Ελληνικό στοιχείο κυρίως. Οι μη Ελληνες Αλβανοί είχαν ήδη κατά το πλείστον εξισλαμιστεί (και) οι εξισλαμισθέντες ξεπερνούσαν σε αγριότητα και μίσος τους ίδιους τους Τούρκους εναντίον τών Ελλήνων.
«…Αλλωστε, ένα μεγάλο τμήμα της Βόρειας (σημερινής) Αλβανίας βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ενετών και ήταν φυσικό, εκείνοι πού δέχτηκαν τον Καστριώτη για αρχηγό τους και συνεπαναστάτησαν κατά τών Τούρκων, να μην είναι ούτε οι πιστοί τού Ισλάμ ούτε οι κατεχόμενοι από τους Ενετούς…».
Όπως λοιπόν μάς αποκαλύπτουν αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία και συγγραφές, ο συγκεκριμένος επιφανής συμπολέμαρχος τού Σκεντέρμπεη, ο Γεώργιος ΑριανίτηςΚομνηνός, στα χρόνια τής κατάληψης από τους Τούρκους τής Θεσσαλονίκης (έτος 1430 μ.Χ. και μετέπειτα), ήταν επικυρίαρχος άρχοντας τών Σερβίων, σημαντικής «καστρόπολης» στήν Δυτική Μακεδονία. (Στίς δυτικές υπώρειες τού Ολύμπου, έναντι τής Κοζάνης).
Η πολυετής επανασταστική δράση του, καθώς και άλλων Ελλήνων οπλαρχηγών τής εποχής του, στην περιοχή τής Δυτικής Μακεδονίας και τής Πίνδου, περιγράφονται από τον συγγραφέα Απόστ.Ε.Βακαλόπουλο, στο βιβλίο του «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΩΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΦΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» Θεσσαλονίκη 1985), ως εξής :
«Πρίν κιόλας από την άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως, φαίνεται ότι παρατηρήθηκε και στη Δυτική Μακεδονία, άγνωστη ακόμη ως σήμερα στις λεπτομέρειές της (επαναστατική) αναταραχή, κατά την διάρκεια τής οποίας, μεγάλα τμήματα τής περιοχής αυτής, κατόρθωσαν κιόλας να αποτινάξουν γιά μερικά χρόνια τον Τουρκικό ζυγό…».
Όλα δε αυτά, παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανοί, εκμεταλλευόμενοι τις ατελείωτες δυναστικές διαμάχες, οι οποίες επακολούθησαν τήν κατάρρευση τού Ελληνοβυζαντινού Δεσποτάτου τής Ηπείρου (μεταξύ τής φεουδαρχικής Ιταλικής οικογένειας τού άρχοντα τής Κεφαλληνίας, Καρόλου Τόκκου, τών Ηπειρωτικών/Αρβανίτικων «πατριών» Σπάτα και Λιόσα αλλά και τών Σέρβων επιγόνων τού Στέφανου Ντουσάν) και ταλάνισαν την Ηπειρο και την Δυτική Μακεδονία επί ογδόντα περίπου χρόνια (από το έτος 1350 έως το 1430), κατέλαβαν, μετά από πολύμηνη πολιορκία, τήν Θεσσαλονίκη, εν συνεχεία δε «αμαχητί» τά Γιάννινα καθώς και τις γύρω τους πεδινές και ευπρόσβλητες περιοχές.

Η Αρτα, πού αντιστάθηκε γιά μερικά χρόνια ακόμη στις Τουρκικές επιθέσεις από ξηράς, τελικά κατελήφθη το έτος 1449, όταν ισχυρός Οθωμανικός στόλος, υπό τόν αρχιναύαρχο ΦαϊκΠασά, εισχώρησε στον Αμβρακικό κόλπο και την απέκλεισε. (Γιάννη Τσούτσινου, «Αρτινά Ιστορικά Θέματα», Αρτα 2001.
Ετσι λοιπόν, στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο (από τό έτος 1434 και σχεδόν γιά μιά 5ετία), ο Ελληνας πολέμαρχος Γεώργιος ΑριανίτηςΚομνηνός, με ορμητήριο το σπουδαίο φρούριο τών Σερβίων, αντιστέκεται γενναία στήν Τουρκική λαίλαπα, μέχρι πού ηττήθηκε σέ άνιση μάχη και αναγκάστηκε να δηλώσει (προσωρινή) υποταγή στους Οθωμανούς.
Τιμώντας όμως την μακραίωνη πολεμική γενιά από την οποία κατάγονταν, όταν ο Γεώργιος Καστριώτης κάλεσε, τον Νοέμβριο 1443 στην Λισσό, τούς τοπικούς ηγεμόνες τής Ηπείρου να συμμετάσχουν στην επανάστασή του, ο Γεώργιος Αριανίτης, επικυρίαρχος τότε τής περιοχής πού έχει επίκεντρο το σημερινό Ελβασάν (εκτεινόμενη από Δυτικά στις εκβολές τού ποταμού Σκούμπη στην Αδριατική θάλασσα και Ανατολικά μέχρι τήν λίμνη Οχρίδα), παρά τήν προχωρημένη ηλικία του, δεν δίστασε νά συνταχθεί ολόψυχα μαζί του, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες και συνεισφέροντας αξιόλογες στρατιωτικές δυνάμεις.
Επί πλέον, μία από τις διάσημες γιά την καλλονή τους εννέα (9) θυγατέ ρες του, την περίφημη ΑνδρονίκηΜαρίνα Αριανίτη («Ντόνικα» γιά τούς σημερινούς Αλβανούς), παντρεύτηκε ο «Σκεντέρμπεης» την 26η Απριλίου 1451 και απέκτησε μαζί της, το έτος 1456, τόν μονογενή γυιό του, Ιωάννη Καστριώτη τον νεώτερο. [ Ιδέτε, Fan S. Noli: «HISTORIA E SKENDERBEUΤ» (Kryezotitte Arberise 14051468, Εκδ. 2004, σελ. 7073) ]
Είναι επομένως πρόδηλο ότι, την ίδια Ελληνική καταγωγή καθώς και ικανή συνείδηση γιά τήν μακραίωνη ιστορική αξία της διέθεταν οι περισσότεροι από τούς λοιπούς συμμαχητές τού «Σκεντέρμπεη» με τά ακραιφνώς Ελληνικά ονοματεπώνυμα, θεωρούμε δε ότι, αυτό ήταν το ιδιαίτερο στοιχείο πού δρο μολόγησε μιά επανάσταση τέτοιας δυναμικότητας και τόσο πρωτόφαντης χρονικής διάρκειας.
Επανάσταση όπου, τόσο οι ηγέτες όσο και οι απλοί μαχητές ήσαν κατά την παμψηφία τους τέκνα τών καταδιωγμένων Ελληνικών και Αλβανικών χριστιανικών πληθυσμών (Ορθοδόξων ή «Ουνιτών» άλλως «Γραικοχριστιανών», δηλαδή Ορθοδόξων οι οποίοι εκκλησιαστικά αναγνώριζαν το «πρωτείο» τού Πάπα), πού μάχονταν όπως οι αρχαίοι πρόγονοί τους, γιά την ελευθερία τής ίδιας τής πατρίδας τους και όχι πλέον γιά την υπεράσπιση και προστασία ενός μακρινού και ουσιαστικά αδιάφορου γι’ αυτούς αυταρχικού κέντρου εξουσίας (δηλαδή τού Βυζαντίου), το οποίο τους αντιμετώπιζε επί αιώνες ως ύποπτους «αιρετικούς» και ανυπότακτους «φοροδιαφεύγοντες» (…)
Πολύ περισσότερο μάλιστα διότι, την υπεράσπιζαν από την εισβολή και κατάκτηση, εκ μέρους μιάς φυλής αδηφάγα επεκτατικής και «γονιδιακά» ληστρικής και ανελέητης, όπως «επιμελώς» απέδειξαν ότι ήσαν (και «μετ’ υπερηφανείας» εξακολουθούν να είναι και σήμερα…), οι αδιόρθωτα βάρβαροι και αιμοχαρείς Τούρκοι.
Ολοι εκείνοι οι αγωνιστές τής ελευθερίας πού είχαν καταφύγει όπως διαπιστώσαμε στούς δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους τής ευρύτερης Ηπείρου και τής βορειοδυτικής Μακεδονίας, όχι μόνο υπεράσπιζαν τά πάτρια αλλά είχαν αποκτήσει (λιγότερο ή περισσότερο) συνείδηση τής αξίας και τής υπεροχής αυτών τών πατρίων, από τά προσφερόμενα εκμαυλιστικά «αγαθά» τού εξισλαμισμού και τής υποταγής στούς Οθωμανούς Τούρκους δυνάστες.
Ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, στο βιβλίο του οποίου ήδη αναφερθήκαμε, περιγράφει και τά εξής :
«Ιδού μια πολύτιμη μαρτυρία τού λόγιου και θερμού πατριώτη Ιανού Λάσκαρη, βιβλιοθηκάριου τού Lorenzo dei Medici τής Φλωρεντίας, για τις κεντρικές και βόρειες Ελληνικές χώρες, πού διατρέχει Αρτα, Ακαρνανία, Θεσσαλία και Μακεδονία, στά τέλη τού 15ου αιώνα, αναζητώντας Ελληνικά χειρόγραφα, σχεδόν 40 χρόνια μετά την Αλωση.»
«Μαρτυρία πού την βρίσκουμε στο μικρό σημειωματάριό του όπου, καταγράφοντας μία φράση πού έχει μεγάλη σημασία…, δηλώνει την τεράστια εντύπωση πού τού κάνει η στάση τών ορεσίβιων Ελλήνων απέναντι τών κατακτητών.»
«Στις περισσότερες ορεινές χώρες, γράφει, (ο Ιανός Λάσκαρης) οι Τούρκοι φοβούνται να ξεμυτίσουν …σε μερικές από αυτές οι Ελληνες δεν θέλουν να πληρώσουν οτιδήποτε και πολλές φορές μάλιστα, κάνουν και επιθέσεις…».

Η ιστορία διδάσκει (ιδιαίτερα δε η μακραίωνη Ελληνική ιστορία) ότι οι μαχόμενοι ενσυνείδητα, επιτελούν κατορθώματα απρόβλεπτα και απροσδόκητα γιά την κοινή λογική.
Επομένως, τα στοιχεία αφ’ ενός τής εθνικής αυτογνωσίας και αφ’ ετέρου τής ενσυνείδητης υπερασπίσεως τού ύψιστης σημασίας προστατευομένου αγαθού πού συνοψίζεται στην λέξη/έννοια «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», ήταν αυτά πού «λειτούργησαν» καταλυτικά εις βάρος τών αριθμητικών δεδομένων, όπως ακριβώς συνέβη και στά πανάρχαια χρόνια, στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες και στην Σαλαμίνα αλλά και στα νεώτερα χρόνια, με τους μοναδικούς σε ηρωϊσμό πολεμικούς αγώνες μιάς «δράκας» Σουλιωτών και αυταπόδεικτα κατά την μεγάλη επανάσταση τού 1821.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι, είναι παντελώς αβάσιμες οι «μετ’ επιμονής» υποστηριζόμενες θεωρίες (από διάφορους «καλοθελητές»…) γιά το, δήθεν, «κομμένο νήμα» τής αρχαιοΕλληνικής ιστορικής και φυλετικής συνέχειας και συνειδητότητος, μετά τούς μακρούς αιώνες τής δουλοκτητικής Ρωμαιοκρατίας και τής θρησκόληπτης ΧριστιανικήςΒυζαντινής αποΕλληνοποίησης, γιατί το «νήμα» αυτό ευτυχώς ουδέποτε υπήρξε κομμένο.
Αλλωστε, εάν αυτό είχε όντως συμβεί κατά τις ανωτέρω μακραίωνες περιόδους τής ανύπαρκτης εθνικής κρατικής εκπροσωπήσεως τών Ελλήνων, (Ρωμαιοκρατία/Βυζαντινοκρατία), τα επί πλέον τετρακόσια χρόνια τής βαρύτατης ΟθωμανικήςΤουρκικής σκλαβιάς τού Ελληνισμού, θα ήταν και η τελεσίδικη «ταφόπλακά» του, αφού οι κάτοικοι τού Ελλαδικού χώρου, θα είχαν μέν επιβιώσει ως ευσεβείς Χριστιανοί («ιδιότητα» η οποία σπάνια έως ελάχιστα παραπέμπει σε ηρωϊκές αντιστάσεις και εθνικές παλιγγενεσίες…) αλλά όχι και ως Ελληνες, με συνείδηση τής ένδοξης πανάρχαιας εθνικής καταγωγής τους.
Όμως, τά ιστορικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι, η μοναδική, σε χρονολογικό βάθος, γεωγραφικό εύρος και πολιτισμική επιρροή Ελληνικότητα, με στέρεο διαχρονικό «όχημα» τήν ανεπανάληπτη Ελληνική γλώσσα και γραφή, διατηρήθηκε ακέραια και αλώβητη σε συγκεκριμένα «σημαδιακά» ορεινά και απρόσιτα μέρη και σε διάφορες εποχές, μέσω συγγραφέωνποιητών, μουσικώντραγουδοποιών, φιλοσόφωνδιανοητών, φωτισμένων ιεραρχών, εμπόρωνευργετών, κυρίως όμως, μέσω τής ένοπλης αντιστάσεως ενσυνείδητων επαναστατώνπολεμιστών, τών περίφημων καπεταναίων ή «αρματωλών» και «κλεφτών».
Ολοι αυτοί από κοινού, συντήρησαν επί αιώνες, με τούς αγώνες, τά έργα και τις θυσίες τους, τήν συλλογική μνήμη τών υπόδουλων Ελλήνων γιά την ιστορικότητα και την πολιτισμική αξία τής καταγωγής τους αλλά και «συνδαύλιζαν» τον πόθο τους να την διαφυλάξουν, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία τους όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί τους «μέχρι θανάτου», ακριβώς γιατί συνειδητοποιούσαν όπως και εκείνοι την αξία της, ως μέγιστου αγαθού.
Στήν συνέχεια τού βιβλίου μας, θα εστιάσουμε την έρευνά μας σε συγκεκριμένα γεγονότα και πρόσωπα, τών οποίων η ύπαρξη και η προσφορά είχαν αυτό τον σημαντικό ρόλο στην διάσωση και την εκ νέου, μετά από αιώνες «σιωπής», ανάδειξη και διατήρηση τής Ελληνικότητας (μέσα από την γνώση και την συνείδηση τους γι’ αυτήν) τών κατοίκων τού ΕλλαδικούΒαλκανικού χώρου, με ιδιαίτερη επικέντρωση τήν περιοχή τής ευρύτερης Ηπείρου, εκεί όπου διαδραματίστηκε η άγνωστη στούς σύγχρονους Ελληνες, πολύχρονη πολεμική εποποιία τού στρατηλάτη Γεωργίου Καστριώτη και τών αρειμάνιων συμπολεμιστών του.
Και τούτο, όχι μόνο γιατί τά απρόσιτα βουνά, τά επικίνδυνα φαράγγια και τά «φονικά περάσματά» της, υπήρξαν τά ένδοξα πεδία μαχών τού «Σκεντέρμπεη» αλλά και γιατί, η ενιαία Ηπειρος και η Δυτική Μακεδονία, υπό την ευρύτερη Ελληνική εδαφική έννοιά τους (και όχι την σημερινή αυθαίρετα διαιρεμένη…), αποτέλεσαν από τά πανάρχαια χρόνια μέχρι τις ημέρες μας, περισσότερο από κάθε άλλη «επί μέρους» πατρίδα τών Ελλήνων, το λίκνο μιάς αδιάκοπης αγωνιστικής και δημιουργικής προσφοράς θυσίας τών τέκνων της, στόν διαχρονικό Ελληνισμό.
Προσφοράς και θυσίας άκρως πολύτιμης και απαραίτητης, προκειμένου γνωρίζοντάς την ν’ αντιμετωπίσουμε με ακλόνητα επιχειρήματα, ως ενσυνείδητο Εθνος, τις σύγχρονες πολλαπλές και ποικίλες δόλιες και υποβολιμαίες προθέσεις αμφισβήτησης και υπεξαίρεσης τού βόρειου (και όχι μόνο…) εθνικού μας χώρου και τής ιστορικής πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

VΙΙ. H ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ «ΣΚΕ ΝΤΕΡΜΠΕΗ» ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Θα επισημάνουμε με έμφαση ότι (όπως όλα τα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν), ο Σκεντέρμπεης στρατιωτικά δέν νικήθηκε σέ όσες μάχες έδωσε και πολλοί ιστορικοί συγγραφείς εκτιμούν ότι, εάν είχε λάβει τήν υλική/οικονομική ενίσχυση πού ζητούσε από τούς Χριστιανούς ηγεμόνες τής Λατινικής Δύσης (Πάπας τής Ρώμης, Βενετοί, Γενουάτες, βασιλείς κεντροευρωπαϊκών κρατών κ.ά.), η επανάστασή του θα είχε εδραιωθεί και επεκταθεί, ίσως δε νά είχε αποτραπεί η Τουρκική κατάκτηση, τουλάχιστον στήν Δυτική και Νότια Ελληνική χερσόνησο.
Θεωρούμε μάλιστα ότι, μιά τέτοια διαφορετική ιστορική εξέλιξη θα ήταν σφόδρα πιθανή, εάν είχε γίνει κατορθωτή η διπλωματική και στρατιωτική συμμαχία/συνεργασία τού Καστριώτη μέ τόν σύγχρονό του «Δεσπότη» τού Μυστρά, τον Κων/νο ΠαλαιολόγοΔραγάση, τόν μετέπειτα (14481453) τελευταίο Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, πού έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος τήν 29η Μαϊου 1453 στήν Αλωση τής Πόλης (επίσης) αβοήθητος από τούς «κοντό φθαλμους» Χριστιανούς ηγεμόνες τής Καθολικής Δύσης.
Aσφαλώς υπήρξε ιστορικό ατύχημα γιά τούς λαούς τής Βαλκανικής, ιδιαίτερα γιά τούς Ελληνες αλλά και γιά τούς Αλβανούς, η μή πραγματοποίηση μιάς τέτοιας συμμαχίας, με τον επακόλουθο στρατηγικό και στρατιωτικό συντονισμό ανάμεσα σέ δύο «εμβληματικές» προσωπικότητες, πού είχαν πλήρως συνειδητοποιήσει τόν καταστροφικό κίνδυνο πού συνεπάγονταν η Οθωμανική Τουρκική «πλημμυρίδα» πού είχε κατακλύσει τά χρόνια εκείνα την χερσόνησο τού Αίμου και έμελλε κατά δυστυχίαν να διαρκέσει σχεδόν πέντε αιώνες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι, η ριψοκίνδυνη επανάσταση και η πολύχρονη ηρωϊκή αντίσταση τού «Σκεντέρμπεη» και τών άξιων συμμαχητών του, καθυστέρησε τουλάχιστον γιά μία 10ετία τήν κατάληψη τής Πόλης από τούς Τούρκους αλλά και κράτησε ψηλά τό αντιστασιακό φρόνημα τών Λαών τής Βαλκανικής, μετά την «τραυματική» Αλωση και την απογοήτευση από τίς ολέθριες ήττες τών Χριστιανών ηγεμόνων πού προηγήθηκαν, στίς μάχες τής Βάρνας (1444 μ.Χ.) και (2ης) τού Κοσσυφοπεδίου (1448 μ.Χ.), αποδεικνύοντας και αποκαλύπτοντας ότι, οι Τούρκοι ασφαλώς δ ε ν ή σ α ν ανίκητοι.
Κυρίως όμως όπως ήδη επισημάναμε η απρόσμενη σε ένταση, διάρκεια και στρατιωτικές επιτυχίες, επανάσταση τού Σκεντέρμπεη, ανέτρεψε τούς επεκτατικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς τών Οθωμανών, προσφέροντας στά Ευρωπαϊκά Κράτη τόν αναγκαίο χρόνο πολεμικής προπαρασκευής, απέναντι στήν Τουρκική απειλή πού επέρχονταν «δρομαία» και ακατάσχετη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ο ίδιος ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ είχε δηλώσει μέ οργή : «… Εάν δ έ ν είχε γεννηθεί ο Σκεντέρμπεης, θά καθόμουν στόν θρόνο τού Πάπα τής Ρώμης…»
Eιδικότερα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι χάρη στούς πολεμικούς άθλους τού Γεωργίου Καστριώτη και τών συμπολεμιστών του, μόλις διασώθηκε τότε η γειτονική μας Ιταλία (τής οποίας οι νοτιοδυτικές ακτές απέχουν ελάχιστα από τίς απέναντι ακτές τής Ηπείρου), από τήν άμεση Τουρκική κατάκτηση, γεγονός τό οποίο εάν συνέβαινε τότε θά είχε πολλαπλές καταστροφικές συνέπειες γιά τούς Ευρωπαϊκούς λαούς.
Καθ’ όσον μάλιστα αφορά την πολιτισμική «διάσταση» τής ευεργετικής αποτροπής (τότε) τής Τουρκικής επεκτατικότητας, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι, μέ τήν αποφασιστική συμβολή τών Ελλήνων λογίων πού διέφυγαν, πρίν και μετά τήν πτώση τής Κωνσταντινούπολης τό 1453, στίς «αριστοκρατικές δημοκρατίες» τής Ιταλικής χερσονήσου (Φλωρεντίας, Βενετίας, Γένοβας, Σιένας, Πίζας) και τις ηγεμονίες (Νεάπολης, Μιλάνου κ.λπ.) θεμελιώθηκε και εδραιώθηκε κατά τον 16ο αιώνα, η περίφημη «Αναγέννηση».
Γνωρίζουμε βέβαια ότι, με αυτήν την «σχηματική» έκφραση, εννοείται η εκ μέρους τών τότε παντελώς απαίδευτων Ευρωπαϊκών λαών, αναπάντεχη «εγκόλπωση» σημαντικού μέρους τών επιστημονικών γνώσεων και τών όσων είχαν διασωθεί φιλοσοφικών έργων τών αρχαίων Ελλήνων και η αναγόρευση τού αρχαιοελληνικού τρόπου «σκέπτεσθαι, ζείν και κοινωνείν», σε ιδανικό πρότυπο ευνομουμένων πολιτειών πρός μελέτη και μίμηση.
Αντίστοιχα λοιπόν, η τόσο αποφασιστικής σημασίας έμμεση συμβολή τού Ηπειρώτη στρατηλάτη Γεωργίου Καστριώτη και τών ηρωϊκών Ηπειρωτών πολεμιστών του, στήν διάσωση τής κρατικήςπολιτικής ύπαρξης, επομένως και τού πολιτισμικού γίγνεσθαι τών πόλεωνκρατών τής Ιταλίας, σε μία τόσο κρίσιμη γιά την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους εποχή, είναι αρκετή γιά νά τούς οφείλουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι αλλά και εμείς οι νεώτεροι Ελληνες, τήν μέγιστη ευγνωμοσύνη.
Ευγνωμοσύνη διότι με τούς αγώνες και τις «εκατόμβες» τους, διέσωσαν από την Τουρκική βαρβαρότητα το «εύφορο έδαφος» τής Ιταλίας όπου, μετά από αιώνες λήθης, απαξίωσης και καταδίωξης, άνθιζε και πάλι η αρχαία Ελληνική παιδεία, δηλαδή ο θεμέλιος λίθος τού σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Οι Ευρωπαϊκοί λαοί συνειδητοποίησαν άμεσα την σημασία εκείνων τών καθοριστικών γεγονότων και οι συνεχείς απρόσμενες νίκες τού Σκεντέρμπεη και τών αρειμάνιων Ηπειρωτών του κατά τών Οθωμανικών στρατιών, εορτάσθηκαν με ενθουσιασμό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
[ Όπως παρόμοια κατ’ αντίθετη «φορά» όμως εορτάσθηκαν πεντακόσια (500) χρόνια αργότερα οι εξ ίσου απρόσμενες νίκες τού ηρωϊκού Ελληνικού στρατού κατά τών πολλαπλάσιων Ιταλικών φασιστικών στρατευμάτων στον πόλεμο 19401941, με ένδοξα πεδία μαχών τα ίδια αιματοποτισμένα χώματα τής Ηπείρου…]
Ωστόσο τότε, όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες, όπως οι Βασιλείς τής Πολωνίας, τής Ουγγαρίας, τής Αραγωνίας και τής Νεαπόλεως, ο Δόγης τής Βενετίας, οι ηγεμόνες τής Φλωρεντίας και τού Μιλάνου, ο δούκας τής Βουργουνδίας κ.ά. έστειλαν κατ’ επανάληψη στον Γεώργιο Καστριώτη θερμές συγχαρητήριες επιστολές και πολύτιμα δώρα, όχι όμως και την ανάλογη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, την οποία, επίμονα αλλά μάταια (γιά τούς λόγους πού ήδη εκθέσαμε παραπάνω), ο ήρωας τούς ζητούσε.
Ο Πάπας τής Ρώμης Κάλλιστρος Γ’ ο οποίος υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του, τόν ονόμασε «αθλητή τού Θεού» και «αήττητο ιππότη», οι λαοί τής Ευρώπης οιστρηλατούνταν επί αιώνες μέ τά κατορθώματά του, υπάρχει δε ένας, (και πάλι αδικαιολόγητα άγνωστος στους νεοΕλληνες), τεράστιος αριθμός βιβλίων, συγγραμμάτων και βιογραφιών πού γράφτηκε γιά τόν Σκεντέρμπεη από Ευρωπαίους ιστορικούς, ανθρώπους τών γραμμάτων και τών επιστημών, κάθε εθνικότητος.
Μέ πρώτη εκδοθείσα βιογραφία του στήν Λατινική γλώσσα, εκείνη τού καταγόμενου από τήν Σκόδρα τής σημερινής Αλβανίας, Μαρίνου Μπαρλέτιου (Marinus Barletius: «Ηistoria de vita et gestis Scanderbegi Epirotarum principis» (Ρώμη, έτος 1508), η οποία επανεκδόθηκε και στό Στρασβούργο (έτος 1537), ακολούθησαν πολλά συγγραφικά έργα σχετικά μέ τήν ζωή και τό έργο τού Σκεντέρμπεη στις περισσότερες αρκετές Ευρωπαϊκές γλώσσες όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Γερμανική, η Αγγλική, η Σερβοκροατική, η Ρουμανική, η Ουγγρική, η Ρωσική και η Βουλγαρική.
Στήν Αλβανική γλώσσα (η οποία, όπως ήδη προείπαμε, δεν υπήρχε σε επίσημη γραπτή έκφραση μέχρι το τέλος τού 19ου αιώνα), η πρώτη έκδοση έργου σχετικού μέ τόν Σκεντέρμπεη, υπήρξε η ποιητική συλλογή τού Ν. Frasheri, κατά τό έτος 1898, μέ τίτλο : «Istori e Skenderbeu», έκτοτε όμως εκδόθηκαν πολλά κείμενα σχετικά μέ αυτόν τόν ασύγκριτο άνδρα, στον οποίο οι σύγχρονοι Αλβανοί αποδίδουν τιμές εθνικού ήρωα, εν πολλοίς εύλογα εφ’ όσον η δράση του επικεντρώθηκε σε περιοχές πού είναι ενταγμένες στο σύγχρονο Αλβανικό κράτος και πολλοί συμπολεμιστές του υπήρξαν πρόγονοί τους.
Τόν εμφανίζουν όμως γιά προφανείς σωβινιστικούς λόγους ως «ακραιφνή» Αλβανό με την φυλετική έννοια, την οποία ανερυθρίαστα και ανιστόρητα προβάλλει σήμερα η Αλβανική «ιντελλιγκέντσια» (οι αυτοαποκαλούμενοι «Σκιπετάροι»), παρά το γεγονός ότι ακόμη και οι παλαιότεροι συγγραφείς συμπατριώτες τους, γράφοντας γιά τον μεγάλο ήρωα, αναφέρονται ευθέως σ’ αυτόν κυρίως ως «Ηπειρώτη» και ως «βασιλέα τών Ηπειρωτών».
Όμως, ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης (όπως είδαμε και πιό πάνω), στην μέν επίσημη σφραγίδα του αυτοαποκαλείται : «Αλέξανδρος ελέω Θεού βασιλεύς Ρωμαίων (και γνωρίζουμε πολύ καλά ποιοί ήταν οι «Ρωμαίοι» ή «Ρωμηοί» εκείνης τής εποχής…) αλλά αυτοαποκαλείται επίσης : «…και μέγας αυθέντης Τούρκων, Αλβανών, Σέρβων και Βουλγάρων»!!!
Δηλαδή, κάνει σαφή διαχωρισμό τών Ελλήνων«Ρωμαίων» επί τών οποίων θέλει να βασιλεύει, εν σχέσει πρός τις άλλες τέσσερις εθνότητες (μεταξύ τών οποίων και οι Αλβανοί…), επί τών οποίων «στοχεύει» να είναι ο «μέγας αυθέντης» και βέβαια αυτό δ ε ν μπορεί να ήταν τυχαίο.
Εμείς θεωρούμε ότι αυτή η σαφής γραμματική και νοηματική διαφοροποίηση τών συγκεκριμένων εθνών και μάλιστα «οριακά αναπτυγμένη» μέσα σε ένα τόσο ελάχιστο χώρο, όπως είναι μιά σφραγίδα είχε τότε πρόδηλη σκοπιμότητα αλλά και στις ημέρες μας, με τις πασίγνωστες «πανταχόθεν» δόλιες προσπάθειες υπεξαίρεσης Ελληνικών ιστορικών δεδομένων, εξακολουθεί να έχει μέγιστη αποδεικτική ιστορική αξία.
Εξ άλλου (και γιά να μην μένει οποιαδήποτε αμφιβολία σε όσους και όποιους «δύσπιστους»…), ο ίδιος ο Γεώργιος Καστριώτης, στην ιστορική επιστολή του πρός τον Πάπα και τους ηγεμόνες τής Ευρώπης, αναφέρεται σαφώς στο Ηπειρομακεδονικό κράτος του αλλά και προβάλλει ευθέως με έκδηλη υπερηφάνεια την μακραίωνη καταγωγή του από τούς πολεμιστές τού Ηπειρώτη στρατηλάτη Πύρρου και τού πανΕλληνα Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αλλωστε, Ηπειρώτης μπορεί να σημαίνει γεωγραφικά και φυλετικά τόσο Ελληνας όσο και Αλβανός, εφ’ όσον η μυθιστορική ονομασία/έννοια Ηπειρος (κατά την πανάρχαιη Ελληνική γλώσσα, η «άπειρος γαία», δηλαδή η απέραντη χώρα…), είναι κατά πολύ ευρύτερη τής εννοίας «Αλβανία» και επομένως ιστορικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά, «Ηπειρώτης» σημαίνει πρωτίστως Ελληνας.
Τα ανωτέρω στοιχεία λίγο έως πολύ προφανώς γνώριζαν και αποδέχονταν, εξάγοντας και τά ορθά συμπεράσματα στα έργα τους, οι παλαιότεροι ιστορικοί συγγραφείς πού έγραψαν γιά τον Ηπειρώτη ήρωα Γεώργιο Καστριώτη και την πολεμική εποποιία του.
Ετσι, εκτός από τον προαναφερθέντα Μ.Barletius από την Σκόδρα και o F.Blancus (Bardhi), ο οποίος ήταν εκ καταγωγής Αλβανός «Γκέκας», επιγράφει το εν έτει 1615, τυπωθέν στην Λατινική γλώσσα Λεξικό του, ως «LatinoEpiroticum», την δε μονογραφία του γιά τόν «Σκεντέρμπεη» επιγράφει : «Georgius Castriotus Epirensis». (Ιδέτε Τίτου Π. Γιοχάλα, «Γεώργιος Καστριώτης Ο Σκεντέρμπεης», σελ. 73.)
Παράλληλα, είναι γνωστό ότι, από πολλούς λόγιους Ευρωπαίους γράφτηκαν πρός τιμήν τού Γεωργίου Καστριώτη, πολυάριθμα ποιήματα, θεατρικές τραγωδίες ακόμη δέ και δύο μελοδράματα, τό ένα μάλιστα από τόν διάσημο Ιταλό συνθέτη Αntonio Vivaldi, η πρώτη παράσταση τού οποίου παρουσιάστηκε στό θέατρο «Della Pergola» τής Φλωρεντίας, τό έτος 1718 και τό δεύτερο από τούς Γάλλους F.Rebel και F.Francoeur, μέ πρώτη παρουσίασή του στό θέατρο «Οpera» τών Παρισίων, τό έτος 1735.
Σε όλες σχεδόν, αυτές τις υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικές δημιουργίες, ο Σκεντέρμπεης χαρακτηρίζεται ευθέως ως βασιλεύς, πρίγκιπας ή ήρωας «Ελληνας» ή «Ηπειρώτης».
Επίσης, ο Ιταλός Α.Salvi, στην τραγωδία του «Scanderbeg» που τυπώθηκε στήν Φλωρεντία το έτος 1718, χαρακτηρίζει ευθέως τον Γεώργιο Καστριώτη ως Ελληνα («Greco»).

Παρομοίως και ο Σουηδός Rudbeck, σε θεατρικό δράμα του, πού τυπώθηκε στην Στοκχόλμη το έτος 1835, ονομάζει τον Σκεντέρμπεη ως «Ελληνα ήρωα».
Ακόμη ο Σκωτσέζος C.Randal, στο έργο του με τον εύγλωττο τίτλο : «Τhe Grecian hero or the life and Heroic Actions of Georg Castriot, Κing of Epirus and Albania, commonly called Scanderbey» (Scotia Stirling, 1810) διακηρύσσει με βεβαιότητα το Ελληνικό γένος τού ήρωα.
Ο ηρωϊκός βίος τού Σκεντέρμπεη, συγκίνησε ακόμη και τόν ΑγγλοΕβραίο Benjamin Disraeli, (18041881) ο οποίος κατά τό έτος 1880 εξέδωσε το διήγημα : «The Rise of Iskander».
Ο συγκεκριμένος δέν είναι άλλος από τόν γνωστό συντηρητικό Πρωθυ πουργό τής Αγγλίας, o oποίος επέδειξε έντονη ανθελληνική πολιτική στάση στό Διεθνές Συνέδριο τού Βερολίνου τό 1878, είναι δέ εκείνος πού επέτυχε μέ μυστική συμφωνία κατά τό ίδιο έτος το «ξεπούλημα» τής μεγαλονήσου Κύπρου από τήν Οθωμανική Τουρκία στήν αποικιοκρατική Αγγλία, ερήμην τού Ελληνοκυπριακού πληθυσμού της.
Παρά ταύτα (όπως σημειώνει ο Ελληνας συγγραφέας Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του «Γεώργιος Καστριώτης Ο Σκεντέρμπεης» Εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ»), τό διήγημά του γιά τόν Σκεντέρμπεη :
«…Αποπνέει μεγάλη αγάπη γιά τήν Ελλάδα και τόν Ελληνισμό, είναι δέ άξιον ιδιαιτέρας προσοχής ότι ο Disraeli θεωρεί ευθέως τόν Σκεντέρμπεην Ελληνα, πάντας δέ τούς στρατιώτας αυτού Ελληνας Ηπειρώτας…».
Τήν ίδια άποψη γιά την Ελληνική εθνικότητα τού Σκεντέρμπεη έχουν και πολλοί άλλοι σημαντικοί Ευρωπαίοι ιστορικοί, μεταξύ τών οποίων και ο Γάλλος ιστορικός συγγραφέας C.Paganel, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά:
«…Ο Γεώργιος Καστριώτης είναι ο τελευταίος αντιπρόσωπος τών ηρώων τής Αρχαίας Ελλάδος και ο πλέον διαπρεπής πρόδρομος τών ηρώων τής Νεώτερας Ελλάδος…» (C. Paganel, Histoire de Scanderbeg, Paris 1855, σε Ελληνική μετάφραση από τον Ν.Δραγούμη.)
Στήν Ελληνική γλώσσα, η πρώτη βιογραφία τού «Σκεντέρμπεη» εκδόθηκε στήν Μόσχα τό έτος 1812 μέ τίτλο : «Επιτομή τής ιστορίας τού Γεωργίου Καστριώτη» και αποτελεί μετάφραση από έργο Γάλλου συγγραφέα, πλήν όμως, ο συγγραφέας της παραμένει άγνωστος.

Η συγκεκριμένη βιογραφία είχε διαδοθεί σέ όλη τήν προεπαναστατική Ελλάδα και τά Ιόνια νησιά, επ’ αυτού δε είναι σαφής η μαρτυρία τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος, στά «Απομνημονεύματά» του, έγραψε ότι :
«Tά βιβλία πού εδιάβαζα συχνά, ήταν η Ιστορία τής Ελλάδος,
η Ιστορία τού Αριστομένη και η Ιστορία τού Σκεντέρμπεη…»
Επίσης, βιογραφία τού Σκεντέρμπεη έγραψαν ή μετέφρασαν αρκετοί Ελληνες συγγραφείς κατά τόν 19ο αιώνα, μεταξύ τών οποίων ο Ανδρέας Βρεττός, (Νεάπολη Ιταλίας 1820) και ο Νικόλαος Δραγούμης (Αθήνα 1861).
Ιδιαίτερης σημαντικότητος θα πρέπει να θεωρηθεί και το Θεατρικό έργο τού Ελληνα δραματουργού συγγραφέα Αντωνίου Ιωαν. Αντωνιάδη (18361905) «Σκεντέρμπεης», γραμμένο σε γλώσσα «καθαρεύουσα» και αποτελούμενο από 2.500 δωδεκασύλλαβους στίχους.
Από τούς νεώτερους Ελληνες συγγραφείς έχουμε ήδη αναφερθεί στον ευρυμαθή Τίτο Γιοχάλα και το εμπεριστατωμένο βιβλίο του «Γεώργιος Καστριώτης» (Εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ») στο οποίο καταγράφεται λεπτομερέστατη βιβλιογραφία γιά τόν μεσαιωνικό Ηπειρώτη ηγέτη πολεμιστή.
Παράλληλα, από τις γλυπτικές δημιουργίες προς τιμήν τού ήρωα Σκεντέρμπεη, η πιό γνωστή υπάρχει στήν πρωτεύουσα τής σύγχρονης Αλβανίας, τά Τίρανα αλλά και στην θρυλική καστρόπολή του, την Κρόια, με εντυπωσιακούς «έφιππους» αδριάντες του.
Ακόμη εκτός τής Αλβανίας υπάρχουν αδριάντες, προτομές, αγάλματα και ανάγλυφες παραστάσεις πού απεικονίζουν τόν Σκεντέρμπεη, τόσο στήν Ιταλία (Ρώμη, Κοσέντζα, Απουλία, Καλαβρία) όσο και στην Ελβετία (Γενεύη), στο Βέλγιο (Βρυξέλλες) και στό Κοσσυφοπέδιο (Πρίστινα).
( Σημ.Σ. Mέ μεγάλη συγκίνηση ο γράφων είχε «ανακαλύψει» εν έτει 1976, τό μόνο ίσως αυθεντικό πορτραίτο τού Γεωργίου Καστριώτη, πού βρίσκεται στό γνωστό Μουσείο «Uffichi» τής Φλωρεντίας, στήν Ιταλία.)
Δυστυχώς, το σύγχρονο Ελληνικό κράτος εθελοτυφλώντας ως συνήθως δεν θεώρησε ποτέ ότι είχε υποχρέωση να τιμήσει έναν ευγενούς καταγωγής, μεσαιωνικό Ελληνα, τού οποίου οι ηρωϊκοί αγώνες αλλά και η σημασία αυτών τών αγώνων, μπορούν αδίστακτα να αποτιμηθούν ως ισάξιοι τών αρχαίων Ελλήνων στρατηλατώνπρογόνων του, στούς οποίους ο ίδιος εγγράφως αναφέρονταν, αφήνοντας αστόχαστα έως και εγκληματικά νά θεωρείται ως εθνικός ήρωας τών σύγχρονων Αλβανών και μόνον.
( Mιά μικρή οδός τών Αθηνών, στην περιοχή τού «Γκύζη», αφιερωμένη στον «Γ.Καστριώτη», χωρίς άλλα επεξηγηματικά στοιχεία, θεωρούμε ότι, μάλλον θίγει παρά τιμά τήν μεγαλοσύνη τού ανεπανάληπτου εκείνου ήρωα…)

+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Επομένως, είναι σημαντικό και χρήσιμο γιά μάς τούς Ελληνες να γνωρίζουμε τούς σημαντικότερους από εκείνους τούς εργώδεις πρωτοπόρους ΕλληνοΒυζαντινούς φιλοσόφους, συγγραφείς, ιστορικούς, φιλολόγους και λογίους, τών οποίων η θεμελιώδης συμβολή στην «Αναγέννηση» και το παγκόσμιας σημασίας διδακτικό έργο τους, απέδειξε ότι, η βαθειά πολιτισμική «ρίζα» τών αρχαίων προγόνων μας, ευτυχώς δ ε ν είχε εκριζωθεί.
Γιατί όσο και αν φαίνεται απίστευτο σήμερα, από την εποχή τής θηριώδους Ρωμαϊκής κατάκτησης (όπου μόνο στην Ηπειρο κατά το μοιραίο έτος 168 π.Χ. εβδομήντα (70) πόλεις «εκ θεμελίων» κατέστρεψαν οι λεγεωνάριοι τού υπάτου Αιμιλίου Παύλου και 150.000 Ηπειρώτες εξανδραποδίσθηκαν στην Ιταλία, ώστε να ερημοποιηθεί η Ηπειρος και να μην γεννά πλέον «Πύρρους»), αλλά και κατά τούς σκοταδιστικούς αιώνες τής μισαλλόδοξης Βυζαντινοκρατίας μέχρι την εποχή πού περιγράφουμε δηλαδή ακριβώς επί 1400 χρόνια ο Ελληνισμός και οι αιώνιες φιλοσοφικές, θεσμικές / πολιτικές και πολιτισμικές του φιλελεύθερες αξίες, είχαν αγρίως καταδιωχθεί και επιμελώς ενταφιασθεί, γιατί καμμία δογματική «ελέω θεού» εξουσία «δεν βολεύονταν» με αυτές.
Επιβάλλεται λοιπόν, να πληροφορηθούμε οι νεώτεροι Ελληνες :
Kατ’ αρχήν, γιά τον περίφημο Ιωάννη Βησσαρίωνα (13951472).
Η Ευρωπαϊκή «Αναγέννηση» οφείλει «χάριτες» σ’ αυτόν τον ευρυμαθή διανοούμενο επίσκοπο από την Τραπεζούντα τής Μικράς Ασίας, χάρη στις διπλωματικές δεξιότητες και προσωπικές σχέσεις τού οποίου, τόσο με την ηγεσία τής Καθολικής Εκκλησίας όσο και τούς Ιταλούς λογίους τής εποχής του, ουσιαστικά εγκαινιάστηκε η συνεργασία τών φυγάδων εκπροσώπων τής Ελληνικής φιλοσοφικής διανόησης, μέ τήν Ιταλική αναγεννητική ακμή.
Γιά τον Βησσαρίωνα, καταγράφουμε από την «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» τού Α.Βασίλιεφ τά εξής :
«…Αγοράζοντας βιβλία ή παραγγέλοντας αντίγραφα αρχαίων συγγραφικών έργων, ο Βησσαρίων απέκτησε μία εξαιρετική βιβλιοθήκη, την οποία χάρισε στην πόλι τής Βενετίας, όπου έγινε μία από τις κύριες βάσεις τής σημερινής περίφημης «Βιβλιοθήκης τού Αγίου Μάρκου» («Bibliotheca Marciana») την είσοδο τής οποίας κοσμεί το πορτραίτο τού Βησσαρίωνος…».
Ενας Γάλλος βιογράφος του έγραψε :
«…Ο Βησσαρίων έζησε ανάμεσα σε δύο εποχές. Είναι ένας Ελληνας αλλά και Λατίνος. Ενας Καρδινάλιος πού προστάτευσε τούς λογίους, ένας ένθερμος Πλατωνιστής, ένας ενθουσιώδης θαυμα στής τής αρχαιότητος, πού συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στην γένεση τής νέας εποχής…»
Ηταν τέτοια η εκτίμηση και ο σεβασμός τών Δυτικών πρός τόν Βησσαρίωνα, ώστε συνέβη το μοναδικό γεγονός να προταθεί δύο φορές γιά το κορυφαίο εκκλησιαστικό αξίωμα τής Λατινικής Δύσης, αυτό τού Πάπα τής Ρώμης !!!
Και βέβαια δεν πρέπει να λησμονούμε τίς άοκνες μέχρι τον θάνατό του πατριωτικές προσπάθειες τού Βησσαρίωνος, να πείσει τούς ηγεμόνες τής Λατινικής Δύσης, στην διοργάνωση μιάς ενιαίας Ευρωπαϊκής αντιΤουρκικής «Σταυροφορίας», την οποία δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει, εξ αιτίας τής συμφεροντολογικής πολιτικής, την πρώτη φορά από τούς δόλιους Βενετούς και τήν δεύτερη από τόν βασιλιά τής Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΑ’. (Ιδέτε Κων. Σάθα, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», 1η Εκδοση, Αθήνα 1869, σελ.7, «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών».)
Ακόμη αξίζει νά πληροφορηθούμε γιά τον σπουδαίο φιλόλογο Θεόδωρο Γαζή (13901478), από την Θεσσαλονίκη, ο οποίος :
«…Eγκατασταθείς εις Φερράραν, εδίδαξε εκεί τήν Ελληνικήν γλώσσαν, κατέλιπεν Ελληνικήν Γραμματικήν, μετέφρασε εις τήν Λατινικήν πλείστα αρχαία Ελληνικά συγγράμματα τού Αριστοτέλους, τού Θεοφράστου και τού Ιπποκράτους, συνέγραψε ακόμη και παράφραση τής Ομηρικής Ιλιάδος, θεωρείται δέ ως ο μάλλον συντελέσας πρός διάδοση τών Ελληνικών Γραμμάτων εν τή Εσπερία Ευρώπη.»
(«ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ» Εκδόσεις «ΗΛΙΟΣ» ΑΘΗΝΑΙ)
Να μήν λησμονούμε επίσης, τόν λόγιο φιλόλογο Κωνσταντίνο Λάσκαρη, πού αιχμαλωτίστηκε στην Αλωση τής Πόλης αλλά, διαφεύγοντας τό 1460 από την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, κατέφυγε στην Ιταλία, όπου δίδαξε αρχαία Ελληνικά στά Πανεπιστήμια τού Μιλάνου, τής Νεάπολης και τής Μεσσήνης, εκδίδοντας μάλιστα αρκετά σημαντικά βιβλία και κυρίως τήν περίφημη «ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ («Επιτομή τών οκτώ τού λόγου μερών»
Εν Μεδιολάνω 1476), πού είναι και το 1ο εκτυπωμένο Ελληνικό βιβλίο.
Υπενθυμίζουμε ότι, ακριβώς εκείνη την τραγική εποχή τής Αλώσεως και τού αναγκαστικού εκπατρισμού χιλιάδων Ελλήνων, συνέβη το κοσμοϊστορικό γεγονός τής ανακαλύψεως τής τυπογραφίας και είναι θαυμαστό γεγονός το ότι, μέσα στις αβάσταχτες συνθήκες τής ένδειας και τής ξενιτειάς, οι ανέστιοι πρόγονοί μας, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν κυριολεκτικά μιά «πλημμυρίδα» από Ελληνικές εκδόσεις στά τυπογραφεία τής Ιταλίας και ιδιαίτερα σ’ εκείνα τής Βενετίας.
Από εκεί, η εκδοτική εκείνη κοσμογονία, ως «οφειλόμενο αντιδάνειο», μεταφέρθηκε από φιλότιμους Ελληνες πατριώτες, με προεξάρχοντες και πάλι τους φιλοπάτριδες Ηπειρώτες, στην υπόδουλη Ελλάδα, με την δημιουργία τυπογραφείων (το πρώτο κατά τον 16ο αιώνα στην Μοσχόπολη τής βορείου Ηπείρου αλλά και αμέσως μετά στα Γιάννενα) με την σύσταση μακρόβιων εκπαιδευτηρίων, όπως η «Ζωσιμαία» Σχολή, η «Μπαλάνειος», η «Μαρούτσειος» αλλά και την δημιουργία πολύτιμων βιβλιοθηκών που στάθηκαν ακένωτες πηγές γνώσεων και συνειδητοποίησης τών υπόδουλων «ραγιάδων», γιά το ένδοξο ιστορικό παρελθόν τού γένους τών Ελλήνων.
Ετσι «σταδιακά» μέχρι το 1821, συντελέστηκε μέσω τής Παιδείας η πνευματική αναγέννηση τού σκλαβωμένου Ελληνικού έθνους, θεμελιωμένη στις γραμματικές, τά λεξικά, τις εγκυκλοπαίδειες και τις μεταφράσεις τών αρχαίων Ελληνικών συγγραμμάτων, πού τυπώθηκαν και ανατυπώθηκαν τότε.
Επιστρέφοντας λοιπόν στα χρόνια τού Σκεντέρμπεη, άς πληροφορηθούμε επίσης γιά το σπουδαίο εθνικό, ανθρωπιστικό και πολιτισμικό έργο τής φημισμένης Αννας Νοταρά, θυγατέρας τού τελευταίου «πρωθυπουργού» τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τού Λουκά Νοταρά ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος στην κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης και σφαγιάστηκε άνανδρα αυτός και τρείς γυιοί του, από τον αιμοβόρο Σουλτάνο Μωάμεθ Β’.
Την Αννα Νοταρά η οποία, έχοντας διαφύγει μόλις την αιχμαλωσία κατά την Αλωση, εγκαταστάθηκε στην Βενετία και αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της και την περιουσία της, αφ’ ενός μέν στην εξαγορά αιχμαλώτων συμπατριω τών της από τούς Τούρκους και στην απάλυνση τών δεινών τους, αφ’ ετέρου δε στην επιμελημένη συγκέντρωση κάθε αρχαιοελληνικού συγγραφικού «σπαράγματος» (παπύρων, περγαμηνών, αρχαίων συγγραμάτων κ.λπ.), με συνέπεια να σχηματίσει μιά σπουδαία βιβλιοθήκη, εξαίρετο και πρόσφορο βοήθημα γιά την μελέτη και μετάφρασή τους από Ιταλούς και Ελληνες διανοούμενους τής εποχής της αλλά και μετέπειτα.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η «Αναγέννηση», δηλαδή η στροφή τών Ευρωπαϊκών Χριστιανικών κοινωνιών στήν αναζήτηση τών «εν πολλοίς» λησμονημένων αρχαιοΕλληνικών επιστημονικώνφιλοσοφικών γνώσεων και αξιών, είχε ουσιαστικά αρχίσει ήδη κατά την ύστερη περίοδο τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ως πρωτοπορία τής πρώιμης αυτής «Αναγέννησης», αναγνωρίζουμε τά έργα σημαντικών διανοουμένων τού 11ου και 12ου αιώνα, όπως ο διορατικός Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος πρώτος επεσήμανε μάταια στούς σύγχρονούς του αυτοκράτορες την αναγκαιότητα τής επανένταξης τών απόβλητων «ειδωλολατρών» Ελλήνων στα χριστιανικά πλήν μισθοφορικά Βυζαντινά στρατεύματα, ώστε ν’ αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά ο Τουρκικός κίνδυνος.
Αναπτύχθηκε όμως και επεκτάθηκε όπως ήδη προείπαμε στα χρόνια μεταξύ τών δύο καταλήψεων τής Κωνσταντινούπολης (12041453) από σπουδαίους Ελληνοφρονούντες λόγιους και συγγραφείς τού «ύστερου» Βυζαντίου.
Αξίζει μιά μικρή αναφορά στην μνήμη αυτών τών Βυζαντινών πνευματικών πρωτοπόρων και κυρίως στόν φιλόσοφο συγγραφέα Νικηφόρο Βλεμμύδη, στον ιστορικό Παχυμέρη, στον λόγιο συγγραφέα Νικηφόρο Γρηγορά, στόν συγγραφέα μελετητή αρχαίων κειμένων Δημήτριο Κυδώνη, στόν συγγραφέα θεολόγο Νικόλαο Καβάσιλα, στον φιλόλογο μοναχό Μάξιμο Πλανούδη, στόν ευρυμαθέστατο μελετητή αρχαίων συγγραφέων αλλά και ποιητή, Θεόδωρο Μετοχίτη.
Ακόμη, δεν πρέπει να λησμονούνται οι αμέσως μεταγενέστεροί τους, όπως ο ιστορικός τών γεγονότων τής «Αλώσεως» Γεώργιος Φραντζής, ο Αρτινός λόγιος συγγραφέαςφιλόσοφος Μάξιμος ο «Γραικός» αλλά και ο σπουδαίος ρήτορας και φιλόσοφος Μανουήλ Χρυσολωράς, o oποίος αποκλήθηκε από συγχρόνους του Ιταλούς λογίους, ως «ο πρίγκηπας τής Ελληνικής ευγλωττίας και φιλοσοφίας».
Ιστορείται ότι, με ειδική εντολή τού αρχαιολάτρη αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου Β’ (ο οποίος ήταν αυθεντία στους Ελληνες κλασσικούς, αφήνοντας και ο ίδιος σημαντικό συγγραφικό έργο), ο φίλος και σύμβουλός του Μανουήλ Χρυσολωράς αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη γιά την Ιταλία, όπου η φήμη του είχε προηγηθεί και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, δεχόμενος προσκλήσεις απ’ όλα τα Ιταλικά Πανεπιστήμια προκειμένου να διδάξει εκεί.
Ως καθηγητής στα Πανεπιστήμια τού Μιλάνου και τής Παβίας, ο Χρυσολωράς δίδαξε Ελληνική φιλοσοφία και αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Ταξίδεψε επίσης διδάσκοντας τόσο στην Αγγλία όσο και στίς Γαλλία και Ισπανία, όπου έγινε δεκτός από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΓ’. ( Ιδέτε και Ιωάννη Ι. Δαμίγου, «Παρακμή και πτώση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 12041453», Εκδ. «ΕΥΡΩΤΑΣ», σελ.155.)
Ο Ιταλός συγγραφέας Guarino παρομοίασε τον Μανουήλ Χρυσολωρά με «ήλιο ο οποίος φώτισε την Ιταλία που είχε βυθιστεί στα σκοτάδια» και εξέφρασε την ευχή όπως, η πατρίδα του ευγνωμονούσα ν’ αναγείρει προς τιμήν του αψίδες θριάμβου !!!
Ωστόσο, η πλειονότητα τών ιστορικών ερευνητών συμφωνεί ότι, η αποφασιστική καμπή τής Ευρωπαϊκής πολιτισμικής άνθησης τού 15ου αιώνα η οποία εύστοχα αποκλήθηκε «Αναγέννηση» οφείλεται «κατά πρώτο λόγο», στίς διδασκαλίες και τό συγγραφικό έργο τού πλέον σημαντικού Ελληνα «νεοπλατωνικού» φιλοσόφου, τού Γεωργίου Γεμιστού ή «Πλήθωνος».
Ο «Πλήθων» (ο οποίος κατά το επίτομο λεξικό τού «ΗΛΙΟΥ», υπήρξε : «φιλόσοφος και φιλόλογος, υπέρμαχος και ζηλωτής του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, σφοδρός δε πολέμιος τού Χριστιανισμού»…), μέ την απέραντες γνώσεις του και τήν θελκτική προσωπικότητά του, είχε αφήσει «ενεούς» τούς Δυτικούς εκκλησιαστικούς και κοσμικούς ηγεμόνες, όταν βρέθηκε στην Ιταλία, συνοδεύοντας τόν Ελληνολάτρη Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο Β’.
Η «ευτυχής συγκυρία» συνέβη κατά τήν αποστολή του, το έτος 1439, στήν Εκκλησιαστική σύνοδο τής Φερράρας, η οποία συνεχίστηκε μετά από κάποιους μήνες στην Φλωρεντία.
Εκεί, κατά την πολύμηνη διάρκεια τών εργασιών τής Συνόδου, ο Πλήθων γνωρίστηκε με σημαίνοντες Ιταλούς, λάτρεις τών γραμμάτων και τών τεχνών, στους οποίους δίδαξε σε βάθος την Πλατωνική φιλοσοφία.

Τά διαχρονικής αξίας έργα τού Πλάτωνα, οι «Νόμοι», ο «Φαίδων», ο «Τίμαιος», ο «Κριτίας», η «Πολιτεία» και η έννοια τού «Πολίτη», αναλύθηκαν διεξοδικά γιά πρώτη φορά στο εκστατικό Ιταλικό ακροατήριο, στην περίφημη Piazza della Signoria τής Φλωρεντίας.
Στους ακροατές τού Πλήθωνος περιλαμβάνονταν και ο ηγεμόνας τής πανέμορφης Φλωρεντίας, o αρχαιολάτρης Cosimo dei Medici ο οποίος, βαθειά επηρεασμένος από την διδασκαλία του, ίδρυσε το έτος 1470 μ.Χ. την περιώνυμη «Φλωρεντινή Ακαδημία», με πρώτη διδακτική έδρα αυτή τών αρχαιοΕλληνικών σπουδών.
Παράλληλα, εκεί στην Φλωρεντία, οι εκπρόσωποι τής Καθολικής και τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά από ατέρμονες αντιπαραθέσεις, διαπραγμα τεύσεις και φιλονικίες ενός και πλέον έτους, συνυπέγραψαν την άρση τού «Σχίσματος» τών εν λόγω Χριστιανικών Εκκλησιών.
[ Τό θρησκειολογικό αυτό «Σχίσμα», το οποίο τόσα δεινά είχε επισωρεύσει στους «Ρωμαϊκούς» πληθυσμούς, κρατούσε από την εποχή τής αυτοκράτειρας Ειρήνης τής «Αθηναίας», τον 9ο αιώνα μ.Χ. και στην πραγματικότητα υπέκρυπτε την διαπάλη επικράτησης τών εκατέρωθεν τής Αδριατικής θάλασσας κληρονόμων τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κοσμικών εξουσιών, δηλαδή αφ’ ενός τής «ΑνατολικήςΒυζαντινής» και αφ’ ετέρου τής «ΔυτικήςΛατινικής», υπό την εποπτεία και καθοδήγηση τού Πάπα τής Ρώμης.]
Δυστυχώς, η προσέγγιση τών δύο Εκκλησιαστικών Χριστιανικών δογμάτων πού επιχειρήθηκε τότε, δεν έμελλε να αποδώσει ουσιαστικούς «καρπούς», έστω με τήν μορφή μιάς ρεαλιστικής και ειλικρινούς αντιΟθωμανικής συμμαχίας.
Κι αυτό (δεν) συνέβη δεδομένου ότι, υπήρχε μέγας φανατισμός και εν πολλοίς εύλογη καχυποψία εκ μέρους τών Ορθοδόξων Βυζαντινών αλλά και απερίσκεπτη υπεροψία και (αρκετά διαφαινόμενη…) υστεροβουλία εκ μέρους τών Καθολικών Λατίνων, οι οποίοι στην ουσία ήθελαν το «Βυζάντιο» αδύναμο και υποχείριό τους, προφανώς «μηχανευόμενοι» να το καταλύσουν οι ίδιοι, επαναλαμβάνοντας την δολιότητα τής Δ’ Σταυροφορίας κατά το έτος 1204 μ.Χ. ( Γιά να μήν ξεχνιόμαστε…)
Ωστόσο, γιά τον Γεώργιο «Πλήθωνα» (13601452), τον οποίο οφείλουμε να αναγνωρίζουμε ως πρωτοπόρο τής αναγέννησης τού Ελληνικού πολιτισμού, στα χρόνια πού η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «έπνεε τά λοίσθια», ιστορείται ότι, από το έτος 1393, βρέθηκε εγκατεστημένος στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στόν Μυστρά.
Εκεί, ο Πλήθων ανέπτυξε μεγάλη συγγραφική, διδακτική, πολιτική και κοινωνική δράση, προωθώντας ιδέες στηριγμένες στην βαθύτατη γνώση τής αρχαιοελληνικής γραμματείας πού είχε αποκτήσει και γράφοντας σπουδαία φιλοσοφικά συγγράμματα, ως σημαντικότερο τών οποίων αναφέρεται το «Περί τών Νόμων συγγραφής».
Ο Ελληνας συγγραφέας Μεθόδιος Γ. Φούγιας (πρώην Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος Μεγάλης Βρεττανίας) στο πολυσήμαντο βιβλίο του : «Η παγκόσμια διάσταση τού Ελληνικού Πολιτισμού» Εκδόσεις «Νέα Σύνορα» 2001», γράφει ότι :
«…Ο Πλήθων, ως λόγιος και ανθρωπιστής, κατείχετο από την ιδέα ότι, ο λαός τής Πελοποννήσου ήταν από τους πιό γνήσιους Ελληνικούς λαούς και από αυτόν προέρχονταν οι πιό εξέχουσες οικογένειες τών Ελλήνων πού είχαν προσφέρει τά μεγαλύτερα και θαυμαστότερα έργα…».
«…Επιθυμούσε την αναγέννηση τής Πελοποννήσου (και εν συνεχεία τής υπόλοιπης Ελλάδος, εφ’ όσον επιτύγχανε ο επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος την στρατιωτική ανακατάληψή της), γι’ αυτό έκανε σχέδια γιά μία ριζοσπαστική μεταβολή τού κοινωνικού συστήματος και μάλιστα τού αγροτικού προβλήματος τών τοπικών Ελληνικών κοινωνιών.»
«…Ο Πλήθων ήταν αντίθετος στην ιδέα χρησιμοποίησης μισθοφόρων για την άμυνα τού κράτους και διαιρούσε τον πληθυσμό σε όσους πληρώνουν φόρους και σε όσους προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες». «Ηταν κατά τής ατομικής ιδιοκτησίας». «Εγραφε ότι, όλη η γή, όπως δίνεται από την φύση, πρέπει να είναι κοινό κτήμα τού λαού…».
«…Το κοινωνικό σύστημα τού Πλήθωνος παραμένει ιστορικό και μερικοί το παρέβαλλαν με τις απόψεις τού Ζ.Ζ.Ρουσσώ σε αρκετά σημεία τού «Κοινωνικού Συμβολαίου» του, ενώ άλλοι τον είπαν «πρόδρομο τού Μάρξ» και «πρωτοπόρο σοσιαλιστή…»
Επίσης, ο συγγραφέας Αντ. Γ. Πετρουτζάκος, σε άρθρο του σχετικό με τον Γεώργιο Πλήθωνα ( Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ, τ.190 // έτος 1997 ), γράφει ότι :

«Γνήσιος Ελληνας ο Πλήθων, απέβλεπε στη δημιουργία ενός έθνους Ελλήνων πολιτών και όχι Ρωμιών υπηκόων.»
Πράγματι, ο Πλήθων, απευθυνόμενος προς τον φίλο και θαυμαστή του Κων/νο ΠαλαιολόγοΔραγάση, τότε Δεσπότη τού Μυστρά και μετέπειτα τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα, έγραψε :
«Εσμέν γάρ ούν, ών ηγείσθε τε και βασιλεύετε, Ελληνες το γένος,
ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί…».
Δηλαδή ότι : «Εμείς, επί τών οποίων βασιλεύετε και διοικείτε, ανήκουμε στην φυλή τών Ελλήνων, όπως αποδεικνύουν η γλώσσα και οι αρχαίοι θεσμοί μας».
Εχοντας προφανώς υπ’ όψιν του τόν αρχαίο Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργο, ο Πλήθων, ως μέσον επιβολής τών αναγεννητικών τού Ελληνισμού στόχων του, πρότεινε εκλογή αρχόντων από την μεσαία τάξη, γιατί: «…ούθ’ oι πάμπλουτοι ούθ’ οι απορώτατοι…» (έχουν το απαιτούμενο ηθικό σθένος αγώνων και διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς και θυσιών υπέρ πατρίδος…).
Ακόμη, ο Πλήθων είχε ξεκάθαρες απόψεις γιά την αυτοχθονία και την προαιώνια κατοίκηση τής Πελοποννήσου, τής Ηπειρωτικής Ελλάδος και τών νησιών από τούς Ελληνες, γράφοντας :
«…Eλλησι δε ουκ εστίν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα μάλλον προσήκουσα ή Πελοπόννησος τε και όση δε ταύτη τής Ευρώπης προσεχή των τε αύ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γάρ δή φαίνονται την χώραν Ελληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ’ ότουπερ οι άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδένων άλλων προενωκηκότων ουδέ επήλυ δες κατέχοντες…».
Δηλαδή : «…Ελληνες δε νοούμε τους κατοίκους τής Πελοποννήσου και τής παρακείμενης προς την Ευρώπην ηπειρωτικής γής και τών νήσων… Αυτή η γή πάντοτε εκατοικείτο από τους ίδιους ανθρώπους από τους αρχαίους χρόνους όσο οι άνθρωποι μνημονεύουν και κανείς δεν την κατείχε πρίν από εμάς, ούτε ήλθαμε να διώξουμε άλλους από εδώ…».
(Πλήρης απομυθοποίηση τών σύγχρονων υποβολιμαίων θεωριών περί τού, δήθεν, «εξ Ανατολών φωτός», περί «Ινδοευρωπαίων», περί «Φοινίκων», περί «Σλαυοποιήσεως τών Ελλήνων» κ.λπ. )
Ο Ρώσος ιστορικός Α.Βασίλιεφ, στο βιβλίο του, «Η Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» στο οποίο αναφερθήκαμε και παραπάνω, γράφει γιά τον Πλήθωνα (μεταξύ άλλων) τά εξής :
«Η παραμονή του Βυζαντινού φιλοσόφου στην Φλωρεντία, απoτελεί ένα από τά πιό σπουδαία επεισόδια τής ιστορίας τής μεταφυτεύ σεως τής Ελληνικής κλασσικής γνώσεως στην Ιταλία και, κυρίως, τής αναζωογονήσεως τής Πλατωνικής φιλοσοφίας στην Δύσι…».
«Η σημασία και η επιρροή τού Πλήθωνος ξεπερνούν κατά πολύ τά όρια τής πολιτιστικής ιστορίας τού Βυζαντίου και γιά τον λόγο αυτόν και μόνο αξίζει να προσεχθεί πολύ…».
Θεωρούμε πώς είναι πραγματικά συγκλονιστικό γεγονός ότι, μετά από τόσους αιώνες ιερατικής δογματικής τρομοκρατίας πού επικράτησε στον Ελλαδικό χώρο μετά τον θάνατο, το έτος 363 μ.Χ., τού τελευταίου Ελληνόφρονος αυτοκράτοραφιλοσόφου, τού σπουδαίου Ιουλιανού (και την ειδεχθή δολοφονία τής Αλεξανδρινής φιλοσόφουμαθηματικούαστρονόμου, τής περίφημης Υπατίας), ότι αναδείχθηκε, στην κρίσιμη εκείνη εποχή, αφ’ ενός τής καθεστωτικής, οικονομικής και στρατιωτικής Βυζαντινής παρακμής και αφ’ ετέρου τής επελαύνουσας Τουρκικής βαρβαρότητος, μιά τέτοια μορφή ευρύτατης αρχαιοελληνικής παιδείας και διανοητικής φιλοσοφικής ευρωστίας, όπως ο Γεώργιος ΠλήθωνΓεμιστός.
Θα μπορούσε εύλογα να πεί κάποιος ότι, η «καλή μοίρα» τού Ελληνικού έθνους τον διαφύλαξε γιά να συνοψίσει επίκαιρα και τεκμηριωμένα (επηρεάζοντας καίρια τους συγχρόνους του, με τον βίο, την διδασκαλία και την δράση του), την ιστορική αναγκαιότητα τής αναδρομής στα «νάματα» τής σκέψης τών μοναδικών και ανεπανάληπτων αρχαίων προγόνων μας, ως τον μόνο «δρόμο» γιά την αναβίωση τού Ελληνισμού τής εποχής του, ο οποίος όπως ήδη επισημάναμε βρίσκονταν γιά αιώνες σε κατάσταση ιστορικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής «νεκροφάνειας».
Ο συγγραφέας Αντώνης Γ. Πετρουτζάκος είναι εμφαντικός στην άποψη αυτή, γράφοντας :
«…Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι, ο εθνομάρτυρας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, γαλουχημένος με τις ιδέες τού Πλήθωνα, έπεσε σάν Ελληνας και δεν επέζησε σαν Ρωμιός…».
Όπως αντιθέτως έπραξε «ανερυθρίαστα» ο δογματικός αντίπαλος τού Πλήθωνος, ο διαβόητος Γεώργιος Σχολάριος ο οποίος, αφού σκοταδιστικά παρέδωσε τά συγγράμματα τού Πλήθωνος στήν πυρά, προσκύνησε τόν αιμοσταγή Μωάμεθ και έγινε ο πρώτος Χριστιανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στην υπηρεσία τών κατακτητών Τούρκων…)
Θα επισημάνουμε ότι, το αρχαιοπρεπές περιεχόμενο τής ιστορικής απάντησης, πού έδωσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τον Μάιο 1453, στις προτάσεις τού Μωάμεθ Β’ γιά παράδοση τής πολιορκημένης Πόλης, ήταν πρόδηλα γραμμένο ως εάν καθοδηγούσε στην γραφή του τόν ηρωϊκό αυτοκράτορα ο ίδιος ο διδάσκαλός του, ο φιλόσοφος Γεώργιος «Πλήθων» Γεμιστός.
Το πολύτιμο εκείνο κείμενο, πού αποτέλεσε την έντιμη «ληξιαρχική πράξη θανάτου» τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ήταν μιά επανάληψη τού αρχαίου Σπαρτιατικού «Μολών λαβέ» με διαφορετικά λόγια, το διέσωσε ευτυχώς η ιστορία και έχει ως εξής :
«Το μέν την Πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» (…)
Δηλαδή, σε ελεύθερη μετάφραση :
«Tό να σού παραδώσουμε την Πόλη δεν είναι θέλημα ούτε δικό μου ούτε οποιουδήποτε άλλου από όσους κατοικούν σ’ αυτήν…»
«Κοινή απόφαση όλων μας είναι να σκοτωθούμε με την θέλησή μας, χωρίς να λογαριάσουμε την ζωή μας…»
Είναι λοιπόν, ευτυχές γεγονός παγκόσμιας ιστορικής και πολιτισμικής σημασίας το ότι οι φιλοσοφικές ιδέες και οι κοινωνικοί στοχασμοί τού Πλήθωνος, τού Βησσαρίωνος και τών άλλων Ελληνικής καταγωγής και φρονήματος Βυζαντινών λογίων, έγιναν «κτήμα» τών δημιουργικών Ιταλικών Δημοκρατιών αρχικά και εν συνεχεία τών λοιπών κρατών τής Ευρώπης, δίνοντας αποφασιστική ώθηση στίς πολιτικές, φιλοσοφικές, επιστημονικές, κοινωνιολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις τών λαών τους.
Παράλληλα, η συγκέντρωση στην Ιταλία τών πνευματικών θησαυρών τού Ελληνικού «κλασσικού» και «ελληνιστικού» κόσμου, φυγαδευμένων εξ αιτίας τής Τουρκικής απειλής/κατάκτησης και τών βαρβαρικών καταστροφών πού αυτή επέφερε, δημιούργησε στην Ευρωπαϊκή Δύση τις κατάλληλες ευνοϊκές συνθήκες (Πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, τυπογραφεία) γιά μιά κοσμογονική επαφή («γονιμοποίηση» θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε…), με το μακρυνό πολιτισμικό παρελθόν τής αρχαίας Ελλάδος και τον διαχρονικής αξίας πολιτισμό της.

Μεταφέροντας τά κλασσικά έργα στην Δύση και σώζοντάς τα από τά καταστροφικά χέρια τών Τούρκων, ακόμη δε ερμηνεύοντας και διαδίδοντας τά υψηλά νοήματά τους, οι ΕλληνοΒυζαντινοί πρόγονοί μας τού 15ου αιώνα μ.Χ. προσέφεραν μέγιστη υπηρεσία στην ανθρωπότητα και την μελλοντική της πολιτισμική εξέλιξη.
Ο σημαντικός Ηπειρώτης συγγραφέας Μιχάλης Περάνθης, στο βιβλίο του «Το ‘21» (Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον τής Εστίας», Αθήναι, έτος 1971, σελ. 64), μάς περιγράφει με λεπτομέρειες εκείνη την συγκινητική προσπάθεια τών φυγάδων από την Πατρίδα τους Ελλήνων, να θεμελιώσουν εκεί στην ξενητειά τήν αναγέννηση τής κλασσικής παιδείας :
«…Η Ευρώπη, την εποχή αυτή καλπάζει προς την Αναγέννηση και τά θεμέλια της ερείδονται στο αρχαίο κλασσικό πνεύμα. Οι πρόσφυγες λόγιοι του Βυζαντίου έχουν ήδη καταθέσει τα φώτα τους. Αλλά είναι μια γενιά ηλικιωμένων πού προορίζονται να απέλθουν. Χρειάζονται οι διάδοχοί τους. Χρειάζονται μεγάλες σχολές της αρχαίας Ελληνικής. Χρειάζονται οι καθηγητές που θα τις επανδρώσουν…»
«Οι σχολές και επίσημες είναι κι ολοένα πληθύνονται, εκτεινόμενες με αύξοντα αριθμό και προς την κεντρανατολική Ευρώπη. Στα 1515 αρχίζει να λειτουργεί το Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης. Αμέσως μετά ιδρύονται οι σχολές τού Μιλάνου και τής Πάντοβας. Στα 1537, στην Βενετιά, η ιδιωτική σχολή τού Αντωνίου Επάρχου. Στα 1565 το Ελληνικό φροντιστήριο τού Borgo Vignoli. Στα 1593 η Κοινοτική Σχολή τής Βενετιάς. Στα 1598 το Ελληνικό φροντιστήριο της Πάντοβας. Κάπου δέκα μεγάλες σχολές στην Ιταλία. Κι’ άλλες τόσες στην Πόλα της Ιστριας, στο Σέμπενεκ και το Λυσσίν της Δαλματίας (σημερινή Κροατία) στο Λβώφ της Ουκρανίας, στη Βίλνα της Πολωνίας, στην Ορσοβα της Ουγγαρίας…»
«Οσο για την Ρωσία, τον καιρό πού δρούν εκεί οι αδελφοί Σωφρόνιος και Ιωαννίκιος Λειχούδης, μόνο στην επαρχία του Νοβγορόδ, τά Ελληνικά σχολεία αριθμούνται σε 14». «Στις ηγεμονίες, ακμάζουν οι Ακαδημίες τού Βουκουρεστίου και τού Ιασίου…».
«Ολες αυτές οι σχολές, λειτουργούν επί δεκάδες χρόνια και με καθηγητικό προσωπικό, κατά συντριπτική πλειοψηφία, από Ελληνες.

Αρκεί να σημειώσουμε ότι, μόνο στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και μόνο στην περίοδο τών ετών 15721600, δίδαξαν είκοσι Ελληνες καθηγητές…»

(Tα εν συνεχεία περαιτέρω μπορούν να τά διαβάσουν οι ενδιαφερόμενοι στο βιβλίο του συγγραφέα Γρηγόρη Kοσσυβάκη «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» που διανύει την 7η έκδοσή του από τις Εκδόσεις «ΚΑΔΜΟΣ»)

Loading